«Χρειάζεται πολλή δουλειά προτού μπορέσουμε να παρουσιάσουμε ένα σχέδιο για την Ελλάδα στο συμβούλιο του ΔΝΤ» τόνισε η Κρ. Λαγκάρντ αμέσως μετά τη συνάντηση με την καγκελάριο Μέρκελ, ενώ συμπλήρωσε ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να βρουν κοινή γραμμή για την Ελλάδα.
Παράλληλα, επιχείρησε να παρουσιαστεί πιο αισιόδοξη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αποδεχόμενη εμμέσως τη γερμανική θέση για εξέταση του ζητήματος του χρέους μετά την εφαρμογή του προγράμματος, και με προσανατολισμό την αναδιάρθρωσή του και όχι ένα ενδεχόμενο κούρεμα, όπως προέτασσε μέχρι πρότεινος.
«Είμαστε πολύ πιο σίγουροι μετά την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα, συμφωνώντας με τους θεσμούς να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις που έχουμε ώστε να συμμετάσχουμε στο πρόγραμμα», σημείωσε η επικεφαλής του ΔΝΤ, συμπληρώνοντας πως «η Ελλάδα έχει υποστεί υπερβολική λιτότητα».
«Η γερμανική κυριαρχία στην ευρωζώνη αποτελεί παρελθόν. Η καγκελάριος διστάζει να πάρει το ρίσκο σκληρών όρων λιτότητας για την Αθήνα – κυρίως λόγω της Γαλλίας» γράφει σχετικά σε σχόλιό της η Welt την Πέμπτη. Ο αρθρογράφος σχολιάζει τον άκρως εμπιστευτικό χαρακτήρα στη συνάντηση Μέρκελ-Λαγκάρντ, καθώς και στο ακόλουθο δείπνο της καγκελαρίου με τον πρόεδρο της Κομισιόν Γιούνκερ.
Η γερμανική εφημερίδα σημειώνει, επίσης, ότι «η γερμανική κυβέρνηση επιχείρησε να συσκοτίσει την ορθή εντύπωση περί αλλαγής πολιτικής» που δόθηκε με τις δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ για «λιγότερη λιτότητα» και «περισσότερες μεταρρυθμίσεις». Ωστόσο, η γερμανική εφημερίδα συμπληρώνει πως η επέλαση της Λεπέν, μετά και την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιτάσσει υποβάθμιση της συζήτησης για την Ελλάδα.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο λοιπός γερμανικός τύπος, με την Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) να στέκεται στις πιέσεις που ασκούνται στην Λαγκάρντ, με σκοπό να ψαλιδίσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ. Στόχος της συνάντησης των Μέρκελ – Λαγκάρντ, σύμφωνα με πληροφορίες ατόμων από το περιβάλλον τους, ήταν όπως και στο παρελθόν «να επιλύσουν την αναδυόμενη ελληνική κρίση πριν να μπορέσει να κλιμακωθεί» γράφει η Handelsblatt.
Συμμετοχή του ΔΝΤ ή μη;
«Οι συνθήκες όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις δείχνουν καλές», σημείωσε μετά τη συνάντηση με τη Αγκ. Μέρκελ, στρέφοντας το βλέμμα στον ίδιο προσανατολισμό με τη Γερμανία.
Όσον αφορά στην αναδιάρθρωση του χρέους, είπε ότι έχει ήδη συζητηθεί επί της αρχής μεταξύ της Αθήνας και των δανειστών. «Προφανώς, το δεύτερο σκέλος είναι το επίπεδο χρέους που μπορεί να αντέξει η χώρα και η ορθή αναδιάρθρωσή του. Ο όγκος της αναδιάρθρωσης θα εξαρτηθεί ξεκάθαρα από το πόσες μεταρρυθμίσεις έχουν υλοποιηθεί, πόση πρόοδος έχει υπάρξει και πόσο ισχυρή είναι η ελληνική οικονομία στο τέλος του προγράμματος».
Πλέον, μένει να φανεί πως εννοεί το Ταμείο αυτή τη νέα «μετριοπάθεια» που εμφανίζει απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα, και πρωτίστως, τι προτίθεται να κάνει με τη συμμετοχή του σε αυτό. Υπενθυμίζεται πως, παρά τις αποφάσεις του Eurogroup της Δευτέρας και το ραντεβού Μέρκελ- Λαγκάρντ, οι απαιτήσεις από πλευράς Γερμανίας για συμμετοχή του ΔΝΤ παραμένουν ενόψη της εκταμίευσης της δόσης του Ιουλίου που ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε περίπτωση που το ΔΝΤ επιμείνει στη στάση αναμονής, περιμένοντας να κρίνει και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, θα βρεθεί στη θέση να υπερασπιστεί μία ακόμα εκταμίευση δόσης χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Κάτι που, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, ενδέχεται να πυροδοτήσει νέες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού. Σημειώνεται πως, μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε εκ νέου να δημιουργήσει καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Πάντως, τη διαφαινόμενη αλλαγή του κλίματος μοιάζει ήδη να επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το αντίπαλο SPD, που εμφανίζεται αποφασισμένο να χαλαρώσει τη λιτότητα στην Ελλάδα, σε περίπτωση ανάληψης της κυβέρνησης.
«Οι Έλληνες έπρεπε να κάνουν τεράστιες μεταρρυθμίσεις, ασκώντας μεγάλη πίεση στους απλούς ανθρώπους», δήλωσε ο Ραλφ Στέγκνερ, αναπληρωτής πρόεδρος του SPD και σύμμαχος του υποψήφιου καγκελάριου του κόμματος Μάρτιν Σουλτς, σημειώνοντας ότι η Αθήνα έχει επιτύχει πλεονάσματα. «Ωστόσο, αυτά δεν είναι αρκετά για τον Σόιμπλε. Υπάρχει μία εντελώς διαφορετική στάση του SPD σε αυτό», τόνισε ο ίδιος.