«Η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι το πρόβλημα του δημόσιου τομέα δεν είναι το μέγεθός του, καθώς αυτό δεν αποκλίνει σημαντικά ως προς τον αριθμό των υπαλλήλων και τη δημόσια δαπάνη για μισθούς και λειτουργικά έξοδα από τον αντίστοιχο μέσο όρο των λοιπών κρατών-μελών στην Ε.Ε. Είναι κυρίως το πρόβλημα της χαμηλής αποδοτικότητας, δεδομένου ότι σε σχέση με το ύψος των δημόσιων δαπανών ως ποσοστού του ΑΕΠ, ο δημόσιος τομέας παράγει λίγες και χαμηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς το κόστος των γραφειοκρατικών βαρών στους πολίτες και τις επιχειρήσεις ανέρχεται σε περίπου 8% του παραγόμενου ΑΕΠ,το οποίο προσεγγίζει το ποσό των 20 δισ. Ευρώ. Παρόλα αυτά, η χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών σε κρίσιμους τομείς όπως η υγεία και η παιδεία ωθεί τους πολίτες να προσφεύγουν σε ιδιωτικούς παρόχους. Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί σε τεράστιες ανισότητες ευκαιριών και σε αποκλεισμό της πρόσβασης των αδύναμων κοινωνικών ομάδων σε βασικές υπηρεσίες».

«Yπό την πίεση της δεινής δημοσιονομικής κατάστασης οι αλλαγές στο κράτος εμφανίζονται ως μονοδρομος. Υπό τις παρούσες συνθήκες οι περικοπές χωρίς ταυτόχρονη ριζική αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα οδηγούν σε αδιέξοδο. Η οριζόντια περικοπή προσωπικού, χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση και εκτίμηση των αναγκών των δημόσιων υπηρεσιών για τον εντοπισμό του πραγματικά πλεονάζοντος προσωπικού, δημιουργεί τεράστιες ελλείψεις σε δομές που παρέχουν κρίσιμες υπηρεσίες στους πολίτες, ενώ την ίδια στιγμή παραμένουν ανέπαφοι οργανισμοί των οποίων η κατάργηση ή η συγχώνευση δεν θα είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στους πολίτες και τις επιχειρήσεις».