
Τις πρακτικές επαναπροωθήσεων από τις Αρχές, τόσο σε στεριά όσο και σε θάλασσα, αναδεικνύει υπόμνημα του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Michael O’Flaherty, μετά από επίσκεψη του στην Ελλάδα, καλώντας τις ελληνικές αρχές να λάβουν μέτρα για τον τερματισμό αυτών των πρακτικών και την ενίσχυση της λογοδοσίας. Στο υπόμνημά του αναφέρονται επιπλέον οι καταγγελίες για σωματική και σεξουαλική βία σε βάρος προσφύγων από τις δυνάμεις επιβολής του νόμου, καθώς και ακατάλληλες συνθήκες κράτησης, ιδιαίτερα για ανήλικα προσφυγόπουλα. Τονίζεται ότι οι καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σπάνια οδηγούν σε έρευνες και οι μηχανισμοί λογοδοσίας αμφισβητούνται για την αξιοπιστία τους, όπως συνέβη στο ναυάγιο της Πύλου. Τονίζει ακόμη ότι ο νομικός ορισμός της διακίνησης μεταναστών είναι προβληματικός οδηγώντας σε ποινικοποίηση ανθρωπιστικών οργανώσεων και μεταναστών, ενώ επισημαίνει την επιμονή της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη να αρνείται πεισματικά τις επαναπροωθήσεις, παρά τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ.
Πιο συγκεκριμένα, ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Michael O’Flaherty, δημοσίευσε σήμερα υπόμνημα για τη μετανάστευση και τον έλεγχο των συνόρων στην Ελλάδα, κατόπιν της επίσκεψής του στη χώρα από τις 3 έως τις 7 Φεβρουαρίου 2025.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ο Επίτροπος συζήτησε ζητήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση με τον τότε Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, Νικόλαο Παναγιωτόπουλο, τον τότε Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Χρήστο Στυλιανίδη, την Υφυπουργό Εξωτερικών, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, την ελληνική αντιπροσωπεία στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, και την αναπληρώτριά της, τον Συνήγορο του Πολίτη, Ανδρέα Ποττάκη και την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Επίσης, συναντήθηκε με εκπροσώπους της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Frontex, καθώς και με αρκετούς ειδικούς, νομικούς επαγγελματίες και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ο Επίτροπος συναντήθηκε επίσης με αρκετούς επιζώντες του ναυαγίου της Πύλου τον Ιούνιο του 2023 και με θύματα άλλων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα ελληνικά σύνορα, ακούγοντας τις μαρτυρίες τους.
Στις 10 Φεβρουαρίου, ο Επίτροπος συναντήθηκε επίσης διαδικτυακά με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Στις 18 Φεβρουαρίου, η ομάδα του έλαβε δεδομένα μέσω email από το Γραφείο του Διοικητή της Ελληνικής Ακτοφυλακής. Στις 28 Φεβρουαρίου, η ομάδα του συναντήθηκε διαδικτυακά με τον Ειδικό Αξιωματούχο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου.
Στο υπόμνημα αναφέρει ότι η Ελλάδα «έχει δεχθεί ιδιαίτερα μεγάλη πίεση από αφίξεις μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα, περιλαμβανομένων αιτούντων άσυλο», με τον Επίτροπό να σημειώνει ότι «αναγνωρίζει τη δυσκολία του επιχειρησιακού περιβάλλοντος που αντιμετωπίζουν οι αρχές ασφαλείας στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα», εκφράζοντας ωστόσο έντονη ανησυχία για «τις επίμονες αναφορές σχετικά με τη συνεχιζόμενη πρακτική των επαναπροωθήσεων, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα».
Επαναπροωθήσεις σε στεριά και θάλασσα, σωματική και σεξουαλική βία σε βάρος προσφύγων από τις δυνάμεις επιβολής του νόμου
Συγκεκριμένα στο υπόμνημα αναφέρεται: «Παρά τις πρόσφατες αναφορές για μείωση των επαναπροωθήσεων, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου, τη Λέσβο και τη Σάμο, ο Επίτροπος άκουσε από νομικούς καθώς και από εκπροσώπους οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, εθνικών μηχανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνών οργανισμών, ότι οι αναγκαστικές επιστροφές στην Τουρκία συνεχίζονται. Ο Επίτροπος συνάντησε επίσης υπηκόους τρίτων χωρών που μοιράστηκαν την εμπειρία τους. Μερικοί από αυτούς είχαν επιστραφεί αναγκαστικά πολλές φορές, ακόμη και μετά την άφιξή τους σε ελληνικό έδαφος. Ορισμένοι από αυτούς κατάφεραν τελικά να καταθέσουν αίτηση ασύλου στην Ελλάδα, ενώ άλλοι όχι. Ο Επίτροπος άκουσε επίσης καταγγελίες για αχρείαστη ή υπερβολική χρήση βίας και για σεξουαλική βία από μέλη των δυνάμεων επιβολής του νόμου στο πλαίσιο αυτών των επιχειρήσεων.
Ο Μηχανισμός Καταγραφής Περιστατικών Ανεπίσημων Υποχρεωτικών Επιστροφών, που ιδρύθηκε το 2021, κατέγραψε 50 περιστατικά το 2022 και 45 το 2023. Ο Επίτροπος κατανοεί ότι αυτά τα δεδομένα δεν παρέχουν πλήρη εικόνα, καθώς εκείνοι που δέχονται καταγγελίες για αναγκαστικές επιστροφές, κυρίως οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, δεν έχουν πάντα την ικανότητα και τους πόρους να καταγράφουν αυτά τα περιστατικά με συνέπεια και αρκετή λεπτομέρεια ώστε να καταχωρηθούν. Σύμφωνα με δεδομένα που μοιράστηκε με τον Επίτροπο η Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), η υπηρεσία έλαβε πληροφορίες για 248 περιστατικά συνοπτικών επιστροφών που φέρονται να συνέβησαν στο πρώτο εξάμηνο του 2024 και έχει αξιολογήσει και καταγράψει 166 από αυτά ως τεκμηριωμένα (38 στα χερσαία σύνορα και 128 στα θαλάσσια σύνορα). Αυτά τα περιστατικά επηρέασαν τουλάχιστον 4.229 άτομα, κυρίως προερχόμενα από το Αφγανιστάν, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Τουρκία και το Ιράκ, και περιλάμβαναν ασυνόδευτα και χωρισμένα παιδιά, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα με ιατρικές ανάγκες και έγκυες γυναίκες.
Κατά την περίοδο της επίσκεψης του Επιτρόπου στην Ελλάδα, σχεδόν 50 αιτήσεις που περιείχαν καταγγελίες για επαναπροωθήσεις είχαν κοινοποιηθεί στην ελληνική κυβέρνηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Όπως θυμίζει το υπόμνημα, στην απόφαση που εκδόθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2025 στην υπόθεση A.R.E. κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο ανέφερε ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη μιας συστηματικής πρακτικής «pushback» υπηκόων τρίτων χωρών από τις ελληνικές αρχές, από την περιοχή του Έβρου στην Τουρκία. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η Κυβέρνηση δεν κατάφερε να αντικρούσει τα εν λόγω στοιχεία, παρέχοντας μια ικανοποιητική και πειστική εναλλακτική εξήγηση. Όσον αφορά τα θαλάσσια σύνορα, το Δικαστήριο βρήκε επίσης, σε ξεχωριστή απόφαση, ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη μιας συστηματικής πρακτικής αναγκαστικών επιστροφών από τα ελληνικά νησιά στην Τουρκία.
Όπως τονίζει, «η επιστροφή προσώπων χωρίς προηγούμενη ατομική ταυτοποίηση στερεί από τα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να εξακριβώσουν αν οι επιστρεφόμενοι κινδυνεύουν να υποστούν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες επιστροφής τους». Συμπληρώνει ότι «μια τέτοια πρακτική ενδέχεται να συνιστά παραβίαση του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και άλλων διεθνών και ευρωπαϊκών νομικών υποχρεώσεων που δεσμεύουν την Ελλάδα».
Ακατάλληλες συνθήκες κράτησης για τα ανήλικα
Παρόλο που κατά τη διάρκεια της επίσκεψης ο Επίτροπος δεν επικεντρώθηκε ειδικά στις συνθήκες κράτησης και υποδοχής των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών, σχετικές πληροφορίες και ενημερώσεις του παρασχέθηκαν από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς σχετικά με την κατάσταση των ασυνόδευτων παιδιών που κρατούνται για παρατεταμένες περιόδους σε de facto συνθήκες κράτησης σε ακατάλληλες και υπερπλήρεις εγκαταστάσεις, ιδιαίτερα στη Σάμο, καθώς και σχετικά με την αυξημένη αριθμητική ροή ανθρώπων που φθάνουν στη Ρόδο και στην Κρήτη και αδυνατούν να λάβουν αξιοπρεπή βοήθεια εκεί λόγω της έλλειψης εγκαταστάσεων υποδοχής.
«Η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει μηδενική ανοχή απέναντι στις επαναπροωθήσεις – Οι καταγγελίες να διερευνώνται άμεσα και εξαντλητικά»
Ο Επίτροπος καλεί τις ελληνικές αρχές να διασφαλίσουν ότι οι ενέργειες ελέγχου των συνόρων πραγματοποιούνται πάντοτε με πλήρη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλες σχετικές πηγές δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για το σκοπό αυτό, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να:
- Υιοθετήσει μηδενική ανοχή απέναντι στις επαναπροωθήσεις, την κακομεταχείριση, την αυθαίρετη κράτηση και άλλες σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας ότι τέτοιες παραβιάσεις θα σταματούν άμεσα και αποτελεσματικά, αναγνωρίζοντας την μακροχρόνια ύπαρξή τους στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα της Ελλάδας και την ανάγκη παροχής κατάλληλης αποζημίωσης στα θύματα.
- Διασφαλίσει ότι οι καταγγελίες για επαναπροωθήσεις, κακομεταχείριση και άλλες συναφείς καταχρήσεις θα διερευνώνται άμεσα, αμερόληπτα, εξαντλητικά και αποτελεσματικά, σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από φορείς που διαθέτουν ικανοποιητικό βαθμό ανεξαρτησίας από τις αρχές που είναι το αντικείμενο της διερεύνησης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προχωρούν άμεσα στη διαπίστωση όλων των σχετικών γεγονότων και στην αναγνώριση και, αν είναι απαραίτητο, την τιμωρία των υπευθύνων, ενώ τα θύματα και οι συγγενείς τους θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στις σχετικές διαδικασίες και να έχουν πρόσβαση σε κατάλληλη αποζημίωση.
- Διασφαλίσει ότι όλα τα άτομα που υπόκεινται σε επιχειρήσεις ελέγχου των συνόρων έχουν επαρκή πρόσβαση σε ατομικές διαδικασίες για την υποβολή αιτημάτων προστασίας, καθώς και σε αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα.
- Όπου δεν υπάρχουν κατάλληλες εγκαταστάσεις στον τόπο άφιξης, να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη μεταφορά σε άλλες τοποθεσίες όπου υπάρχουν επαρκείς εγκαταστάσεις, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προσοχή στην περίπτωση ασυνόδευτων ανηλίκων και άλλων ατόμων με ειδικές ανάγκες.
«Να επανεξεταστούν οι υφιστάμενοι μηχανισμοί λογοδοσίας»
Ο Επίτροπος εκφράζει επίσης ανησυχία για τα εμπόδια στην απόδοση ευθυνών για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα. «Παρά τις θετικές ενέργειες που έχουν γίνει για την ενίσχυση της λογοδοσίας, εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες στις έρευνες, όπως επιβεβαιώνουν και πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», αναφέρει. Καλεί τις ελληνικές αρχές να επανεξετάσουν τους υφιστάμενους μηχανισμούς λογοδοσίας που είναι αρμόδιοι για τη διερεύνηση περιστατικών εις βάρος προσφύγων, αιτούντων άσυλο και μεταναστών, και να προχωρήσουν σε διορθωτικές ενέργειες για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα και την ανεξαρτησία τους.
Συγκεκριμένα, όπως θυμίζει, «μετά τον πνιγμό 11 παιδιών και γυναικών μεταναστών κοντά στο ελληνικό νησί Φαρμακονήσι το 2014, στο πλαίσιο επιχείρησης που διαχειριζόταν το Λιμενικό Σώμα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε ότι υπήρξαν ελλείψεις στις διαδικασίες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν πραγματοποιήσει ενδελεχή και αποτελεσματική έρευνα που να ρίχνει φως στις συνθήκες κάτω από τις οποίες βυθίστηκε το σκάφος.
«Παλιό και μεμονωμένο περιστατικό το Φαρμακονήσι», λένε οι ελληνικές αρχές
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του, ο Επίτροπος έθεσε αυτό το ζήτημα στις αρχές, οι οποίες το περιέγραψαν ως παλιό και μεμονωμένο περιστατικό και υπέδειξαν ότι, στο σημερινό πλαίσιο, οι καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα ενδέχεται να υπόκεινται σε διάφορους τύπους ερευνών:
- Εσωτερικές διοικητικές έρευνες από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και τη Γενική Επιθεώρηση του Λιμενικού Σώματος για καταγγελίες κακής συμπεριφοράς από τα μέλη των αντίστοιχων δυνάμεών τους. Στο πλαίσιο των εσωτερικών διοικητικών μηχανισμών, οι αρχές ανέφεραν επίσης τον ρόλο του Αξιωματούχου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, ο οποίος ιδρύθηκε με τον Νόμο 4960/2022 τον Δεκέμβριο του 2022 για να εξετάσει, σε προκαταρκτικό στάδιο, τις καταγγελίες αλλοδαπών για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά την είσοδο στη χώρα και/ή τις διαδικασίες υποδοχής και/ή ασύλου στην Ελλάδα. Επίσης, ο Επίτροπος σημειώνει ότι μια Ειδική Επιτροπή για την Τήρηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που διορίστηκε στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, έχει την ευθύνη να παρακολουθεί τις διαδικασίες και την εφαρμογή της εθνικής, της ΕΕ και διεθνούς νομοθεσίας στους τομείς της προστασίας των συνόρων και της χορήγησης διεθνούς προστασίας.
- Εξωτερική μη δικαστική έρευνα από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ) και/ή τον Συνήγορο του Πολίτη, που ιδρύθηκε το 2021 από την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, που παρακολουθεί, καταγράφει και αναφέρει περιστατικά επιστροφών υπηκόων τρίτων χωρών από την Ελλάδα σε άλλες χώρες, με βάση μια τυποποιημένη, διαφανή και επιστημονική μεθοδολογία καταγραφής.
- Και δικαστική έρευνα για τα αίτια του περιστατικού και τους υπεύθυνους, που ξεκινά από τον τοπικό δημόσιο εισαγγελέα της αρμόδιας δικαιοδοσίας και/ή από τον εισαγγελέα του Ναυτικού Δικαστηρίου του Πειραιά, που έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τα λιμενικά σώματα, σε περίπτωση υποτιθέμενης εμπλοκής μελών του Λιμενικού Σώματος.
«Σπάνια οδηγούνται σε έρευνα οι καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων – Υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία της ΕΑΔ»
Όπως παρατηρεί ωστόσο ο Επίτροπος, όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες, φαίνεται ότι οι καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα θαλάσσια σύνορα που αφορούν το λιμενικό σπάνια οδηγούν σε εσωτερικές έρευνες από τη Γενική Επιθεώρηση του Λιμενικού Σώματος, και όταν συμβαίνει αυτό, οι έρευνες οδηγούν συστηματικά σε συμπεράσματα που απαλλάσσουν το προσωπικό από οποιαδήποτε ευθύνη. Ο Επίτροπος σημειώνει ότι ο Συνήγορος του Πολίτη εντόπισε ελλείψεις στις εσωτερικές διοικητικές έρευνες, όπως η «αποτυχία εξέτασης του φερόμενου θύματος και σημαντικών μαρτύρων, οι κρίσεις σχετικά με τον ρόλο των κρατικών αρχών ή οι αναφορές αλλοδαπών που παραβιάζουν την αρχή της απόστασης, η αποτυχία καταγραφής της σύλληψης των θυμάτων (που συχνά χρησιμοποιούνται ως απόδειξη της απαγόρευσης επαναπροώθησης) κλπ.» Η ίδρυση ενός μηχανισμού καταγγελιών από τον Αξιωματούχο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου μπορεί να θεωρηθεί ένα θετικό βήμα, αλλά ο Επίτροπος κατανοεί ότι ο Αξιωματούχος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν έχει εντολή ούτε τα κατάλληλα μέσα για να διεξάγει σωστές έρευνες, και ότι καμία από τις 139 καταγγελίες που υποβλήθηκαν κατά την επίσκεψη του Επιτρόπου δεν αφορούσε καταγγελίες για επαναπροωθήσεις.
Σχετικά με το «εξωτερικό μη δικαστικό επίπεδο», ο Επίτροπος παρατηρεί ότι, κατά τον χρόνο της επίσκεψής του, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ) είχε δημοσιεύσει μία έκθεση σχετικά με καταγγελίες για επαναπροωθήσεις από την Ελλάδα, η οποία αφορούσε περιορισμένο αριθμό περιστατικών και αρνούνταν οποιαδήποτε εμπλοκή δημόσιων λειτουργών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση A.R.E. κατά Ελλάδας, ότι η έκθεση της ΕΑΔ δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των αναφορών και παρατηρήσεων του Συνηγόρου του Πολίτη και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, οι οποίες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται συστηματική πρακτική επαναπροώθησης από την Ελλάδα στην Τουρκία.
Ο Επίτροπος παρατηρεί επίσης ότι η έλλειψη ουσιαστικής ανεξαρτησίας της ΕΑΔ είχε επισημανθεί από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, ενώ ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τους Υπερασπιστές των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεώρησε ότι η ΕΑΔ δεν είναι “εξοπλισμένη ώστε να διεξάγει ανεξάρτητες έρευνες για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών.”
Επιμονή της Αδειλίνη να αρνείται τα pushbacks παρά τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ
Σε δικαστικό επίπεδο, ο Επίτροπος παρατηρεί ότι οι εισαγγελικές αρχές διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο για τη διασφάλιση αποτελεσματικής λογοδοσίας. Ωστόσο, πολλοί από τους συνομιλητές του ανέφεραν ότι η απροθυμία των εισαγγελέων να διεξάγουν αποτελεσματικές έρευνες αποτελεί εμπόδιο για τη διασφάλιση της λογοδοσίας για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα. Η ταχεία απόρριψη καταγγελιών και η περάτωση προκαταρκτικών εξετάσεων χωρίς ακρόαση των θυμάτων ή βασικών μαρτύρων, καθώς και χωρίς συλλογή κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, αναφέρθηκαν ως παράγοντες που παρεμποδίζουν τη διαπίστωση των γεγονότων και την καταπολέμηση της ατιμωρησίας.
Ο Επίτροπος συζήτησε το ζήτημα αυτό με την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη και την Αναπληρώτριά της, οι οποίες επεσήμαναν ότι οι εισαγγελείς έχουν σαφείς εντολές να διασφαλίζουν τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι όλες οι καταγγελίες για παραβιάσεις στα σύνορα πρέπει να ερευνώνται επαρκώς. Αν και ο Επίτροπος χαιρετίζει τις οδηγίες προς τους εισαγγελείς, σημειώνει την κατηγορηματική άρνηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου σχετικά με την ύπαρξη συστηματικών πρακτικών επαναπροωθήσεων από την Ελλάδα, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο Επίτροπος τονίζει ότι η έλλειψη αποτελεσματικής διερεύνησης τέτοιων καταγγελιών ενδέχεται να οδηγήσει σε νέες προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
«Να διασφαλιστεί ότι η συνεργασία της ΕΕ στη διαχείριση των συνόρων δεν συμβάλλει στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων»
Ο Επίτροπος σημειώνει ότι οι θεσμοί και οι οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη της διαχείρισης της μετανάστευσης και του ελέγχου των συνόρων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης χρηματοδότησης και προσωπικού της ΕΕ. Αυτό αυξάνει την ευθύνη των σχετικών ευρωπαϊκών φορέων να ενεργοποιούν τους διαθέσιμους μηχανισμούς λογοδοσίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η συνεργασία τους δεν συμβάλλει άμεσα ή έμμεσα σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο Επίτροπος αναγνωρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προσπαθήσει επί μακρόν να πείσει τις ελληνικές αρχές να συμμορφωθούν με τα σχετικά πρότυπα, και ότι κάποιες βελτιώσεις που έχουν καταγραφεί με την πάροδο του χρόνου μπορούν να αποδοθούν σε αυτές τις παρεμβάσεις. Ωστόσο, παρά την συνεχιζόμενη συχνότητα σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα, δεν έχουν κινηθεί διαδικασίες επί παραβάσει κατά των ελληνικών αρχών όσον αφορά την εφαρμογή των σχετικών υποχρεώσεων στα σύνορα ή στα κέντρα κράτησης. Επιπλέον, εξακολουθεί να παρέχεται υποστήριξη σε επιχειρήσεις διαχείρισης συνόρων που φαίνεται να μην πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει το σχετικό δίκαιο της ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, έρευνα του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, η οποία ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2025, πρότεινε τρόπους βελτίωσης του τρόπου με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί τη χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, προκειμένου να διασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο των επιχειρήσεων ελέγχου των συνόρων. Αυτές οι προτάσεις περιλαμβάνουν:
- την καθιέρωση κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα θεμελιώδη δικαιώματα,
- την καθιέρωση διαφανών κριτηρίων για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες η Επιτροπή θα αναστείλει ή θα διακόψει τη χρηματοδότηση σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με θεμελιώδη δικαιώματα, και
- την αξιολόγηση του κατά πόσον το όριο αυτό έχει ξεπεραστεί στην περίπτωση της Ελλάδας, ενόψει αξιόπιστων καταγγελιών για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων από τις ελληνικές αρχές.
Ο Επίτροπος συνιστά στις ελληνικές αρχές:
- Να προχωρήσουν σε εις βάθος επανεξέταση των υφιστάμενων μηχανισμών λογοδοσίας που είναι αρμόδιοι για τη διερεύνηση και την αντιμετώπιση παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά προσφύγων και μεταναστών, και να λάβουν αποφασιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των συστημικών ελλείψεων που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα και την ανεξαρτησία τους.
- Να διασφαλίσουν ότι τα εθνικά όργανα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαθέτουν την αναγκαία ικανότητα να παρακολουθούν και να αναφέρουν την κατάσταση των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών στα σύνορα και ότι οι συστάσεις τους εφαρμόζονται άμεσα.
- Να διασφαλίσουν ότι οι νέοι μηχανισμοί που θα δημιουργηθούν στο πλαίσιο του Συμφώνου της ΕΕ για το Άσυλο και τη Μετανάστευση είναι αποτελεσματικοί, και ειδικότερα ότι η ανεξαρτησία τους και το πεδίο δράσης τους συνάδουν με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Καμία έρευνα δεν διεξήχθη από την Γενική Επιθεώρηση του Λ.Σ. παρά τις καταγγελίες για ρυμούλκηση του αλιευτικού στο ναυάγιο της Πύλου»
Αναφερόμενος στο πολύνεκρο ναυάγιο του πλοιαρίου Andrianna, που μετέφερε περίπου 750 άτομα και βυθίστηκε σε διεθνή ύδατα ανοιχτά της Πύλου στις 14 Ιουνίου 2023, o Επίτροπος σημειώνει ότι η Γενική Επιθεώρηση του Λιμενικού Σώματος δεν διεξήγαγε καμία έρευνα για ενδεχόμενες παρατυπίες από μέλη του Λιμενικού, παρά τους ισχυρισμούς επιζώντων ότι η απόπειρα ρυμούλκησης του σκάφους από το Λιμενικό – το οποίο παρακολουθούσε το πλοίο για αρκετές ώρες πριν και κατά τη διάρκεια της βύθισής του – προκάλεσε το ναυάγιο, καθώς και παρά τα ερευνητικά δημοσιεύματα που υποστηρίζουν και τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς.
Σε εξωτερικό μη δικαστικό επίπεδο, ο Επίτροπος παρατηρεί ότι η υπόθεση δεν έχει παραπεμφθεί στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Ωστόσο, μετά τη ρητή άρνηση του Λιμενικού Σώματος να διεξαγάγει εσωτερική πειθαρχική έρευνα, την οποία είχε ζητήσει ο Συνήγορος του Πολίτη από τον Ιούνιο του 2023. O Συνήγορος αποφάσισε τον Νοέμβριο του 2023 να ξεκινήσει δική του έρευνα, βάσει της ειδικής αρμοδιότητάς του ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Αυθαίρετων Περιστατικών. Ο Επίτροπος χαιρετίζει αυτή την πρωτοβουλία της ανεξάρτητης αρχής, καθώς και την πρόσφατη ολοκλήρωση της σχετικής έκθεσης, η οποία κοινοποιήθηκε στην κυβέρνηση και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
Αδικαιολόγητα τα εμπόδια στην ανεξάρτητη έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη – Ατυχής η αντίδραση του Υπουργού Ναυτιλίας
Αν και οι αρχές δεν δημοσίευσαν την έκθεση, δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από τον Συνήγορο του Πολίτη στις 3 Φεβρουαρίου 2025 αναφέρει ότι: «η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες και οι παραλείψεις των εμπλεκομένων αξιωματικών κατά τη διαχείριση του περιστατικού στις 13 και 14 Ιουνίου 2023 συνιστούν τα αδικήματα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο, καθώς και της έκθεσης σε κίνδυνο της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας των επιβαινόντων στο αλιευτικό πλοίο Adriana, τα οποία τιμωρούνται με βάση το άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα.» Ο Επίτροπος εκφράζει την ανησυχία του για αυτά τα πορίσματα, καθώς και για το γεγονός ότι δεν δόθηκε πρόσβαση σε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία στον Συνήγορο του Πολίτη, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του. Η έλλειψη συνεργασίας αυτή δημιουργεί αδικαιολόγητα εμπόδια στο έργο της ανεξάρτητης έρευνας. Η αντίδραση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής στην έκθεση αυτή θεωρείται ατυχής από τον Επίτροπο.
Ο Επίτροπος σημειώνει ότι η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη έχει διαβιβαστεί στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την άσκηση πειθαρχικής εποπτείας, καθώς και στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή του Ναυτοδικείου Πειραιά, για την αξιολόγηση των σχετικών ποινικών αδικημάτων που προσδιορίζονται.
Δικηγόροι και οργανώσεις που εκπροσωπούν τους ναυαγούς εκφράζουν την ανησυχία τους για το κλείσιμο της προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελία του Ναυτοδικείου Πειραιά
Σε δικαστικό επίπεδο, ξεκίνησαν δύο παράλληλες έρευνες για το ναυάγιο στην Πύλο. Η πρώτη διεξήχθη από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Καλαμάτας λίγο μετά την τραγωδία και οδήγησε στην απαγγελία κατηγοριών εναντίον εννέα Αιγυπτίων επιζώντων για διακίνηση, παράνομη είσοδο, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και πρόκληση ναυαγίου. Οι κατηγορίες αυτές τελικά αποσύρθηκαν από την Εισαγγελέα και το Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας τον Μάιο του 2024, απαλλάσσοντας τους κατηγορούμενους από κάθε ευθύνη.
Ο Επίτροπος ενημερώθηκε ότι άλλη έρευνα διενεργήθηκε από τον Αντεισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά, ο οποίος αποφάσισε να κλείσει την προκαταρκτική εξέταση τον Δεκέμβριο του 2024. Οι δικηγόροι και οι οργανώσεις που εκπροσωπούν και στηρίζουν τα θύματα του ναυαγίου εξέφρασαν στον Επίτροπο την ανησυχία τους για την απόφαση αυτή, καθώς θεωρούν ότι δεν διεξήχθη εις βάθος έρευνα για τις ευθύνες των αρμόδιων οργάνων έρευνας και διάσωσης και της ηγεσίας του Λιμενικού Σώματος. Τόνισαν συγκεκριμένα ότι «η αρμόδια Εισαγγελία δεν κάλεσε για εξηγήσεις, έγγραφες ή άλλες, τα αρμόδια πρόσωπα για τις αποτυχίες και παραλείψεις στη διαδικασία Έρευνας και Διάσωσης, δηλαδή τα αρμόδια όργανα του Εθνικού Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης, το Κέντρο Επιχειρήσεων και τους ιεραρχικά προϊστάμενους τους, ήτοι την ηγεσία του Λιμενικού Σώματος.»
Ο Επίτροπος σημειώνει ότι το πλοίο Adriana παρακολουθείτο από τις αρχές για 13 ώρες πριν από τη βύθισή του, χωρίς να του παρασχεθεί επαρκής βοήθεια, παρά τις πληροφορίες που υπήρχαν από διάφορες πηγές, όπως αεροφωτογραφίες και μηνύματα από επιβάτες, τα οποία τεκμηρίωναν την κατάσταση κινδύνου και τον υπερπληθυσμό του σκάφους. Έχει ενημερωθεί ότι ο Αντεισαγγελέας του Ναυτοδικείου Πειραιά αποφάσισε να ανοίξει ‘συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση’, στο πλαίσιο της οποίας ενδέχεται να διερευνηθούν περαιτέρω οι ρόλοι και οι ευθύνες όλων των εμπλεκομένων.
«Οι ελληνικές αρχές να διασφαλίσουν ότι θα αποδοθούν ευθύνες»
Ο Επίτροπος συστήνει στις ελληνικές αρχές:
- Να διασφαλίσουν ότι θα αποδοθούν ευθύνες για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που ενδέχεται να συνέβαλε στο ναυάγιο της Πύλου, σύμφωνα με τα πρότυπα που καθορίζονται στην απόφαση Safi, μέσω άμεσων, ανεξάρτητων, αμερόληπτων, εις βάθος και αποτελεσματικών ερευνών και διώξεων, με επαρκή συμμετοχή των θυμάτων και των συγγενών τους, οι οποίες θα είναι ικανές να οδηγήσουν στην αναγνώριση και, εφόσον ενδείκνυται, στην τιμωρία των υπευθύνων σε όλα τα επίπεδα.
- Να αποφύγουν τη χρήση ρητορικής που υπονομεύει το κύρος του Συνηγόρου του Πολίτη.
- Να ανταποκριθούν άμεσα και κατάλληλα στην έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για το ναυάγιο της Πύλου, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής των κατάλληλων πειθαρχικών μέτρων σε σχέση με όσους κριθεί ότι ευθύνονται για παρατυπίες ή παραλείψεις, σε όλα τα επίπεδα.
- Να προχωρήσουν σε διεξοδική αναθεώρηση των επιχειρησιακών σχεδίων και ρυθμίσεων που ισχύουν για την ανταπόκριση σε θαλάσσιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, με στόχο την έγκαιρη αναγνώριση των καταστάσεων κινδύνου και τον κατάλληλο συντονισμό των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την άμεση αποστολή κατάλληλων μονάδων έρευνας και διάσωσης για την παροχή βοήθειας σε άτομα σε κίνδυνο στη θάλασσα – ανεξαρτήτως εθνικότητας, καθεστώτος ή συνθηκών εύρεσής τους – και την έκδοση εντολών στις μονάδες που βρίσκονται επί τόπου να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια των ενδιαφερόμενων προσώπων και να αποφύγουν ενέργειες που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την κατάστασή τους ή να αυξήσουν τις πιθανότητες τραυματισμού ή απώλειας ζωής.
Ποινικοποίηση των ανθρωπιστών και μεταναστών – «Προβληματικός και χαλαρός ο νομικός ορισμός της διακίνησης»
Aκόμη, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα, πολλοί από τους μη κρατικούς συνομιλητές του περιέγραψαν έναν ανησυχητικό συνδυασμό δυσκίνητων διοικητικών διαδικασιών, ποινικών διώξεων σε βάρος υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μελών ή εθελοντών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, αρνητικής ρητορικής που ταυτίζει τις ΜΚΟ με εγκληματικές οργανώσεις, καθώς και φθίνουσας κάλυψης των θεμάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα μεγάλα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Ο Επίτροπος συζήτησε το ζήτημα της ποινικοποίησης των μεταναστών και της δικαστικής παρενόχλησης των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τις αρχές, οι οποίες εξέφρασαν την ανησυχία τους για την υποτιθέμενη εγγύτητα ορισμένων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών με δίκτυα διακίνησης ανθρώπων. Ο Επίτροπος αναγνωρίζει ότι τα εγκλήματα που διαπράττονται από εγκληματικά δίκτυα, τα οποία αποκομίζουν κέρδη από την ανθρώπινη δυστυχία, πρέπει να αντιμετωπίζονται με το πλήρες εύρος του νόμου. Ωστόσο, τονίζει ότι οι αιτούντες άσυλο, οι μετανάστες και οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που τους στηρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τους διακινητές.
Όπως τόνισε και στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για τη Διακίνηση Μεταναστών, η δίωξη ανθρωπιστικών και υπερασπιστικών δράσεων εγείρει ζητήματα που σχετίζονται με τον τρόπο που ορίζεται η έννοια της διακίνησης. Η δίωξη ανθρώπων –συμπεριλαμβανομένων μεταναστών και αιτούντων άσυλο– που δεν έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα, έχει καταστεί δυνατή μέσω χαλαρών νομικών ορισμών της διακίνησης, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν ως συστατικό στοιχείο του εγκλήματος το οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος, το οποίο όμως αποτελεί κεντρικό στοιχείο του ορισμού της διακίνησης στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο.
Τον Μάρτιο του 2023, η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετά την επίσκεψή της στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2022, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:
«Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προωθούν και προστατεύουν τα δικαιώματα μεταναστών, αιτούντων άσυλο και προσφύγων – συμπεριλαμβανομένων δικηγόρων, ανθρωπιστικών εργαζομένων, εθελοντών και δημοσιογράφων – έχουν υποστεί δυσφημιστικές εκστρατείες, μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό περιβάλλον, απειλές και επιθέσεις, καθώς και κατάχρηση του ποινικού δικαίου σε βαθμό σοκαριστικό».
Η στοχοποίηση δημοσιογράφων που καλύπτουν ζητήματα προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα επισημάνθηκε επίσης στον Επίτροπο από επαγγελματίες του Τύπου, οι οποίοι ανέφεραν ότι αρκετοί έχουν δεχθεί ύβρεις, συκοφαντίες και παρενόχληση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξαιτίας των ρεπορτάζ τους, συμπεριλαμβανομένων ρεπορτάζ για επαναπροωθήσεις.
«Να τερματιστεί κάθε μορφή ποινικοποίησης ή καταστολής»
Ο Επίτροπος συστήνει στις ελληνικές αρχές να:
- Αναγνωρίσουν τον ρόλο και το έργο της κοινωνίας των πολιτών και των μέσων ενημέρωσης και να στηρίξουν τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύουν τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος στο οποίο οι δημοσιογράφοι, οι ακτιβιστές και τα άλλα μέλη της κοινωνίας των πολιτών μπορούν να ασκούν το έργο τους ελεύθερα και χωρίς εμπόδια.
- Διασφαλίσουν ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, και ιδιαίτερα όσες διαθέτουν άμεση γνώση της κατάστασης των αιτούντων άσυλο και μεταναστών και των συναφών ανησυχιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμμετέχουν επαρκώς στις διαδικασίες παρακολούθησης και λογοδοσίας.
- Τερματίσουν κάθε μορφή ποινικοποίησης ή καταστολής των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που παρέχουν βοήθεια σε αιτούντες άσυλο και μετανάστες, να απέχουν από εμπρηστική ή στιγματιστική ρητορική σχετικά με τον ρόλο τους και να επικοινωνούν δημόσια ότι η άσκηση κριτικής στις κυβερνητικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της υπεράσπισης, των δημόσιων εκστρατειών και της δικαστικής προσφυγής, αποτελεί απολύτως νόμιμη δραστηριότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία.
- Τερματίσουν κάθε μορφή ποινικοποίησης των αιτούντων άσυλο και μεταναστών, μεταξύ άλλων μέσω της υιοθέτησης ενός ορισμού της διακίνησης που να συμμορφώνεται με το Πρωτόκολλο του Παλέρμο.
- Διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία της ελευθερίας του Τύπου, να αποτρέπουν τη χρήση δικαστικών διαδικασιών για εκφοβισμό ή φίμωση των επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης και να προάγουν ανοιχτό διάλογο με τα μέσα ενημέρωσης, με πλήρη σεβασμό της ανεξαρτησίας τους.