Η παρούσα έρευνα είναι η δεύτερη για το 2024 που διεξάγει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε εξαμηνιαία βάση από τον Μάιο του 2009. Οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από την εταιρεία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 803 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), μεταξύ 2-14 Ιουλίου του 2024.

Σύμφωνα με ένα μέρος των συμπερασμάτων που δημοσιεύτηκαν στην εξαμηνιαία έρευνα, «η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και η σοβαρή υποχώρηση του Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης».

Υπενθυμίζεται ότι η επιδείνωση της κατάστασης των επιχειρήσεων είχε αρχίσει να γίνεται ορατή ήδη από την προηγούμενη έρευνα κλίματος τον Φεβρουάριο του 2024, όταν ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε από τις 66,7 μονάδες, που βρισκόταν το πρώτο εξάμηνο του 2023, στις 63,9 μονάδες.

Στα βασικά συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνονται τα εξής:

Η επίμονη ακρίβεια και το αυξημένο κόστος λειτουργίας επιδεινώνει το πρόβλημα της ρευστότητας

Η σοβαρή υποχώρηση του δείκτη υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης. Περαιτέρω και δεδομένου ότι από τα υπόλοιπα στοιχεία της έρευνας φαίνεται πως τις μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, εκτιμάται ότι σημαντικό παράγοντα για την υποχώρησή του έχει διαδραματίσει ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων.

Η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που είτε δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα (29,6%) ή αυτά επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (22,5%). Επιπλέον, οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων το οποίο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4%. Ιδιαίτερα υψηλό παραμένει και το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (29%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.

Αύξηση τιμών

Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές της το Α΄εξάμηνο του 2024, ποσοστό που βαίνει μειούμενο σε σύγκριση με τις προηγούμενες έρευνες. Σε κλαδικό επίπεδο, το μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων που δήλωσαν αύξηση τιμών είναι οι επιχειρήσεις του κλάδου του εμπορίου (37,1%), με τους κλάδους της μεταποίησης – βιοτεχνίας και τον κλάδο των υπηρεσιών να ακολουθούν με μικρές διαφοροποιήσεις (31,3% και 30,1% αντίστοιχα).

Σε πολιτική αύξησης τιμών προσανατολίζονται κυρίως οι επιχειρήσεις με μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (ετήσιος κύκλος εργασιών άνω των 100.000), από τις οποίες 1 στις 4 περίπου δηλώνει πρόθεση αύξησης, έναντι 1 στις 5 μικρότερου κύκλου εργασιών (ετήσιος κύκλος εργασιών μικρότερος των 100.000 ευρώ).

Το 3,2% κινδυνεύει με κλείσιμο

Η απαισιοδοξία στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις σχετικά με τη μελλοντική τους βιωσιμότητα ενισχύθηκε οριακά, καθώς ο δείκτης αβεβαιότητας ανήλθε στις 36,6 μονάδες, καταγράφοντας αύξηση 0,9 μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο.

Τέλος, επιδείνωση καταγράφεται στον δείκτη βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς το 3,2% κινδυνεύει με άμεση διακοπή της δραστηριότητάς του.

Τα σημαντικότερα ευρήματα της εξαμηνιαίας έρευνας κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ

Πιο αναλυτικά καταγράφονται τα εξής:

– Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων παρουσιάζει σημαντική επιδείνωση, υποχωρώντας κατά 14,3 μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Συγκεκριμένα, διαμορφώνεται στις 49,6 μονάδες από τις 63,9 που ήταν το Β΄εξάμηνο του 2023.

– Ο Δείκτης Προσδοκιών των ΜμΕ υποχωρεί στις μόλις 55 μονάδες, εμφανίζοντας πτώση 8,9 μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, αποτυπώνοντας την έντονη ανησυχία των επιχειρήσεων για την πορεία της οικονομίας και τη βιωσιμότητά τους.

– Σημαντική είναι η επιδείνωση στον κύκλο εργασιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε σύγκριση με ολόκληρο το 2023 αλλά και το δεύτερο εξάμηνο του 2022, σχετιζόμενη, προφανώς, με τη μακρόχρονη κρίση ακρίβειας και εξασθένησης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.

– Το ποσοστό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που σημειώνουν αύξηση του κύκλου εργασιών τους περιορίζεται σε μόλις 20,5% επί του συνόλου, έναντι των μισών περίπου που δήλωσαν μείωση του κύκλου εργασιών (46,2%).

– Παρατηρείται μια θετική σχέση του κύκλου εργασιών με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της επιχείρησης, τόσο καλύτερες είναι και οι επιδόσεις ως προς τον κύκλο εργασιών. Ειδικότερα, το 47,6% των επιχειρήσεων με προσωπικό 10 άτομα και άνω δήλωσε ότι ο κύκλος εργασιών του αυξήθηκε το Α΄εξάμηνο του 2024, έναντι του 23,3% των πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-9 εργαζόμενους) και 10,2% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό.

– Τομεακά, η μεγαλύτερη επιδείνωση καταγράφεται στις εμπορικές επιχειρήσεις, με το 57,9% αυτών να δηλώνουν μείωση του κύκλου εργασιών το Α΄εξάμηνο του 2024.

Αποτελέσματα χρήσης

– Περίπου 6 στις 10 επιχειρήσεις (56,2%) δήλωσαν ότι είχαν κέρδη το 2023, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2022 (51%).

– Από την άλλη μεριά, το 21% των επιχειρήσεων δήλωσε ζημίες (22,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022), ενώ το 14,8% των επιχειρήσεων δήλωσε πως δεν είχε ούτε κέρδη, ούτε ζημίες (16,1% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022).

– Όσον αφορά τις ατομικές επιχειρήσεις περίπου 1 στις 2 έκλεισαν με κέρδη το 2023. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον οι μισές ατομικές επιχειρήσεις κλήθηκαν να πληρώσουν αυξημένο φόρο για το 2023, αφού πλέον η φορολογία τους υπολογίζεται με βάση τον νέο τεκμαρτό τρόπο.

Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα

– Η έλλειψη ρευστότητας παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, αντανακλώντας τη διαχρονικά περιορισμένη πρόσβασή τους σε χρηματοδοτικές πηγές, είτε για κεφάλαια κίνησης, είτε για επενδύσεις.

– Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφεται μείωση της ρευστότητας για σχεδόν 6 στις 10 επιχειρήσεις (55,9%).

– Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν έχουν (29,6%) ή έχουν το πολύ για ένα μήνα (22,5%) ταμειακά διαθέσιμα, αντικατοπτρίζοντας το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

– Η ταμειακή επάρκεια των επιχειρήσεων συσχετίζεται με το μέγεθός τους, καθώς οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθεσίμων από ό,τι οι μεγαλύτερες.

– Ειδικότερα, το 40,49% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό δήλωσε ότι δεν έχει ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος της επιχείρησης, αντιστοιχώντας στο 24,89% των πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-9 εργαζόμενους) και στο 14,29% των επιχειρήσεων με προσωπικό από 10 άτομα και άνω.

– Σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας φαίνεται να αντιμετωπίζει το 35,1% των εμπορικών επιχειρήσεων, το 26,4% των επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών και το 26% των επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης, δεδομένου ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά αφορούν σε επιχειρήσεις με μηδενικά ρευστά διαθέσιμα.

– Ιδιαίτερα δυσμενή είναι τα στοιχεία για τις επιχειρήσεις εστίασης, καθώς το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ανέρχεται στο 30% και εκείνων που τα διαθέσιμά τους επαρκούν το πολύ για έναν μήνα ανέρχεται στο 37,1%.

Απασχόληση

– Στην απασχόληση το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους παρέμεινε θετικό. Συγκεκριμένα, το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους αντιστοιχούν στο 10,3%, έναντι 6,6,% που δήλωσε ότι το μείωσε.

– Θετικές είναι οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6,0 % που δήλωσε ότι θα το μειώσει.

– Το σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας παρουσίασε θετικό ισοζύγιο, με τον κλάδο της μεταποίησης-βιοτεχνίας να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση ως προς την απασχόληση (15,1% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους, έναντι 7,3% που δήλωσαν ότι το μείωσαν), αντιστρέφοντας, μάλιστα, το πρόσημό του από αρνητικό που ήταν κατά το προηγούμενο εξάμηνο σε θετικό.

– Οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 ευρώ και άνω των πέντε ατόμων προσωπικό συνεχίζουν να παρουσιάζουν τη θετικότερη σχέση αύξησης/μείωσης εργαζομένων.

Οι ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη στην αγορά

– Σημαντικό εύρημα της έρευνας αποτελεί το αρνητικό ισοζύγιο που αποτυπώνεται όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων, αναδεικνύοντας δομικά προβλήματα στην ελληνική αγορά εργασίας, όπως αυτό της «αναντιστοιχίας δεξιοτήτων». Πιο συγκεκριμένα, στο ερώτημα αυτό το 35,2% των επιχειρήσεων απάντησε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα, έναντι 34,6% που απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα.

– Αναφορικά με τις ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη στην αγορά εργασίας, οι ειδικευμένοι τεχνίτες/χειριστές μηχανημάτων (37,1%), οι εργάτες/βοηθοί μαστόρων και το προσωπικό καθαριότητας (17,9%), καθώς και οι ειδικότητες που σχετίζονται με τον τομέα του τουρισμού και της εστίασης (σερβιτόροι, μάγειρες και ζαχαροπλάστες) (13,2%) αποτελούν, κατά σειρά προτεραιότητας, τις τρεις σημαντικότερες κατηγορίες.

– Σε κλαδικό επίπεδο, η πλειονότητα των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων ανήκουν στη μεταποίηση.

– Αναφορικά με τους κυριότερους παράγοντες για τη έλλειψη προσωπικού στην αγορά εργασίας, οι επικρατέστερες απαντήσεις, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις, αφορούν με σειρά προτεραιότητας τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές (41,3%), την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης (36,9%), καθώς και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού (35,4%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των επιχειρήσεων που έδωσε ως απάντηση τη μετανάστευση εργαζομένων σε άλλες χώρες (18,8%).

– Σε επίπεδο μεγέθους, οι μικρότερες επιχειρήσεις, με ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ και χωρίς προσωπικό θεωρούν ότι ο κυριότερος λόγος δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων είναι οι μη ανταγωνιστικές αμοιβές (50,0%), ενώ στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (4-5 άτομα και άνω των 5 ατόμων) η δημοφιλέστερη απάντηση είναι η έλλειψη εξειδίκευσης (47,5% και 44,8% αντίστοιχα).

– Ο τομέας της μεταποίησης αποτελεί τον κλάδο στον οποίον η κυριότερη αιτία δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων θεωρείται η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού (42,2%).

– Σε γεωγραφικό επίπεδο, η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού θεωρείται ως ο κυριότερος λόγος δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και στα Νησιά Αιγαίου και την Κρήτη, ενώ το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που θεωρεί ως βασικό λόγο δυσκολίας εύρεσης προσωπικού τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές σημειώνεται στην περιοχή της Αττικής.

– Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφηκε αύξηση των παραγγελιών μόλις για το 17,2% των επιχειρήσεων και μείωση των παραγγελιών για το 47,3%.

Το 43,1% των οφειλετών έχουν οφειλές ως 10.000 ευρώ

-Η κατάσταση σχετικά με τα ποσοστά μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση. Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δυσκολεύονται να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, με το 29% να έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, παρουσιάζοντας μια μικρή μείωση σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό του 30,6%.

-Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με 3 ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές παραμένουν σταθερές στο 10,1%. Υπάρχει μικρή μείωση στο ποσοστό των επιχειρήσεων με 2 καθυστερημένες οφειλές (7,1% σε σύγκριση με 7,4% το προηγούμενο εξάμηνο) και βελτίωση στο ποσοστό των επιχειρήσεων με 1 ληξιπρόθεσμη οφειλή (11,8% έναντι 13,1% το προηγούμενο εξάμηνο).

-Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υπερχρέωσης, με το 21,4% να έχει τρεις ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ το 38,6% έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή. Επίσης, σημαντικά προβλήματα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (38%) και όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (37,5%).

-Τα υψηλότερα ποσοστά των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές εντοπίζονται να είναι προς τον πρώην ΟΑΕΕ (13,9%), την εφορία (12,7%) και τους προμηθευτές (11,8%). Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτών των επιχειρήσεων για τη δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους αφορά τις υποχρεώσεις ενοικίου, σε ποσοστό 12,5%.

-Το 43,1% των οφειλετών συγκεντρώνονται  στην χαμηλότερη κατηγορία με οφειλές ως 10.000 ευρώ. Στην υψηλότερη κατηγορία ανήκει το 7,9% των επιχειρήσεων, με οφειλές άνω των 100.000 ευρώ.

Ενισχύθηκε οριακά η απαισιοδοξία

– Η απαισιοδοξία στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις σχετικά με τη μελλοντική τους βιωσιμότητα ενισχύθηκε οριακά, καθώς ο δείκτης αβεβαιότητας ανήλθε στις 36,6 μονάδες, καταγράφοντας αύξηση 0,9 μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο.

– Αντίστοιχα, ελαφρά ενισχυμένη είναι η απαισιοδοξία και ως προς τον δείκτη βιωσιμότητας, καθώς το 3,2% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι του 2,2% που ήταν τον Φεβρουάριο του 2024.

– Σκιαγραφώντας το προφίλ των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν τις σοβαρότερες δυσκολίες και κινδυνεύουν άμεσα με λουκέτο, αυτές είναι οι επιχειρήσεις με καθυστερημένες υποχρεώσεις, ιδίως εκείνες που είναι υπερχρεωμένες προς το Δημόσιο, οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό, οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ και οι ατομικές επιχειρήσεις.

Αναλυτικά η έκθεση εδώ: Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ