Ο στόχος, σύμφωνα με το άρθρο, είναι να τους εμφυσείται η πεποίθηση ότι κάνουν κάτι πολύ ξεχωριστό, που η αξία του δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήματα, και επίσης κάτι το οποίο εννοείται ότι απολαμβάνουν, και άρα θα πρέπει να είναι ευγνώμονες για αυτό. Επομένως, οποιαδήποτε διεκδίκηση για υψηλότερες αμοιβές, καλύτερες συνθήκες εργασίας, κλπ, θα ήταν σημάδι μεγάλης αχαριστίας. Ο αρθρογράφος στηλίτευε την πρακτική αυτή, όμως τελείωνε το άρθρο του κάπως αισιόδοξα, παραθέτοντας στατιστικές που δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι Αμερικανοί είναι υπέρ των εργατικών συνδικάτων.

Μπορεί να ακουστεί ανορθόδοξο, αλλά η ομοιότητα με ένα μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο μου φάνηκε εντελώς προφανής. Γράφω με γνώμονα το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ένα από τα μεγαλύτερα (και καλύτερα, σύμφωνα με πάμπολλες κατατάξεις) δημόσια, ερευνητικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Φυσικά, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι όσα γράφονται παρακάτω ισχύουν και για άλλα αντίστοιχα ιδρύματα της Αμερικής. Στο Πανεπιστήμιό μας, λοιπόν, θεωρείται ξεκάθαρα περήφανο προνόμιο να δουλεύει ή να φοιτά κάποιος εκεί. Κατά μία έννοια, η φοίτηση στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν είναι όντως προνόμιο, αφού οι φοιτητές του έχουν περάσει πολλά φίλτρα για να γίνουν δεκτοί, αλλά επίσης καταβάλλουν τεράστια ποσά σε δίδακτρα (της τάξης των πενήντα χιλιάδων δολλαρίων ετησίως, για προπτυχιακούς φοιτητές που έρχονται εκτός της Πολιτείας). Επομένως, ναι, πολλοί φοιτητές, όσοι δεν έχουν λάβει κάποια υποτροφία δηλαδή, προέρχονται από οικονομικά προνομιούχες οικογένειες και σπουδάζουν σε ένα ίδρυμα τα πτυχία του οποίου είναι ανάρπαστα και καλοπληρωμένα στην αγορά. Έτσι, το οικογενειακό προνόμιο συνεχίζεται και στην επόμενη γενιά.

Όσο για αυτούς που εργάζονται εκεί, δηλαδή καθηγητές, ερευνητές, διδάσκοντες όλων των κατηγοριών, διοικητικό και γραμματειακό προσωπικό, ακόμη και τεχνίτες, κηπουροί και μάγειρες, βομβαρδίζονται σχεδόν καθημερινά με διαφημίσεις των επιτευγμάτων του πανεπιστημίου, με το πόσο υπέροχο είναι το πανεπιστήμιο, και το πόσο αυτοί οι ίδιοι είναι οι εγγυητές της επιτυχίας του, και φυσικά οι καλύτεροι, οι «leaders and the best», όπως λέει το μότο του πανεπιστημίου-εταιρείας. Ας εστιάσουμε στους καθηγητές, ερευνητές και διδάσκοντες (οι οποίοι στα περισσότερα αμερικανικά πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένου του Μίσιγκαν, δεν είναι οργανωμένοι σε σωματείο). Το να σου λένε συνέχεια ότι βρίσκεσαι εκεί επειδή είσαι ο/η καλύτερος/η στο είδος σου, είναι κάτι που λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά, αφού πρώτον, έχει μια πραγματική βάση, καθώς όντως πρέπει να είσαι πολύ καλός ή τουλάχιστον πολλά υποσχόμενος για να προσληφθείς (ή να είσαι απόφοιτος κάποιου άλλου φημισμένου ιδρύματος, συντηρώντας έτσι μιαν ακαδημαϊκή αριστοκρατία). Δεύτερον, πριμοδοτείται το εγώ σου, καλλιεργείται η αυτοπεποίθησή σου, και (νιώθεις ότι πρέπει να) κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να ανταποκριθείς στις μεγάλες προσδοκίες που συνεπάγεται η παρουσία σου στην ομάδα των επίλεκτων. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μια κατάσταση όπου και οι καθηγητές-εργαζόμενοι νιώθουν πετυχημένοι και παλεύουν για ακόμα περισσότερες διακρίσεις, και ο εργοδότης, που έχει επενδύσει σε αυτούς και στηρίζει τις προσπάθειές τους, εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή παραγωγικότητά τους. Σε γενικές γραμμές το σχήμα λειτουργεί άψογα, και όλοι είναι ευχαριστημένοι.

Όλοι; Για να δούμε τι γίνεται με μια κάπως αφανή κατηγορία εργαζόμενων, τους πανεπιστημιακούς ερευνητές. Πρόκειται για τους επιστήμονες ερευνητές (research scientists) και τους καθηγητές ερευνητές (research professors), που έχουν κι αυτοί τρεις βαθμίδες στην ιεραρχία τους (επίκουροι, αναπληρωτές και πλήρεις-full). Αυτοί είναι διαφορετικοί από τους σκέτους καθηγητές (tenured and tenure-track professors, δηλαδή μονιμοποιημένους και προ μονιμοποίησης καθηγητές), που είναι αυτό που ξέρουμε και στην Ελλάδα ως καθηγητές ή μέλη ΔΕΠ. Η βασική διαφορά είναι ότι οι πανεπιστημιακοί ερευνητές, θέσεις που υφίστανται με διαφορετικά ονόματα στα διάφορα μεγάλα πανεπιστήμια, δεν πληρώνονται από κονδύλια του πανεπιστημίου αλλά από ερευνητικά προγράμματα (soft money), η διδασκαλία δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντά τους (αν και πολλοί διδάσκουν κατά περιόδους), και δεν επιτρέπεται να είναι μοναδικοί επιβλέποντες μιας διδακτορικής διατριβής (μπορούν όμως να συνεπιβλέπουν διδακτορικά και να είναι μοναδικοί επιβλέποντες εργασιών Master’s και προπτυχιακών εργασιών).

Υπάρχει μεγάλο εύρος στο θώκο που καταλαμβάνουν αυτοί οι άνθρωποι μέσα στο πανεπιστήμιο. Πολλοί προτιμούν να έχουν ένα ημιανεξάρτητο προφίλ και να μένουν στενά συνδεδεμένοι με ένα μεγάλο εργαστήριο, ώστε να έχουν πρόσβαση σε συνεχή ροή χρημάτων και φοιτητών. Άλλοι παραμένουν στο γκρουπ όπου δούλεψαν ως μεταδιδακτορικοί ερευνητές, με αναβαθμισμένο ρόλο αλλά δουλεύοντας κάτω από τον επικεφαλής καθηγητή, και συνήθως μένουν σε αυτή τη θέση με την πρόθεση να χτίσουν ένα δυνατό βιογραφικό που θα τους επιτρέψει να διεκδικήσουν αργότερα μια καθηγητική θέση σε κάποιο άλλο ίδρυμα. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να ριζώσουν ως ανεξάρτητοι ερευνητές, λαμβάνοντας τα δικά τους προγράμματα και δημιουργώντας τη δική τους ερευνητική ομάδα, συμμετέχοντας με φουλ τις μηχανές στον ανελέητο ανταγωνισμό για ερευνητικά κονδύλια και πρωτοκλασάτες δημοσιεύσεις. Ανεξάρτητα από το δρόμο που διάλεξαν, πολλοί πανεπιστημιακοί ερευνητές εργάζονται για χρόνια στο πανεπιστήμιο, καθοδηγούν δεκάδες φοιτητές στη διάρκεια της καριέρας τους, κατοχυρώνουν πατέντες και εφευρέσεις, υποβάλλουν ερευνητικές προτάσεις, κερδίζουν και διαχειρίζονται χρηματοδοτικά προγράμματα, ετοιμάζουν δημοσιεύσεις και παρουσιάσεις σε συνέδρια, κατεβάζουν καινούριες ιδέες και λύνουν τα καθημερινά προβλήματα στο εργαστήριο. Συχνά είναι εκείνοι που «τρέχουν» ολόκληρο το γκρουπ, αν δε διευθύνουν κιόλας τη δική τους ανεξάρτητη ερευνητική ομάδα. Με λίγα λόγια, κάνουν σχεδόν ό,τι κάνει ένας καθηγητής, εκτός βέβαια από τη διδασκαλία, αλλά δεν έχουν σίγουρο μισθό, ούτε και τη δυνατότητα μονιμοποίησης. Ακόμα κι εκείνοι που έχουν πλέον το δικό τους, ανεξάρτητο ερευνητικό προφίλ.

Γιατί όμως το πανεπιστήμιο δεν τους προσφέρει τη δυνατότητα μονιμοποίησης και γιατί δεν αναλαμβάνει το μισθό τους ή έστω μέρος του, αφού πολλοί καλύπτουν, όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα, «πάγιες και διαρκείς ανάγκες»; Το πλούσιο και ακμαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο, ως επιτυχημένη επιχείρηση στην ελεύθερη αγορά, ξέρει πολύ καλά να υπολογίζει το κόστη και τα ωφέλη, όπως και να χτίζει ένα δυνατό brand name που μπορεί να το εξαργυρώνει ποικιλοτρόπως. Κι ας είναι δημόσιο και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Έτσι λοιπόν, στους πανεπιστημιακούς ερευνητές του προσφέρει τους χώρους, το όνομα, και τη δυνατότητα (ή το προνόμιο, αν προτιμάτε) να εργάζονται για ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα ιδρύματα των ΗΠΑ και του κόσμου, με πολύ καλούς φοιτητές και ανυπέρβλητες εγκαταστάσεις—και δεν υπάρχει ίχνος ειρωνίας σε αυτό. Αν εκείνοι επιθυμούν κάτι άλλο, όπως σταθερό μισθό που δεν εξαρτάται από την επιτυχία μια χρηματοδοτικής πρότασης, εργασιακή ασφάλεια και ισότητα στο ακαδημαϊκό οικοσύστημα, μπορούν «να ψάξουν την τύχη τους αλλού», όπως έχει πει δημόσια ο αναπληρωτής κοσμήτορας του Κολλεγίου των Μηχανικών. Αν προσθέσει κανείς και την υπόθεση ότι ως ερευνητές ακολουθούν την κλίση τους και κατά κανόνα κάνουν κάτι που αγαπούν, τότε βρίσκονται στη δουλειά των ονείρων τους και άρα ό,τι και να ζητήσουν είναι σχεδόν αγνωμοσύνη.

Όμως τα στατιστικά δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικά όσον αφορά την αγορά εργασίας καθηγητικών θέσεων σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Ήδη σπό το 2013, μελέτες κατέγραφαν το πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων με διδακτορικό που εξασφάλιζαν μια καθηγητική θέση στο πανεπιστήμιο, και τα πράγματα δυστυχώς  δεν έχουν αλλάξει πολύ αυτά τα δέκα χρόνια. Όμως τα πανεπιστήμια μεγαλώνουν και δέχονται όλο και περισσότερους φοιτητές. Πώς τα καταφέρνουν χωρίς αντίστοιχη αύξηση στους καθηγητές τους; Μα προσλαμβάνοντας, αντί για καθηγητές, είτε λέκτορες (lecturers), οι οποίοι στην Αμερική μόνο διδάσκουν και δεν κάνουν έρευνα, και οι οποίοι κοστίζουν μισθολογικά πολύ λιγότερο, είτε συνεργαζόμενους καθηγητές (adjunct professors) με σύμβαση περιορισμένου χρόνου, που επίσης κοστίζουν λιγότερο, και βέβαια απασχολώντας πανεπιστημιακούς ερευνητές, με το προαναφερθέν καθεστώς, οι οποίοι κοστίζουν σχεδόν … τίποτα.

Κοντολογίς, στηριζόμενο σε μια τεχνητά μικρή προσφορά καθηγητικών θέσεων, σε αντίθεση με την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για τέτοιες θέσεις από επιστήμονες που και το ίδιο εκπαιδεύει, το αμερικανικό πανεπιστήμιο διατηρεί στις τάξεις του ένα μεγάλο αριθμό καλά εκπαιδευμένων ερευνητών, στην ακμή της παραγωγικότητάς τους, με το καρότο της αναγνώρισης να σπαρταρά μπροστά στη μύτη τους, ειλικρινά ευγνώμονες που πραγματοποιούν το όνειρό τους να κάνουν έρευνα. Ανθρώπους με όρεξη, ιδέες και σημαντική εμπειρία, που προγραμματίζουν τη ζωή τους με βάση το διετή, τριετή ή πενταετή κύκλο ερευνητικών προγραμμάτων, και που εργάζονται σε συνθήκες πίεσης και αβεβαιότητας. Και που βέβαια αισθάνονται ότι είναι κάπως απρεπές να παραπονιούνται για εργασιακή επισφάλεια αυτοί, που δουλεύουν στα ελίτ ανώτατα ιδρύματα των δυτικών κοινωνιών, με αξιοπρεπείς συνθήκες στον εργασιακό χώρο και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, κάνοντας μια κατά κανόνα δημιουργική και ικανοποιητική δουλειά, όταν γύρω τους υποφέρουν σε πραγματικές εργασιακές γαλέρες χαμηλόμισθοι και ανασφάλιστοι βιοπαλαιστές. Αλλά αυτές τις διακρίσεις δεν τις καταλαβαίνει η αγορά και το μακρύ της χέρι, το οποίο παρεμβαίνει δυναμικά οπουδήποτε του δοθεί λίγος χώρος.

Όλα αυτά συμβαίνουν όχι στο απότιστο ελληνικό πανεπιστήμιο, που πρέπει να εφευρίσκει τρόπους να επιβιώνει και να ανθεί σε συνθήκες ξηρασίας νέων θέσεων (και εν πολλοίς τα καταφέρνει), αλλά στο θαλερό, επιτυχημένο και ζηλευτό αμερικανικό πανεπιστήμιο, το κατά πολλούς άξιο μίμησης. Που λειτουργεί ως επιχείρηση, με τους κανόνες της αγοράς να ρυθμίζουν τα πάντα, από τον αριθμό των φοιτητών που δέχεται και τα δίδακτρα που επιβάλλει, ως την καλλιέργεια εταιρικής συνείδησης και το εργασιακό καθεστώς των κατά τα άλλα προνομιούχων καθηγητών και ερευνητών του. Στα χρόνια που έρχονται, είναι βέβαιο ότι η συζήτηση για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα θα βρεθεί πολύ έντονα στο προσκήνιο. Κι επειδή κάποιοι θα προβάλλουν ως υπόδειγμα τα μεγάλα πανεπιστήμια στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ίσως είναι χρήσιμο να φωτίζονται και οι λιγότερο λαμπερές τους όψεις.

 

Η Ελένη Γουργού είναι βιολόγος στο πεδίο των νευροεπιστημών, ερευνήτρια β’ βαθμίδας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών.