της Νεκταρίας Ψαράκη

Το TPP συνάντησε τους Abu Ale και Adnan*. Και οι δύο πρόσφυγες από τη Συρία, περίπου 30 ετών. Συνταξιδιώτες, κάθονταν δίπλα δίπλα στο αλιευτικό πλοίο του θανάτου. Τους γνωρίσαμε και μας διηγήθηκαν λεπτό προς λεπτό το ταξίδι. Μας μίλησαν για τους δύο μήνες κόλασης και εγκλεισμού στα χέρια των πάμπλουτων διακινητών στη Λιβύη μέχρι την ώρα του απόπλου, την εξαπάτηση σχετικά με τις συνθήκες του ταξιδιού, τις ημέρες πείνας και δίψας μέσα στο αλιευτικό σκάφος, τις απεγνωσμένες προσπάθειές τους να διασωθούν, «με συνεχή μηνύματα στο SOS, με παρακάλια στο εμπορικό πλοίο και το τάνκερ που τους πλησίασαν και δε διέσωσαν, αλλά έδωσαν νερό και φαγητό». Ακόμη, μας περιγράφουν τις συνθήκες του ναυαγίου. Μιλούν για δύο απόπειρες ρυμούλκησης του προσφυγικού πλοίου από το Ελληνικό Λιμενικό. «Η μία με δέσιμο του σχοινιού από τη μέση του πλοίου της ακτοφυλακής, και η δεύτερη από τη γωνία», η οποία όπως καταγγέλλουν ήταν και η μοιραία. Διηγούνται τον τρόπο που κατάφεραν και επιβίωσαν, ενώ καταλήγουν σύμφωνα με τα βιώματά τους και την κρίση τους στο ίδιο συμπέρασμα: «Το ναυάγιο ήταν ευθύνη της Ελληνικής Ακτοφυλακής 100%». Περιγράφουν και την Οδύσσεια που τους περίμενε στην ελληνική στεριά. Ούτε ο Abu Ale ούτε ο Adnan ήθελαν να προχωρήσουν σε αίτηση ασύλου στη χώρα μας. Ήθελαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο επανένωσης με τις οικογένειές τους στις χώρες της Ευρώπης. «Μας απείλησαν. Μας ανάγκασαν να κάνουμε την αίτηση ασύλου εδώ», αναφέρουν.

Η πρώτη διαδρομή της προσφυγιάς – «Κλεισμένοι δύο μήνες σε κτίριο των διακινητών στη Λιβύη»

Η ιστορία τους για το λόγο που επέλεξαν τον δρόμο της προσφυγιάς μοιάζει με πολλών νεαρών ανδρών κατατρεγμένων από τη Συρία: πόλεμος και εξαναγκαστική στρατολόγηση. «Ή θα έμπαινα στο στρατό και θα σκότωνα τους ανθρώπους μου, ή θα έφευγα», λέει ο Abu Ale. «Φοβόμουν ότι θα σκοτωθώ. Στο στρατό γίνεσαι δολοφόνος και δεν κάθεσαι απλώς για ένα με δύο χρόνια. Βγαίνεις ή επειδή έπεσες νεκρός, ή χωρίς χέρια και πόδια. Υπάρχουν άνθρωποι που υπηρετούν για περισσότερα από 10 χρόνια. Όταν επιτέλους τους επιτρέψουν να αποστρατευθούν, έχουν χάσει μέλος του σώματός τους», προσθέτει ο Adnan. Ταυτόχρονα, η ζωή τους βρισκόταν σε κίνδυνο. Και οι δύο ορφανοί από πατέρα, αναγκασμένοι να ζουν καθημερινά στον τρόμο. Ο Abu Ale σήμερα, που γνωρίζει πολύ καλά την κατάληξη αυτού του ταξιδιού, ακόμη και τώρα, που γνωρίζει ότι από τύχη ζει, που βιώνει τις τραγικές αναμνήσεις ξανά και ξανά μόλις πέσει η νύχτα στο μαξιλάρι του, δηλώνει με σιγουριά: «Θα το ξαναέκανα. Αφού ή θα πέθαινα στο νερό, ή στον πόλεμο», μαρτυρώντας με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο το στόχο: Ταξίδι προς την Ελευθερία, με κάθε κόστος.

Η διαδρομή Λιβύη – Ιταλία επιλέχθηκε -σύμφωνα με τα όσα διηγούνται – για δύο λόγους. «Για να πάω Τουρκία θα έπρεπε να περάσω πολλές στρατιωτικές ζώνες, όπου επιχειρούν το ISIS και άλλοι. Όταν ήμουν στη Συρία άκουγα για τις επαναπροωθήσεις που κάνει η Ελλάδα. Μέχρι και οι εφημερίδες έγραφαν ότι η ελληνική κυβέρνηση χτυπά και κακομεταχειρίζεται πρόσφυγες. Επίσης, ούτε η Τουρκία μας υποδέχεται», ανέφερε ο Abu Ale.

Όπως διηγείται ο Abu Ale, το ταξίδι του για την Ευρώπη ξεκίνησε στις 12 Απριλίου, όταν έφτασε οδικώς στο Λίβανο. Από εκεί πήρε αεροπλάνο για την Αίγυπτο, και δεύτερη πτήση για τη Λιβύη. «Αυτό το ταξίδι μου κόστισε 1.500 ευρώ, και από τη Λιβύη για Ευρώπη, άλλα 4.500 ευρώ», περιγράφει. Ένας γνωστός του από τη Συρία του είχε μιλήσει για έναν διακινητή που κάνει ταξίδια από τη Λιβύη στην Ιταλία. «Αυτός ο διακινητής το είχε ξανακάνει το ταξίδι και είχε πετύχει», αναφέρει.

«Μόλις προσγειώθηκα στη Λιβύη, βρήκα έναν άνθρωπο που δούλευε στο αεροδρόμιο, στην υπηρεσία καθαριότητας. Εκείνος παρέλαβε εμένα και άλλους 23 ανθρώπους και μας πήγε σπίτι του, στο Τομπρούκ, και μας πήραν τα διαβατήρια. Ήταν ένα ολόκληρο κτίριο στο οποίο ήταν 210 άτομα μέσα. Σε ένα μικρό διαμέρισμα ήμασταν 15 άτομα. Πληρώναμε μάλιστα για να μένουμε εκεί. Ήταν μέσα στην τιμή των 4.500 ευρώ. Δεν μας άφηναν να βγούμε έξω. Κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε εν αλλάξ, με σειρά. Νερό και φαγητό μας έφερναν άλλοι. Εμείς νομίζαμε ότι θα ξεκινήσουμε το ταξίδι την επομένη. Άλλοι πρόσφυγες που το είχαν κάνει στο παρελθόν, μας είχαν πει ότι ενδέχεται να μείνουμε στο σπίτι αυτό μία εβδομάδα μαξ. Όμως εμείς καταλήξαμε να μένουμε εκεί δύο μήνες. Είχαν βάλει έναν σεκιουριτά από την Αίγυπτο στην είσοδο. Κάποιες φορές ήταν οπλισμένος. Θυμάμαι, ένας άνθρωπος προσπάθησε να βγει μία μέρα από το σπίτι. Τον έσπρωξαν και τον χτύπησαν πολύ άσχημα. Κάποιος μας χτυπούσε καθημερινά αν κάναμε φασαρία. Δεν είχαμε καν κινητά, δεν ξέραμε ακριβώς τι ημερομηνία ήταν. Στις 8 Ιουνίου το απόγευμα, μας έβγαλαν από το κτίριο και μας πήγαν σε ένα παλιό σπίτι, εγκαταλελειμμένο. Συνεχώς έρχονταν αυτοκίνητα φορτωμένα ανθρώπους. Καταλήξαμε εκεί 215 άτομα. Μετά σκοτείνιασε, και ήρθε ένα φορτηγό ψυγείο. Μας έβαλαν μέσα όλους. Ήταν δύσκολο να αναπνεύσουμε. Ήμασταν πολλοί και είχαν κλείσει τις πόρτες. Μετά από μιάμιση ώρα οδήγησης περίπου, φτάσαμε κάπου παραθαλάσσια. Περπατήσαμε μίαμιση ώρα. Και φτάσαμε στην παραλία», διηγείται ο Abu Ale.

Ο Adnan ακολούθησε τον ίδιο δρόμο για να φτάσει στη Λιβύη. Βρισκόταν κι εκείνος στο ίδιο σπίτι. «Eγώ έφτασα δύο ημέρες νωρίτερα από τον Abu Ale. Εκεί γνωριστήκαμε. Έμεινα κι εγώ εκεί δύο μήνες», προσθέτει ο Adnan.

Και οι τέσσερις του πληρώματος νεκροί – «Οι εννιά που είναι στη φυλακή δεν είναι οι διακινητές»

Όπως περιγράφει ο Abu Ale, όταν έφτασαν στην παραλία τους περίμεναν τρεις μικρές βάρκες. «Κάθε μικρή βάρκα έπαιρνε 50 ανθρώπους μέσα και μας μετέφερε σε 15 λεπτά στο μεγάλο καράβι που βρισκόταν βαθιά στη θάλασσα. Δεν ξέρω πόσες φορές πήγαν και ήρθαν οι μικρές βάρκες γιατί ήμουν στην πρώτη μεταφορά, πάντως αυτό κράτησε δύο ώρες. Η μία από τις τρεις, έκανε μόνο ένα ταξίδι γιατί μετέφερε φαγητό και νερό. Οι άλλες δύο ήταν αυτές που μετέφεραν ανθρώπους και πηγαινοέρχονταν. Όταν φτάσαμε έβαλαν τη μικρή βάρκα δίπλα στο αλιευτικό που θα μας πήγαιναν Ιταλία και δύο άντρες μας τραβούσαν και μας ανέβαζαν πάνω. Αυτοί οι δύο άντρες επέστρεψαν με τη μικρή βάρκα πίσω στο Τομπρούκ. Δεν ήταν στο ταξίδι», αναφέρει ο Abu Ale.

«Πριν δω το πλοίο, δεν είχα ιδέα με τι θα ταξιδέψω», τονίζει ο Adnan με τον Abu Ale να συμφωνεί και να προσθέτει: «Μας έλεγαν ότι θα είναι μεγάλο καράβι σε καλή κατάσταση και τελικά ήταν αυτό. Αλλά δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε πίσω γιατί είχαμε πάει εκεί με τις μικρές βάρκες. Ήμασταν 750 άτομα σύνολο. Εμένα πρώτα με έβαλαν πρώτα στο ψυγείο και μετά πλήρωσα 25 ευρώ για να με πάνε πάνω. Αυτός που πλήρωσα για να με ανεβάσει πάνω έφυγε πίσω στη Λιβύη. Εγώ όμως δεν ήξερα ότι θα φύγει, οπότε τον πλήρωσα». Όπως εξηγεί ο Adnan, η τιμή για να ανέβεις από το ψυγείο στο επάνω κατάστρωμα του πλοίου δεν ήταν συγκεκριμένη. Όλοι έδιναν ό,τι είχαν στις τσέπες τους.

Την Παρασκευή 9/06 περίπου στις 5:30 ξεκίνησε το ταξίδι. «Όταν ξεκίνησε το πλοίο να κινείται καταλάβαμε πόσο πολλοί ήμασταν. Ήμουν πολύ κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν ο καπετάνιος και άκουσα να λένε με τον βοηθό του ότι ήμασταν υπερβολικά πολλοί. Ο καπετάνιος έλεγε ότι κανείς δεν του απαντάει για να βγάλουν από το πλοίο έστω 150 άτομα. Ο καπετάνιος φορούσε κουκούλα. Οι άνθρωποι που έκρυβαν το πρόσωπό τους με κουκούλα ήταν τέσσερις, αιγυπτιακής καταγωγής. Το crew του πλοίου ήταν και οι ίδιοι πρόσφυγες. Είχαν πάρει κάποια έκπτωση από τον διακινητή που δε βρισκόταν μέσα στο πλοίο. Ήρθε ένας και μου είπε κι εγώ πρόσφυγας είμαι, το κάνω για να πάρω κι εγώ άσυλο. Εκτός από τον καπετάνιο, κουκούλα φορούσε ο βοηθός του, ένας που βρισκόταν στη μηχανή του πλοίου, και ένας που βρισκόταν στον 2ο όροφο όπου υπήρχαν δύο δωμάτια, αλλά δεν ξέρω τι έκανε γιατί εγώ ήμουν στον τρίτο όροφο», εξηγεί.

O Adnan προσθέτει: «Eγώ πιστεύω ότι αυτοί οι τέσσερις ήταν και οι ίδιοι πρόσφυγες, απλά φορούσαν τις κουκούλες για να προστατευτούν όταν φτάσουμε στην Ιταλία. Όμως, αυτοί οι τέσσερις με τις κουκούλες δεν είναι μέσα στους εννιά που έχουν πιάσει. Τους θυμάμαι και δεν τους είδα να συμμετέχουν στο crew. Η πρώτη φορά που τους είδα ήταν μέσα στο πλοίο αλλά αν δούλευαν με τους διακινητές θα φορούσαν κι εκείνοι κουκούλες. Αυτοί όμως δεν φορούσαν. Κανείς από αυτούς με τις κουκούλες δε ζει». «Αυτοί οι εννιά στη φυλακή δεν είναι υπεύθυνοι για τίποτα. Δεν είναι καν διακινητές. Ήταν οι ίδιοι πρόσφυγες. Ένας μάλιστα καθόταν ανάμεσα σε εμένα και έναν άλλο. Ήταν μεγάλη έκπληξη όταν τους είδα στη φυλακή», τονίζει ο Abu Ale.

Ημέρα 4η: Το νερό τελειώνει – «Απανωτά τα SOS, δεν επιχείρησαν διάσωση τα δύο πλοία»

Όπως διηγείται ο Abu Ale, την πρώτη μέρα το ταξίδι ήταν ομαλό. Xωρίς κανένα πρόβλημα. «Ήδη όμως το φαγητό ήταν πολύ λίγο. Μας έδιναν τρεις χουρμάδες, ένα κομμάτι ψωμί και ένα κομμάτι τυρί. Το νερό την πρώτη και τη δεύτερη μέρα ήταν αρκετό. Την τρίτη μέρα, 12/06 το νερό και το φαγητό ήταν πολύ λίγο. Όμως η μηχανή λειτουργούσε κανονικά. Ο διακινητής μας είχε πει ότι την τρίτη ημέρα θα έχουμε φτάσει Ιταλία, οπότε δεν αντιδράσαμε. Στο τέλος της τρίτης μέρας αρχίσαμε να ανησυχούμε. Ήταν μεσάνυχτα και δεν είχαμε φτάσει Ιταλία. Ήμασταν στη μέση του πουθενά. Ήρθαν και μας είπαν τη νύχτα ότι φτάνουμε το πρωί», περιγράφει.

Όμως το πρωί δεν έφτασαν. Την τέταρτη μέρα, 13/06, το νερό τελείωσε. «Υπήρχε ένα μεταλλικό κουτί κοντά στη μηχανή το οποίο συνέλεγε το βρώμικο νερό από τον κλιματισμό της μηχανής. Βγάζαμε τις μπλούζες μας και τις χρησιμοποιούσαμε σαν φίλτρα. Για να πιούμε», λέει ο Abu Ale. «Κι εγώ ήπια από τη μηχανή», είπε ο Adnan και μας έδειξε πώς έβαζε την μπλούζα του για να φιλτραριστούν όπως – όπως τα απόνερα του κλιματισμού.

Όπως περιγράφουν και οι δύο, ο καπετάνιος όταν τελείωσε το νερό δέχτηκε να στείλει SOS «όπου να’ ναι». Στην αρχή, αρνήθηκε. «Όμως πήγαν κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι και του μίλησαν και τον έπεισαν. Διάλεξε τυχαία μία οικογένεια που ήταν σε καμπίνα και έβαλε τη γυναίκα να καλέσει. Αυτό έγινε περίπου στις 8:00. Τους ανέβασαν πάνω έβγαλε το κινητό, κάλεσε, και της είπαν τις συντενταγμένες για να το πει στο SOS. Δεν μας ένοιαζε ποια ακτοφυλακή θα έρθει. Αρκεί να φεύγαμε από εκεί. Κάποιοι άνθρωποι έλεγαν ότι ακόμα και αν έρθει το Λιμενικό της Λιβύης είναι κι αυτό εντάξει. Ο διακινητής που ήταν στη Λιβύη έστελνε μηνύματα στον καπετάνιο και του έδινε εντολή να συνεχίσουμε το ταξίδι», περιγράφει. «Μας είπαν περιμένετε, θα φέρουμε ελικόπτερο», προσθέτει. Μετά την αποστολή του πρώτου SOS συνέχισαν να κινούνται, ενώ έστελναν νέο SOS συνεχώς. Στις 17:00, όπως αναφέρουν, ήρθε το μαύρο ελικόπτερο και τους τράβηξε φωτογραφία.

Μετά που έφυγε το ελικόπτερο έκανε την εμφάνισή του ένα εμπορικό πλοίο. «Κρατούσαν φαγητό και νερό και μας είπαν πλησιάστε εσείς. Πήγαμε κοντά σε αυτό το πλοίο και έστελναν τις προμήθειες σαν ρουκέτες με σχοινιά. Το πρώτο σχοινί δεν έφτασε αλλά το 2ο και το 3ο έφτασε. Έστειλαν νερό φαγητό και βενζίνη. Ο καθένας μας ήπιε μια γουλιά. Το φαΐ δεν το είδαμε. Μας είπαν ότι αυτοί είναι εδώ μόνο για αυτό. Μετά από μια ώρα ήρθε ένα τάνκερ με αμερικανική και σουηδική σημαία. Ήταν μετά τις 20:00. Είχε ηλιοβασίλεμα. Έσβησε τη μηχανή και μας είπε να πλησιάσουμε. Όταν φτάσαμε μας πέταξαν τρία σχοινιά και καταλήξαμε κολλητά στο τάνκερ. Μας έλεγαν ότι θα μας σώσουν, αλλά εκείνοι εννοούσαν ότι θα μας δώσουν νερό και φαγητό αρκετό για δύο ημέρες. Ποτέ δεν προσπάθησαν να μας ανεβάσουν στο πλοίο τους. Μέσα από το αλιευτικό λέγαμε ότι δεν θέλουμε νερό και φαγητό αλλά μόνο να μας σώσουν. Μας στέλνανε τα νερά κι εμείς τα πετούσαμε. Τους λέγαμε δεν τα θέλουμε. Ένας άντρας από το Πακιστάν πέθανε από δίψα και πείνα μέσα στο ψυγείο. Δεν ξέρω πώς. Ανεβάσαμε το κορμί του και φωνάζαμε δείτε, έχουμε νεκρό. Εκείνοι όμως έκοψαν τα σχοινιά. Όταν τα έκοψαν, χάσαμε ισορροπία. Πηγαίναμε αριστερά δεξιά. Όταν το είδε αυτό ο καπετάνιος έβαλε μπρος για να μην πνιγούμε. Το βράδυ φύγαμε μακριά από το μεγάλο πλοίο και συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε», περιγράφει ο Abu Ale.

Το λευκό φως

Ξαφνικά, όπως αναφέρουν τόσο ο Abu Ale όσο και ο Adnan, είδαν σε μακρινή απόσταση ένα λευκό φως. Χρησιμοποίησαν τα μικρόφωνα και μίλησαν. Όπως δηλώνουν οι ίδιοι: «Μας είπαν ότι είναι η ακτοφυλακή. Η φωνή ήταν σε άπταιστα αραβικά, σαν ντόπιος, καμία προφορά. Είπαν λοιπόν ότι πρέπει να ακολουθήσουμε το λευκό φως, οδηγώντας για δύο ώρες, για να μας σώσουν».

Έτσι, συνέχισαν να οδηγούν, «κατευθυνόμενοι πλέον προς το λευκό φως», όπως διηγούνται οι ίδιοι. Ωστόσο «η μηχανή στη μέση αυτής της διαδρομής χάλασε. Η ώρα ήταν περίπου 23:00 (λιβυκή ώρα, 00:00 ελληνική ώρα). «Τότε ενημερώσαμε το πλοίο από όπου έλαμπε το λευκό φως ότι χάλασε η μηχανή».

Μετά από λίγη ώρα, έκανε την εμφάνισή της η Ελληνική Ακτοφυλακή. «Ένα μεγάλο πλοίο, που οι επιβάτες του φορούσαν κουκούλες. Δεν είχε σημαία. Ξέρω όμως ότι ήταν η ελληνική ακτοφυλακή διότι εκείνοι ήταν που μας ανέβασαν στο τέλος σε αυτό το πλοίο», περιγράφει ο Abu Ale. «Μας είπαν ότι θα μας τραβήξουν στα ιταλικά νερά….», προσθέτει.

«Το Ελληνικό Λιμενικό μας τράβηξε με σχοινί δύο φορές και τη δεύτερη αναποδογυρίσαμε – Ακόμη και τότε συνέχισαν να τραβάνε»

Η ώρα είναι περίπου 1:00. Είναι σκοτεινά, είναι πεινασμένοι και διψασμένοι. Η αίσθηση του χρόνου έχει χαθεί. Κυριαρχεί ο πανικός. Ο Abu Ale περιγράφει, όπως εκείνος το βίωσε: «Πέταξαν μπλε σχοινί από κέντρο του πίσω μέρους του πλοίου της Ακτοφυλακής και το έδεσαν στο μπροστινό μέρος της βάρκας μας, ακριβώς στο κέντρο. Για 2 λεπτά προσπαθούσαν με το σχοινί να μας τραβήξουν, αλλά το σχοινί κόπηκε. Μετά πέταξαν 2ο σχοινί περίπου 35 μέτρα. Το πρώτο σχοινί ήταν δεμένο ακριβώς στη μέση της πρύμνης του πλοίου της Ελληνικής Ακτοφυλακής. Όμως το δεύτερο σχοινί το έδεσαν στη γωνία της πρύμνης τους και στο κέντρο του δικού μας πλοίου. Γκάζωσαν τόσο πολύ που η βάρκα μας πήγε δεξιά και όλοι οι άνθρωποι που ήταν μέσα πήγαν δεξιά. Μετά το πλοίο έστριψε απότομα αριστερά και πήγαμε όλοι μαζί από την άλλη πλευρά. Και έτσι αρχίσαμε να αναποδογυρίζουμε».

Ο Adnan λέει με τη σειρά του τι θυμάται ότι έγινε εκείνη τη νύχτα: «Μας είπαν θα σας πετάξουμε ένα σχοινί για να σας τραβήξουμε στα ιταλικά νερά. Το έδεσαν στο μπροστινό μέρος του πλοίου μας. Την πρώτη φορά που έσπρωχναν κόπηκε. Το δεύτερο σχοινί δέθηκε από τη γωνιά του δικού τους πλοίου και έτσι που έσπρωχναν μετακινηθήκαμε όλοι στα δεξιά και μετά στα αριστερά. Σε δευτερόλεπτα αναποδογύρισε και όλοι έπεσαν στη θάλασσα. Καθόμουν στην αριστερή πλευρά του πλοίου. Όταν αναποδογυρίζαμε πήδηξα στη θάλασσα και μετά τράβηξα ένα μεταλλικό κάγκελο και βγήκα στην επιφάνεια».

«Τους άκουγα μέσα από το πλοίο να ουρλιάζουν, βυθίστηκαν μαζί του τουλάχιστον 450 άνθρωποι»

«Θυμάμαι ότι όταν αναποδογύριζε η βάρκα κρατιόμουν ένα μέταλλο και ήμουν στον αέρα. Όταν ανετράπη συνέχισαν να μας τραβάνε για λίγα λεπτά. Όπως ήταν αναποδογυρισμένη η βάρκα εγώ ήμουν μέσα. Δεν ξέρω πώς σώθηκα ήμουν τυχερός. Δεν ξέρω να κολυμπάω. Βγήκα έξω. Και έκατσα ανάσκελα. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί. Ήταν νύχτα. Δεν είδαμε καθόλου φως.
Μετά έκοψαν το σχοινί και έφυγαν. Καθόμουν ανάσκελα πολλή ώρα. Μετά μου είπαν ότι ήμουν 2 ώρες εκεί μέσα. Έκαναν 2 ώρες να μας σώσουν», περιγράφει ο Abu Ale.

«Ακόμη και όταν αναποδογυρίσαμε μας τραβούσαν για 100 μέτρα. Μετά έκοψαν το σχοινί και απομακρύνθηκαν περίπου 1χλμ. Μετά από μισή ώρα που είχαμε βυθιστεί έβλεπα βάρκες να έρχονται και ξεκίνησαν να κάνουν διάσωση. Άργησαν πολύ. Θα μπορούσαν να το κάνουν γρηγορότερα για να γλιτώσουν τις ζωές πολλών ανθρώπων. Δεν ξέρω ακριβώς πόση ώρα ήμουν στο νερό αλλά όταν ανέβηκα πάνω στο σκάφος της Ακτοφυλακής άκουσα ότι ήμουν 2-3 ώρες. Ήταν πολλά πτώματα στη θάλασσα. Πριν βυθιστεί η βάρκα ήμουν στη γωνία και άκουγα τους ανθρώπους να προσπαθούν να ανοίξουν τις πόρτες του πλοίου για να σωθούν. Τους άκουγα να ουρλιάζουν. Πέθαναν πάρα πολλοί άνθρωποι μέσα σε αυτό το πλοίο. Δεν ξέρω πόσοι ακριβώς αλλά ήταν σίγουρα 450 άνθρωποι μέσα στη βάρκα. Βυθίζονταν μαζί με τη βάρκα και κανένας δεν μπορούσε να βγει από εκεί μέσα», διηγείται.

«Ψυχροί»

Όπως αναφέρει ο Abu Ale, μία «πλαστική βάρκα» τον πήγε στο «μεγάλο πλοίο». Στέκεται ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν από το πλήρωμα του πλοίου της Ελληνικής Ακτοφυλακής: «Κανείς δεν μου είπε τίποτα. Μου έδωσαν κουβέρτα και νερό. Δεν έκαναν τίποτα, δεν ρώτησαν τίποτα. Ήταν ψυχροί. Δεν μας άφηναν να πάμε στην τουαλέτα τους. Κατουρούσαμε σε μπουκαλάκια. Όταν μας ανέβασαν στο πλοίο έβγαλαν τις κουκούλες. Είδαμε τα πρόσωπά τους. Όλοι ήταν άνδρες από 35- 40 ετών. Εγώ συγκεκριμένα είδα τρεις. Το πλοίο είχε κάτι σκάλες και μας πέρασαν όλους από εκεί και μας έβαλαν σε ένα σημείο όπου βρισκόταν ένα τεράστιο όπλο. Όταν βγήκε ο ήλιος μας έβαλαν στο κρουαζιερόπλοιο. Μας συμπεριφέρθηκαν άσχημα εκεί. Τρεις λιμενικοί μας πήραν τα κινητά. 30 τηλέφωνα. Υπήρχαν άνθρωποι που έβγαζαν βίντεο από την αρχή του ταξιδιού. Δεν ξέρουμε τι απέγιναν ούτε τα κινητά ούτε τα βίντεο. Τα έβαλαν σε πλαστικά σακουλάκια και τα έδωσαν στην αστυνομία».

Όπως εξηγεί ο Adnan, τους μετέφεραν σε μία αποθήκη στην Καλαμάτα, όπου τους έδωσαν κάρτες με τον αριθμό και τα ονόματά τους. Τους ρώτησαν αν είχαν συγγενείς ή φίλους στο πλοίο. «Εγώ έχασα 7 φίλους μου. Κάθονταν μαζί μου πάνω αλλά όταν βυθιστήκαμε τους έχασα. Ο Θεός με έσωσε εμένα. 40 λεπτά πάλευα να επιβιώσω και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μου μία ρόδα. Ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκε αυτή η ρόδα μπροστά μου. Πίστευα ότι θα πεθάνω. Ήταν τόσο σκοτεινά. Δεν έβλεπα ούτε το δάχτυλο μου. Ήταν μόνο το φως της Ακτοφυλακής. Βλέπω εφιάλτες. Ακόμη ακούω τις φωνές που ζητάνε βοήθεια. Ήταν καταστροφή. Δεν μπορώ να ξεχάσω. Ακόμα τους ακούω».

«Το έκαναν επίτηδες»

«Πιστεύω το έκαναν επίτηδες. Μας έδεσαν επίτηδες από εκεί που μας έδεσαν για να αναποδογυρίσουμε. Ήταν λογικό να συμβεί. Τα τηλέφωνα τα πήραν για να κρύψουν την αλήθεια. Στην Καλαμάτα δεν μας άφηναν να μιλήσουμε με κανέναν. Είχε πάρα πολλούς αστυνομικούς και όταν έβλεπαν ανθρώπους να μας μιλάνε τους έδιωχναν», τονίζει ο Abu Ale.

Το ίδιο πιστεύει και ο Adnan και εξηγεί: «Η Ελληνική Ακτοφυλακή είδε ότι ήμασταν πάρα πολλοί. Είδαν ότι δεν ήμασταν σε καλή κατάσταση. Η Ελληνική Ακτοφυλακή φταίει 100%. Εμένα ήταν η πρώτη μου φορά που είδα βάρκα. Αλλά για αυτούς είναι η δουλειά τους. Ξέρουν τον σωστό τρόπο. Ό,τι ήθελαν να κάνουν θα μπορούσαν να το κάνουν αλλιώς. Να φέρουν άλλες βάρκες. Όχι να μας σπρώξουν έτσι. Πιστεύω μας βύθισαν επίτηδες. Ο τρόπος που το έκαναν αυτό έδειξε. Θα έπρεπε το δεύτερο σχοινί να ήταν μικρότερο όχι μεγαλύτερο. Θα μπορούσαν να μας δέσουν με περισσότερα σχοινιά».

«Μας ανάγκασαν να κάνουμε αίτηση ασύλου εδώ»

Όπως δηλώνουν και οι δύο, δεν ήθελαν άσυλο στην Ελλάδα. «Την πρώτη μέρα στη Μαλακάσα είπαμε σε έναν οργανισμό που ήρθε να μας βοηθήσει ότι δε θέλουμε να πάρουμε άσυλο εδώ. Εκείνοι μας είπαν ότι έτσι πρέπει να γίνει. Μας εκφόβισαν. Μας είπαν ότι αν δεν κάνουμε αίτηση θα σε πάμε σε ένα μέρος που δε θα μπορείς να δεις τον ήλιο. Σαν να μου έλεγαν ότι αν δεν κάνω αίτηση για άσυλο θα σε πάμε φυλακή. Εγώ θέλω να πάω στον αδερφό μου στη Γερμανία. Στην Ελλάδα δε νιώθω ασφαλής», λέει ο Abu Ale.

Ρωτήσαμε τον Adnan αν μετά από την τόσο τραυματική εμπειρία την οποία περιέγραψαν παρακολουθούνται από κάποιο ψυχολόγο. «Στη Μαλακάσα είχε ψυχολόγους. Εδώ όμως όχι. Έρχονται κάτι γιατροί, αλλά δεν έχει ψυχολόγους…»

Το Λιμενικό επικαλείται την εμπιστευτικότητα της ανάκρισης και δεν σχολιάζει επιχειρησιακά θέματα

Το TPP επικοινώνησε με το Ελληνικό Λιμενικό ζητώντας σχόλια – απαντήσεις για τα όσα περιέγραψαν οι επιζώντες. Η απάντηση που λάβαμε ήταν η εξής:

Σε απάντηση σχετικού σας γνωρίζουμε ότι:
1. Τα ερωτήματα αποτελούν μέρος της ανακριτικής διαδικασίας που διεξάγεται και τελεί υπό αυστηρό πλαίσιο εμπιστευτικότητας, βάσει των οδηγιών που έχουν δοθεί από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
2. Πέραν των ανωτέρω, σας ενημερώνουμε ότι, αναφορικά με λεπτομέρειες επιχειρησιακών θεμάτων, δεν τυγχάνουν περαιτέρω σχολιασμού από την Υπηρεσία μας.

 

 

*Τα ονόματα των προσφύγων είναι ψευδώνυμα. Τα πραγματικά στοιχεία των δύο είναι στη διάθεση του The Press Project.