Η τριμελής Επιτροπή Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν συμμορφώθηκε με τις αποφάσεις του ΣτΕ σχετικά με την επιστροφή των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ από το Υπερταμείο, πίσω στο Δημόσιο, δικαιώνοντας έτσι την προσφυγή πολιτών και εργαζομενων στις δύο εταιρείες. Πρόκειται ουσιαστικά για την απάντηση του ΣτΕ στην απόφαση της κυβέρνησης να ακυρώσει ωμά τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με νέο νόμο που έφερε το Υπουργείο Οικονομικών τον Ιούλιο του 2022. Η απόφαση - «κόλαφος» για τις αντισυνταγματικές πρακτικές της κυβέρνησης, που δημοσιεύτηκε αλλά δεν έχει καθαρογραφεί, έρχεται την ώρα που στη Βουλή συζητείται η νέα μεθόδευση ιδιωτικοποίησης, μέσω της δημιουργίας «Ρυθμιστικής Αρχής». Ο Αλέξανδρος Σαρηβαλάσης, εκ των δικηγόρων που εκπροσώπησαν πολίτες και εργαζόμενους στην Επιτροπή Συμμόρφωσης, εξηγεί στο TPP τι αναφέρει η απόφαση.

του Θάνου Καμήλαλη

Υπενθυμίζεται ότι το ΣτΕ εξέδωσε τον Φεβρουάριο του 2022 μία απόφαση – σταθμό, κατοχυρώνοντας τον δημόσιο έλεγχο στο νερό και απαιτώντας την επιστροφή των μετοχών της ΕΥΔΑΠ – ΕΥΑΘ, που είχαν μεταβιβαστεί στο Υπερταμείο το 2016, πίσω στο Δημόσιο.

Τι έκανε η κυβέρνηση; Ακύρωσε την απόφαση του ΣτΕ. Τον Ιούλιο του 2022, ψηφίστηκε νόμος, μέσα στον οποίο προβλέφθηκε ότι το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών παραμένει στο Υπερταμείο «και ούτε επιστρέφεται, ούτε παραχωρείται». Παράλληλα, σκανδαλωδώς, η κυβέρνηση φρόντισε να θωρακιστεί από το σενάριο νέας προσφυγής στο ΣτΕ. Επειδή για να προσφύγει κάποιος στο ΣτΕ απαιτείται να υπάρχει μία διοικητική πράξη, την οποία θέλει να προσβάλει, στον νέο νόμο προβλέφθηκε ότι «δεν απαιτείται επανάληψη προβλεπόμενων ενεργειών από τη νομοθεσία». Οι εργαζόμενοι της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, μαζί με άλλους πολίτες, προσέφυγαν στην Επιτροπή Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ένα τριμελές όργανο το οποίο κρίνει το αν η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου.

«Ουσιαστικά η κυβέρνηση κατήργησε πλήρως, με εντελώς απροσχημάτιστο και προκλητικό τρόπο, αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ. Δηλαδή, είναι σαν να μας είπαν ότι αυτές οι αποφάσεις του ΣτΕ δεν εκδόθηκαν ποτέ, δεν μας απασχολούν, κάνουμε ένα “λίφτινγκ” αστείο και ούτε καν μπορείτε εσείς να προσφύγετε ξανά στο ΣτΕ. Γιατί δε θα εκδώσουμε καμία άλλη πράξη γι’ αυτό, άρα δεν μπορείτε να ξαναπάτε στη Δικαιοσύνη. Μπροστά λοιπόν σε αυτήν την πρωτοφανή συνταγματική εκτροπή εμείς καταφύγαμε στην Επιτροπή Συμμόρφωσης του ΣτΕ» σχολιάζει στο TPP ο Αλέξανδρος Σαρηβαλάσης, που, μαζί με την Κατερίνα Γεωργιάδου, εκπροσώπησαν τους πολίτες στην Επιτροπή και διάβασε την απόφασή της, η οποία δεν έχει καθαρογραφεί ακόμα

Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε και σε δημόσια δήλωσή του ο κ.Σαρηβαλάσης, η Επιτροπή Συμμόρφωσης με τις 7/2023 και 8/2023 αποφάσεις της, (αντιπρόεδρος κ. Καρλή, Σύμβουλοι κ. Μ. Σωτηροπούλου και κ. Ο. Παπαδοπούλου, η οποία ήταν και η εισηγήτρια επί των υποθέσεων) έκρινε ότι η κυβέρνηση με τα άρθρα 114 και 115 του ν. 4964/2022, δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ 190 & 191/2022, με τις οποίες είχε κριθεί η αντισυνταγματικότητα της μεταβίβασης των μετοχών των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ από το Δημόσιο στο Υπερταμείο. Το ΣτΕ διατάσσει το Υπουργείο Οικονομικών να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, το αργότερο εντός εξαμήνου, για να επιστραφούν οι μετοχές των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Δημόσιο».

Μάλιστα, όπως αναφέρει ο δικηγόρος στο TPP, με αυτήν την απόφασή της η Επιτροπή Συμμόρφωσης φαίνεται να απαντάει κατά κάποιον τρόπο και στην ωμή ακύρωση του ΣτΕ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. «Εμείς, κατά την προσφυγή μας, είχαμε ένα σημαντικό πρόβλημα: Το κατά πόσον θα δεχόταν η Επιτροπή Συμμόρφωσης να ελέγξει τον νέο νόμο. Γιατί η νομολογία της Επιτροπής Συμμόρφωσης λέει ότι “άπαξ και ψηφιστεί ένας νέος νόμος, τότε πρέπει να κατατεθεί νέα αίτηση ακύρωσης του νέου νόμου και εγώ δεν έχω αρμοδιότητα”. Αυτή ήταν και η μεγάλη μάχη που δώσαμε, να ελεγχθεί δηλαδή ο νέος νόμος».

«Εδώ λοιπόν η Επιτροπή το ξεπέρασε αυτό» συνεχίζει και εξηγεί: «Επειδή ήταν τόσο σκανδαλώδεις οι διατάξεις, έκανε ειδική σκέψη, με την οποία είπε ότι εν προκειμένω, εφόσον με τις διατάξεις αυτές παραβιάζονται αναδρομικά όλα όσα λένε οι δικαστικές αποφάσεις και επειδή βάζεις και διατάξεις για να μην υπάρχει νέα αίτηση ακύρωσης, επιβάλλεται ο έλεγχος, γιατί αλλιώς δεν θα είχαν κανένα νόημα οι δικαστικές αποφάσεις της Ολομέλειας. Δηλαδή θα έπρεπε αλλιώς να δεχτούμε ότι μπορεί ένας πολίτης να πάει στο Δικαστήριο και η απόφαση να μην έχει κανένα αποτέλεσμα, γιατί απλώς μετά θα βγαίνει ένας νόμος και θα την καταργεί. Είπε λοιπόν η Επιτροπή ότι εδώ “κατ’εξαίρεση ελέγχω”, επειδή είναι τόσο σοβαρές οι παραβιάσεις».

Όπως αναφέρει ο δικηγόρος, αυτή η ειδική σκέψη καταγράφεται συγκεκριμένα στην απόφαση που εκδόθηκε. «Λέει δηλαδή η απόφαση ότι “καταρχήν δεν ελέγχω τον νόμο” και συνεχίζει όμως προσθέτοντας ότι “εν προκειμένω ελέγχω τον νόμο”. Και συνεχίζει με ωραία νομικά λόγια».

«Η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη» τονίζει ο δικηγόρος, ενώ σε ερώτηση για το τι σημαίνει αυτή η απόφαση για την κυβέρνηση σχολιάζει ότι «αν δε συμμορφωθεί, θα πρόκειται για ακόμα μία πρωτοφανή συνταγματική εκτροπή. Γιατί και το καλοκαίρι συνταγματική εκτροπή είχαμε. Δεν ξέρω αν έχει συμβεί ποτέ, να μην κάνει ούτε και τώρα πίσω η κυβέρνηση. Θα πρόκειται για πλήρη κατάλυση του Κράτους Δικαίου. Το μόνο που μπορεί να κάνει παραπάνω το ΣτΕ, που δεν έχει βέβαια κάποιου είδους “αστυνομία”, κατά τον νόμο, είναι να βάζει πρόστιμα στο Υπουργείο Οικονομικών κάθε μήνα, επειδή δεν συμμορφώνεται».

Το νέο χτύπημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, που καταδεικνύει τις κατάφορα αντισυνταγματικές πρακτικές της κυβέρνησης στο ζήτημα του νερού, έρχεται μάλιστα την ώρα που στη Βουλή συζητείται το νέο βήμα προς την ιδιωτικοποίηση, μέσω της ένταξης των εταιρειών Ύδρευσης σε «Ρυθμιστική Αρχή». Μία κίνηση που καταγγέλλεται ευρέως, ξανά, ως αντισυνταγματική.

Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, στην πολυσέλιδη ανάλυσή της επί του πολυνομοσχεδίου, σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων ότι «τίθεται το ερώτημα αν και κατά πόσον οι µεταβιβαζόµενες µε τον παρόν νοµοσχέδιο αρµοδιότητες στη Ρ.Α.Α.Ε.Υ. συµβαδίζουν µε τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας». Ενάντια στις διατάξεις για το Νερό τάσσονται η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, αλλά και η τέως αντιπρόεδρος του ΣτΕ, Μαρία Καραμανώφ, με αναλυτικά υπομνήματα, καταγγέλλοντας αντισυνταγματικότητα.