Σε ομιλία που παρέθεσε ο Γιάννης Στουρνάρας στο Λουξεμβούργο στα μέσα της περασμένης εβδομάδας (28 Ιουνίου) με τίτλο «Η ελληνική οικονομία δέκα χρόνια μετά την κρίση και διδάγματα για το μέλλον για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη», σύμφωνα με δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, απαρίθμησε τους παράγοντες που ενέτειναν την ελληνική κρίση, ενώ έθεσε και εννέα προϋποθέσεις για τη «διατηρήσιμη ανάπτυξη».

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σαμαρά:

  • Μείωση του υψηλού ποσοστού ΜΕΔ
  • Μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,5% του ΑΕΠ σε 2,2% του ΑΕΠ έως το 2022 και αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής
  • Διεύρυνση του πεδίου συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού τομέα
  • Βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και της αποδοτικότητας των δημόσιων επιχειρήσεων
  • Επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και καλύτερη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας
  • Εφαρμογή πιο στοχευμένης πολιτικής για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων
  • Ευελιξία στην αγορά εργασίας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών
  • Διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των θεσμών
  • Ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης» (εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία) και του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας

Κατά τις προβλέψεις του διοικητή της ΤτΕ, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το 2019 θα βρεθεί στο 1,9% του ΑΕΠ, και το 2020 στο 2,1%, ενώ υποστήριξε πως είναι απαραίτητη η αλλαγή στο μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής, αναφερόμενος και στην ανάγκη να μειωθεί ο στόχος του 3,5% του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Ακόμη, ο Γ. Στουρνάρας, παρέθεσε μία σειρά από «προκλήσεις» για την ελληνική οικονομία, κάνοντας ειδική αναφορά στο υψηλό απόθεμα κόκκινων δανείων, στο υψηλό δημόσιο χρέος, στο ελλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση, στον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, στο υψηλό ποσοστό ανεργίας, στην προβλεπόμενη δημογραφική μείωση του πληθυσμού, στο επενδυτικό κενό, και στο επιχειρηματικό περιβάλλον που δεν είναι φιλικό προς τις επενδύσεις.

Ο διοικητής της ΤτΕ δεν έμεινε εκεί, και επιχείρησε να απαριθμήσει τους παράγοντες της ελληνικής κρίσης, επισημαίνοντας τους ακόλουθους επτά:

  1. Μέγεθος αρχικών προβλημάτων (ανισορροπιών) και ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής
  2. Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές ήταν υψηλότεροι από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί
  3. Δόθηκε έμφαση στην αρχή κυρίως στις αυξήσεις της φορολογίας και λιγότερο στις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις
  4. Η χρονική σειρά με την οποία υλοποιήθηκαν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (sequencing), δηλαδή πρώτα στην αγορά εργασίας και μετά στις αγορές προϊόντων
  5. Υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ)
  6. Υστέρηση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων
  7. Δισταγμός στην έγκαιρη υιοθέτηση μέτρων για τη μείωση του χρέους από την Ευρωομάδα (Eurogroup)

Τέλος, αναφέρθηκε και στα σημεία που έχει γίνει πρόοδος από την έναρξη της κρίσης, αναφέροντας, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πληροφορίες, την πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή, τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς το κόστος εργασίας και τις τιμές, την εφαρμογή ενός τολμηρού προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και την αναδιάταξη και ανακεφαλοποίηση του τραπεζικού συστήματος.