«Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο» τόνισε στην κατάθεσή του ο σύζυγος της 32χρονης εγκύου Αγγελικής Παπαθανασοπούλου που ήταν ένα από τα τρία θύματα του εμπρησμού. Η άτυχη γυναίκα η οποία εκείνη την ημέρα είχε προγραμματίσει, αμέσως μετά τη δουλειά να πάει στο γυναικολόγο, όπου θα μάθαινε το φύλο του παιδιού, όπως είπε ο σύζυγός της Χρήστος Καραπαναγιώτης αισθάνθηκε πως δεν θα μπορούσε να γλυτώσει από την πυρκαγιά αφού η μοναδική έξοδος ήταν κλειδωμένη.
 
«Tο σχέδιο ήταν να φύγει στις 3 από το γραφείο και στις 4 είχε ραντεβού στο γυναικολόγο, αν όλα πήγαιναν καλά. Στις 2 παρά, μου τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου είπε με έντονο ύφος “Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο”. Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε “Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι”. Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί, αφού είχε κάνει ότι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά. Η μοναδική είσοδος – έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και κανείς δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
 
Ο υπάλληλος της τράπεζας Γιώργος Σταυρογιαννάκης ο οποίος εργαζόταν στον τελευταίο όροφο και κατάφερε να σωθεί, σπάζοντας μια καταπακτή καταθέτοντας τόνισε πως ούτε λίγο ούτε πολύ τα μέλη του Δ.Σ. της ΜARFIN τους καταλόγισαν πως όφειλαν να παραβούν τις εντολές που είχαν και να… φύγουν από το φλεγόμενο κτίριο. «Είχα την τύχη να βγω από την ταράτσα, αφού ένας συνάδελφος έσπασε μια καταπακτή. Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας καμινάδας. Η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη, ούτε μας έχει αποζημιώσει. Δεν μας κατηγόρησαν αλλά σε μία προσωπική συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση, με το ΔΣ της Marfin, όπου είχε παρευρεθεί και ο κ. Βγενόπουλος ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που είχαμε. Μας είπαν τί καθόμασταν για να κλείσουμε ταμείο ή τις επιταγές ενώ έπρεπε να φύγουμε, τη στιγμή που είχαμε εντολές».
 
Ουδείς θα μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία και να παρακούσει τις εντολές, τόνισε ο υπάλληλος της τράπεζας Σωτήρης Παπατζίκης ο οποίος αναφέρθηκε επίσης στις σκηνές πανικού που διαδραματίστηκαν στο υποκατάστημα. 
 
«Όταν συνέβη το περιστατικό, όλοι ούρλιαζαν και ήταν χαμένοι. Ανέβαιναν στους πάνω ορόφους σαν τα ποντίκια. Δεν ήταν το πρόβλημα η μολότοφ. Ήταν ότι δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Ο χρόνος υπήρχε. Θέλαμε μόνο να ακούσουμε ένα συγγνώμη και ένα γιατί. Εχουν περάσει τρία χρόνια, αλλά ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την τράπεζα. Αντ΄ αυτού στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε , παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιός θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι…Η ασφαλιστική εταιρεία της τράπεζας θέλησε να κάνει μια προσφορά στον ιδιοκτήτη του κτιρίου,. όμως τελικά δεν μπορούσε να το ασφαλίσει γιατί ζητούσαν πυροπροστασία και σύστημα πυρόσβεσης που δεν υπήρχαν».
 
Ως μάρτυρας κατέθεσε και – υπάλληλος τράπεζας Γιώργος Γκολιάς ο οποίος μίλησε για τον πανικό που επικράτησε μέσα στην τράπεζα και τις απεγνωσμένες προσπάθειες όσων ήταν εγκλωβισμένοι να σωθούν. «Άκουσα συναδέλφους να ανεβαίνουν τη σκάλα και να φωνάζουν “μας καίνε, μας καίνε”. Δεν μπορούσαμε να δούμε ούτε να αναπνεύσουμε. Βγήκα σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω, υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα.
 
Θεώρησα ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε».