των Γεωργίας Κριεμπάρδη και Θάνου Καμήλαλη

Οι Survivors 2 είναι μία ομάδα παρέμβασης, τα μέλη της οποίας είναι πρώην και νυν ωφελούμενοι της κλινικής αποκατάστασης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα για θύματα βασανιστηρίων στην Αθήνα. Η ομάδα δημιουργήθηκε με σκοπό την ευαισθητοποίηση για τα δικαιώματα και την αναγνώριση των προσφύγων-θυμάτων βασανιστηρίων και βάναυσης ή απάνθρωπης μεταχείρισης που ζουν στην Ελλάδα, ενώ συνολικά από την ομάδα έχουν περάσει πάνω από 40 επιζώντες και επιζώσες.

«Είναι όλοι πρώην και νυν ασθενείς μας, κάνουμε παρεμβάσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης και σε σχετικά συνέδρια. Παρά τις προκλήσεις που υφίστανται καθημερινά και όσον αφορά την ένταξη και την καθημερινότητα τους, μαθαίνουμε κι εμείς από αυτούς , τι σημαίνει να είσαι θύμα βίας. Είναι experts by experience», εξηγεί στη TPP η Λίζα Παπαδημητρίου, υπεύθυνη συνηγορίας των Γιατρών Xωρίς Σύνορα σε Αθήνα και Λέσβο.

«Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι μιλάμε εμείς για τους άλλους. Μόνο ένα θύμα είναι εκείνο που ξέρει τι σημαίνει να είσαι θύμα βασανιστηρίων».

Ένα από τα μέλη της ομάδας που βρίσκει πλέον τη δύναμη να μιλήσει για όσα έζησε, είναι ο 36χρονος Τεράνς, με καταγωγή από το Κονγκό, δικηγόρος στην πατρίδα του. Το ΤPP συνομίλησε μαζί του, στην κλινική αποκατάστασης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, ζητώντας του να περιγράψει έναν αγώνα που κράτησε τέσσερα χρόνια, για κάτι στοιχειώδες, την προστασία. Η εξιστόρηση τέτοιων γεγονότων, πολλά από τα οποία προκάλεσαν επανατραυματισμό σε άτομα που έχουν υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση και προσπαθούν να κοιτάξουν μπροστά, είναι μία ευαίσθητη διαδικασία.

H είσοδος της κλινικής για την αποκατάσταση θυμάτων βασανιστηρίων των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Αθήνα. (φωτογραφία αρχείου) ©Albert Masias

 

«Απλά περιμένεις να πεθάνεις»

«Πήρα την απόφαση να φύγω από τη χώρα μου τον Φεβρουάριο του 2017. Δεν περίμενα ότι θα αντιμετώπιζα όλες αυτές τις κακουχίες στο ταξίδι για την Ευρώπη και μετά στην Ελλάδα. Γιατί απλά ζητούσα προστασία» εξηγεί στην αρχή ο Τεράνς, που ταξίδεψε στην Τουρκία και από εκεί πέρασε με βάρκα το Αιγαίο, φτάνοντας στη Λέσβο. Δηλαδή, βρέθηκε γρήγορα στην «ντροπή της Ευρώπης», τη Μόρια. Πριν μπορέσει να πει οτιδήποτε στις ελληνικές αρχές, βρέθηκε φυλακισμένος σε ένα «κελί» 100 και πλέον ατόμων.

«Όταν έφτασα στην Ελλάδα, μας έβαλαν σε ένα προσωρινό κέντρο κράτησης, μέσα στη Μόρια. Μας κράτησαν σε έναν μεγάλο θάλαμο, πάνω από 100 άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι μαζί. Δεν μπορούσαμε να έχουμε επικοινωνία με κανέναν εκτός του δωματίου αυτού και δεν μας έδωσαν καμία ενημέρωση για τη διαδικασία ασύλου, για το πού θα πάμε μετά. Μας φρουρούσαν αστυνομικοί και μας απαγόρευαν να βγούμε έξω χωρίς άδεια. Για να πας τουαλέτα ή για να κάνεις μπάνιο έπρεπε να έχεις άδεια από την αστυνομία, ενώ οι αστυνομικοί μάς μοίραζαν φαγητό και νερό. Δεν είχαμε καμία ιατρική περίθαλψη, δεν υπήρχε γιατρός. Ήταν σαν φυλακή. Μείναμε εκεί μία εβδομάδα» δηλώνει.

«Στη Μόρια εκτός από τον χώρο ευρύτερης στέγασης, υπήρχαν και εντός του ΚΥΤ υπηρεσίες της Frontex, αστυνομία, υπάλληλοι, κοινωνικό κλιμάκιο και μέσα σ’ αυτή την περιοχή έρχονταν και οι νέες αφίξεις που ετίθεντο σε περιορισμό» εξηγεί η Λίζα Παπαδημητρίου. «Τους κλείδωναν μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ταυτοποίησης στον χώρο. Εκεί έπρεπε να γίνεται η ενημέρωση τους: πού θα πάνε, τι διαδικασίες χρειάζονται, πρόσβαση σε υπηρεσίες. Αυτό το σύστημα δεν λειτούργησε ποτέ. Οι άνθρωποι που έρχονται έχουν υποστεί το σοκ του ταξιδίου, μέσα σε μια βάρκα στο Αιγαίο κι αυτό είναι από μόνο του μια τραυματική εμπειρία. Φτάνουν βρεγμένοι, τρομαγμένοι διότι δεν ξέρουν τι θα τους συμβεί και τίθενται υπό κράτηση μέσα σ’ αυτό τον χώρο που περιέγραψε ο Τεράνς. Εκεί γίνεται μια πεντάλεπτη υποτυπώδης ενημέρωση, είναι πολλοί άνθρωποι από διαφορετικές χώρες και καλούνται να ανταποκριθούν σ’ αυτή τη διαδικασία, με αποτυπώματα, φωτογραφίες, ταυτοποίηση ταυτοτήτων, περιμένοντας την έκδοση των απαραίτητων εγγράφων για να μπουν στη διαδικασία του ασύλου».

«Μετά από την ταυτοποίηση, απλά μας άφησαν να βγούμε έξω και να μείνουμε στη Μόρια. Έπρεπε να βρούμε μόνοι μας το πού θα μείνουμε στο camp» συνεχίζει ο Τεράνς. Έμεινε στη Μόρια για έναν χρόνο, μεταξύ 2017 και 2018. «Δεν ήρθα στην Ευρώπη για μία καλύτερη ζωή. Έψαχνα απλά προστασία» επαναλαμβάνει.

«Στην πατρίδα μου δούλευα κανονικά ως δικηγόρος. Όταν έφτασα και άρχισα να ζω στη Μόρια όμως, έχασα κάθε ελπίδα. Οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες, υπήρχε βία, από την αστυνομία και συγκρούσεις μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές εθνικότητες. Οι διαδικασίες ασύλου ήταν μακροχρόνιες, πέρασα πέντε διαφορετικές συνεντεύξεις. Δεν είχαμε καμία πρόσβαση σε νομική βοήθεια. Υπήρχαν ουρές για τα πάντα, από το πρωί, για μπάνιο, για φαγητό. Ήμασταν εκτεθειμένοι σε διάφορες αρρώστιες χωρίς καμία προστασία και περίθαλψη, λόγω της απουσίας συνθηκών υγιεινής. Η Μόρια για εμένα ήταν σαν ένας θάλαμος αναμονής για να πεθάνεις. Απλά περιμένεις να πεθάνεις»

«Το τραύμα είναι σαν μια ντουλάπα κλειστή με ρούχα ατάκτως τοποθετημένα»

Ο Τεράνς δεν είναι ο μόνος. Ένας από τους λόγους που οδήγησαν τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα να δημιουργήσουν αυτήν τη ειδική κλινική αποκατάστασης είναι διεθνείς έρευνες που αναφέρουν ότι από τους μετακινούμενους πληθυσμούς μετανάστευσης, το ποσοστό των ατόμων που έχει υποστεί βία, κακομεταχείριση και βασανιστήρια μπορεί να φτάνει ακόμα και το 35%. Οι συνθήκες στα camps, προκαλούν σε αυτούς τους ανθρώπους συνεχή επανατραυματισμό.

Η Λίζα Παπαδημητρίου χρησιμοποιεί έναν απλό παραλληλισμό. «Το τραύμα είναι σαν μια ντουλάπα κλειστή με ρούχα ατάκτως τοποθετημένα. Αυτό που συμβαίνει στα νησιά είναι ότι πετάμε κι άλλα ρούχα από πάνω. Και όταν ανοίξεις τη ντουλάπα πέφτουν όλα».

«Έχουμε παρατηρήσει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην αποκατάσταση στα θύματα βίας είναι οι συνέπειες που επιφέρει η μη αναγνώρισή τους. Η πρώτη συνέπεια είναι ότι δεν έχουν πρόσβαση σε ειδικές συνθήκες υποδοχής όποτε στην πλειοψηφία τους οι ασθενείς έχουν παραμείνει για πολύ μεγάλο διάστημα σε camps στα νησιά, όπου υφίστανται διαρκή επανατραυματισμό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να δεις το τραύμα χωρίς να έχεις λύσει όλα τα επιμέρους ζητήματα που δημιουργούν επανατραυματισμό» εξηγεί η ίδια, προσθέτοντας πως «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ανοίξεις το τραύμα χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες ασφάλειας, γιατί θα συμβεί μεγαλύτερο κακό. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν υποστεί βασανιστήρια και στη χώρα τους και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Έρχονται στην Ελλάδα αναζητώντας προστασία και ασφάλεια και το πρώτο που τους συμβαίνει είναι να τίθενται υπό κράτηση».

«Το δεύτερο πρόβλημα είναι μια εμμονή να μεγαλώσουν τα κέντρα κράτησης στα νησιά» συνεχίζει σχολιάζοντας τα νέα κλειστά κέντρα ή ελεγχόμενα ή πολλαπλών χρήσεων, όπως η κυβέρνηση τα βάφτισε. «Παρουσιάζονται σαν κάτι καινούργιο. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι ακριβώς αντίστοιχα της Μοριάς»

Από ιατρικής άποψης χρειάζεται χρόνος και συγκεκριμένες συνθήκες, ώστε να διαπιστωθεί η ευαλωτότητα των ασθενών. «Χρειάζονται τουλάχιστον 3-4 συνεδρίες με τον ψυχολόγο για να προβεί σε διάγνωση και ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με βασανιστήρια. Είναι και θέμα εμπιστοσύνης, να νιώθει άνετα ο ασθενής και ασφαλής, να νιώσει ότι εκεί που βρίσκεται θα του φερθούν με αξιοπρέπεια, γιατί το βασανιστήριο είναι ακραίος ανθρώπινος πόνος που έχει προκληθεί από άλλους ανθρώπους» επισημαίνει η υπεύθυνη Συνηγορίας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. «Ένας από τους λόγους που δε θέλουμε να παρέχουμε υπηρεσίες ψυχικής υγείας μέσα στο ΚΥΤ είναι γιατί είναι αδύνατον να νιώσει ο άνθρωπος ασφαλής -και να πει στον γιατρό πράγματα για τα οποία πολλοί αισθάνονται ντροπή».

Σε συνεργασία με το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και το Κέντρο Ημέρας ΒΑΒΕΛ, η ομάδα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα που εργάζεται στην κλινική για την αποκατάσταση θυμάτων βασανιστηρίων παρέχει ιατρική υποστήριξη, ψυχολογική, κοινωνική και ψυχιατρική βοήθεια καθώς και νομική υποστήριξη. (φωτογραφία αρχείου) ©Albert Masias

 

«Είναι πολύ ακραίες μορφές βίας, διαλύεται το υποκείμενο» συμπληρώνει και μιλάει για εκείνα τα περιστατικά που δύσκολα θα ξεχάσει. Μιλά για τις ουλές στα σώματα των ασθενών που χαράχτηκαν και στο δικό της μυαλό.

«Το ψυχικό τραύμα είναι αυτό που δε φαίνεται τόσο πολύ αλλά έχουμε δει και περιπτώσεις που υπήρχαν εμφανή σημάδια στο σώμα του επιζώντος. Θυμάμαι μια περίπτωση ασθενούς που τον είχαν κρεμάσει από τα πλευρά με γάντζους. Αυτό εκτός από τον σωματικό πόνο, είναι και χρόνιος ψυχικός» αφηγείται και τονίζει πως το σώμα δεν αφήνει τον νου να ξεχάσει εύκολα. «Η ύπαρξη εμφανών ουλών υπενθυμίζει διαρκώς στον επιζώντα τι του έχει συμβεί, δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό» εξηγεί.

«Το πιο κλασικό σύμπτωμα είναι το complex PTSD, δηλαδή διαταραχή μετατραυματικού στρες, το οποίο σχετίζεται με βία. Συνήθως βέβαια τα συμπτώματα είναι πιο πολύπλοκα, όπως κατάθλιψη, συμπτώματα αντιδραστικής συμπεριφοράς και αναβίωσης στη μνήμη όσων έζησε ο ασθενής. Εφιάλτες, δυσλειτουργίες του ύπνου… Είχαμε περιστατικό ασθενούς ο οποίος νοσηλεύτηκε στα επείγοντα νοσοκομείου τέσσερις φορές γιατί επέμενε η Υπηρεσία Ασύλου να του επιδίδει κλήσεις, ενώ ήταν  ευάλωτος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η κατάσταση του να επιδεινωθεί, εκεί που έπαιρνε μια αγωγή, αυτή διπλασιάστηκε, επανήλθαν οι αναβιώσεις των περιστατικών και όλα τα συμπτώματα ψυχικής υγείας και κατέρρευσε κατά τη διαδικασία της συνέντευξης. Σε μια περίπτωση υπάλληλος πήγε να επιδώσει κλήση σε νέα συνέντευξη μέσα στο ασθενοφόρο».

«Να παλέψουμε όλοι μαζί, εμείς οι πρόσφυγες, εσείς οι δημοσιογράφοι, όλη η κοινωνία»

«Οι άνθρωποι που βρίσκονται στα καμπ στα νησιά, δεν επιτρέπεται να φύγουν από τα νησιά, λόγω των γεωγραφικών περιορισμών που έχουν επιβληθεί. Δεν μπορείς να φύγεις από τα νησιά μέχρι να αναγνωριστείς ως πρόσφυγας» σημειώνει ο Τεράνς, υπενθυμίζοντας το καθεστώς που εδώ και πολλά χρόνια φυλακίζει πολλές χιλιάδες προσφύγων σε μερικά ελληνικά νησιά. Στο σύνολο της Επικράτειας και του ελληνικού πληθυσμού, ο αριθμός είναι αμελητέος, αλλά η μετατροπή συγκεκριμένων περιοχών της χώρας σε αποθήκες ψυχών, με ευρωπαϊκή μάλιστα χρηματοδότηση δεκάδων εκατομμυρίων, τόσο για την ανέγερση δομών όσο και για την περιφρούρηση των συνόρων, φέρνει απανθρωπιά, πόνο, παραβιάσεις στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατ’ εξακολούθηση και εντάσεις στις τοπικές κοινωνίες.

«Στη Λέσβο, συνάντησα τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, στην κλινική που διατηρούσαν στη Μυτιλήνη. Ξεκίνησα εκεί, για πρώτη φορά, θεραπείες και αναγνωρίστηκα, με μία αναλυτική ιατρική έκθεση, ως θύμα βασανιστηρίων. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να καταθέσω τα χαρτιά στην Υπηρεσία Ασύλου και να αναγνωριστώ επίσημα ως θύμα βασανιστηρίων που αιτείται διεθνούς προστασίας. Έτσι, μπόρεσα να φύγω από τη Μυτιλήνη και να έρθω στην Αθήνα. Όταν μπόρεσα να φύγω από τη Λέσβο, κέρδισα ξανά την ελπίδα μου»

Οι κακουχίες και τα εμπόδια όμως δεν σταμάτησαν. Μπορεί η Μόρια να είχε συγκεντρώσει, μέχρι την πυρκαγιά, τα φώτα του διεθνούς Τύπου, ίσως και ως σκιάχτρο για όσους θα αποτολμούσαν στη συνέχεια το πέρασμα στην Ευρώπη, αλλά στα camps της ενδοχώρας η κατάσταση δεν είναι και δεν ήταν ποτέ πολύ καλύτερη. «Όταν έφτασα στην Αθήνα, στην αρχή βρέθηκα σε ένα ξενοδοχείο στον Μαραθώνα και στη συνέχεια μας έστειλαν σε ένα άλλο καμπ, στα Οινόφυτα. Εκεί η κατάσταση ήταν σαν τη Μόρια, γιατί υπάρχουν πολλά εργοστάσια και ήμασταν εκτεθειμένοι στον καπνό. Κι εκεί υπήρχαν ουρές από το πρωί για τα πάντα, ενώ κοιμόμασταν σε εγκαταλειμμένα κτίρια, τέσσερα και πέντε άτομα μαζί σε ένα δωμάτιο».

Ο Τεράνς μιλάει τώρα, έχοντας ολοκληρώσει σχεδόν την Οδύσσειά του. Βρίσκεται, επιζών στο τέλος μιας ανθρώπινης και πανευρωπαϊκής τραγωδίας. Χιλιάδες όμως βρίσκονται αυτήν τη στιγμή σε προηγούμενο στάδιο, σε Λαιστρυγόνες και σε Κύκλωπες, την ώρα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχωράει κανονικά το σχέδιό της για κλειστά κέντρα κράτησης, σε νησιά και ενδοχώρα, «θάβοντάς» το κάτω από την πανδημία. «Οι μεγαλύτερες δομές θα επιφέρουν περισσότεροι δυστυχία» τονίζουν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, στέλνοντας και ανοιχτή επιστολή πριν λίγες μέρες, ξανά στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Είχε προηγηθεί η νέα έκθεση της οργάνωσης, με τίτλο «Θεμελιώνοντας την κρίση στα ελληνικά σύνορα», τα στοιχεία της οποίας είναι για ακόμα μία φορά συνταρακτικά. Σύμφωνα με αυτήν, σε 456 ανήλθαν τα παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα υγείας, που διαμένουν στο ΚΥΤ της Λέσβου, κατά το 2019 και το 2020, ενώ από το 2019 οι ΓΧΣ περιέθαλψαν 325 επιζώντες σεξουαλικής βίας στη Σάμο, τη Λέσβο και τη Χίο. Κατά το 2019 και 2020 επίσης οι κλινικές ψυχικής υγείας της οργάνωσης στη Χίο, τη Λέσβο και τη Σάμο αναφέρουν ότι περιέθαλψαν περισσότερους από 180 ασθενείς που είχαν αυτοτραυματιστεί ή είχαν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Συνολικά, οι κλινικές αυτές περιέθαλψαν συνολικά 1.369 ασθενείς, πολλοί από τους οποίους υπέφεραν από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως μετατραυματικό στρες και κατάθλιψη.

©Anna Pantelia/MSF

Τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή του στη Λέσβο, ο Τεράνς πήρε άσυλο. Τα προβλήματα όμως, για όσους και όσες κατορθώνουν να φτάσουν σε αυτό το στάδιο, δεν σταματούν ούτε εδώ. Με τον νέο νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, από την 1η Ιουνίου του 2020, οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες αναγκάζονται να αφήσουν τα διαμερίσματα του προγράμματος ΕΣΤΙΑ, τις δομές φιλοξενίας και τα ξενοδοχεία, όπου διαμένουν, μόλις έναν μήνα αφού λάβουν τα έγγραφά τους που πιστοποιούν τη διεθνή προστασία. Δηλαδή μόλις σε έναν μήνα από την αναγνώρισή τους επίσημα ως πρόσφυγες, το ελληνικό κράτος θεωρεί αυτούς τους ανθρώπους έτοιμους να βρουν σπίτι και να ενταχθούν σε μία ελληνική κοινωνία που δεν ακολουθεί καμία πολιτική ένταξης και ενσωμάτωσης.

«Σε προσωπικό επίπεδο, προσπαθώ να ενταχθώ στην ελληνική κοινωνία και να ζήσω μία κανονική ζωή» απαντάει ο Τεράνς σε ερώτηση για τα σχέδια του για το μέλλον. Αλλά αυτή η απάντηση, η επί προσωπικού, έπεται των αναφορών του στην πολιτική – κοινωνική δράση. Στους Survivors στον αγώνα τους να κλείσουν μια για πάντα τα κέντρα κράτησης και να αναγνωριστούν οι αιτούντες άσυλο ως άνθρωποι με δικαιώματα.

Να κλείσει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα δηλαδή, το μεγάλο, συλλογικό και πολυεπίπεδο, τραύμα:

«Είμαι μέλος μιας ομάδας που λέγεται Survivors 2. Παλεύουμε για τη νομική αναγνώριση των προσφύγων εδώ στην Ελλάδα, το κλείσιμο των προσφυγικών καμπ και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο, με την εφαρμογή του διεθνούς Δικαίου. Οι πρόσφυγες είναι άνθρωποι καταρτισμένοι, με πολλές δυνατότητες, που μπορούν να προσφέρουν στην Ελλάδα.

Θα πρέπει να παλέψουμε όλοι μαζί, εμείς οι πρόσφυγες, εσείς οι δημοσιογράφοι, οι δικηγόροι, όλη η ελληνική κοινωνία, ενάντια στα νέα κλειστά κέντρα κράτησης, ενάντια στο χτίσιμο νέων κέντρων κράτησης και τον περιορισμό των προσφύγων εκεί, ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση τον έμπρακτο σεβασμό της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».