Τι είναι ο έρωτας λοιπόν; Σε ένα από τα πιο διάσημα σωζόμενα αρχαία κείμενα περί έρωτος, το Συμπόσιο, ο Πλάτωνας παραθέτει, ανάμεσα σε άλλους, τις θεωρήσεις του Αριστοφάνη και του Σωκράτη για τον έρωτα. Για τον Αριστοφάνη, ποιητή κωμικό και προπομπό του δημοφιλούς μότο «σαρξ εκ σαρκός», ο έρωτας είναι το συναίσθημα εκείνο που μας θυμίζει πως μια φορά κι έναν καιρό ο άνθρωπος είχε τέσσερα χέρια και πόδια και δύο κεφάλια και τα φύλα ήταν τρία: το αρσενικό που ήταν «ηλίου γέννημα», το θηλυκό της γης, και της σελήνης το αρσενικοθήλυκο. Ο μύθος λέει πως τους χώρισε τους ανθρώπους όμως μια μέρα ο Δίας στην κατοπινή φύση τους, με αποτέλεσμα τα κουτσουρεμένα κορμιά να ποθούν την επανένωση με το «έτερον ήμισυ»· με άλλους άντρες οι άντρες απ’ το υλικό του ήλιου, με γυναίκες οι γήινες γυναίκες, και οι λοιποί σεληνιασμένοι (όπως θα συμφωνούσε και ο ύστερος υμνητής του έρωτα μεταξύ Πριγκίπισσας Λη-Τσέρυ και Τρυποκάρυδου Τομ Ρόμπινς) με ημίτομα του έτερου φύλου. Και αυτός ο πόθος της επανένωσης είναι ο ορισμός του έρωτα κατά τον πλατωνικό Αριστοφάνη. Ο Σωκράτης πάλι δεν εκφέρει δική του άποψη παρά μεταφέρει τη θεωρία της Διοτίμας, ιέρειας από τη Μαντίνεια, για τον έρωτα. Ο Έρωτας λοιπόν με Ε κεφαλαίο είναι παιδί της ζητιάνας Πενίας και του Πόρου, της προσωποποίησης του μέσου επίλυσης μιας δυσκολίας ή ικανοποίησης μιας ανάγκης. Είναι λοιπόν ο έρωτας εκ μητρός μεν φτωχός, άστεγος και στερημένος, εκ πατρός δε πανούργος κυνηγός, γαλίφης και αεικίνητος. Μήτε άπορος μήτε εύπορος, σύμφωνα με τη Διοτίμα ο Έρωτας, και μήτε σοφός μήτε χαζός, κάπου στη μέση να ποθεί το «ωραίο και το αληθινό» κι εμείς να ψαχνόμαστε.
Τρέχα γύρευε, δηλαδή. Ως και τον Πλάτωνα ξεσκονίσαμε και πάλι απάντηση δεν πήραμε για το τι είναι έρωτας. Γενικά ο έρωτας είναι συνυφασμένος με τη στέρηση, τη δυσκολία, το δράμα από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και σήμερα. Πάρτε για παράδειγμα τις αναπαραστάσεις του έρωτα στην ποπ κουλτούρα, αυτή την πολύ σημαντική παράμετρο στην κριτική θεωρία καθώς, σύμφωνα με τον Τέοντορ Αντόρνο και τον Μαξ Χορκχάιμερ στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού (1944), χειραγωγεί την κοινωνία με σκοπό την αποχαύνωση και την παθητικότητα.
Ένα δράμα, λοιπόν, ο έρωτας στην ταινία Το Ημερολόγιο (2004) όπου για να τον ζήσεις πρέπει να έχεις χορέψει στα κύματα, να έχεις ξαπλώσει στη μέση του δρόμου ενώ έρχεται νταλίκα, να έχεις χτίσει σπίτι στας εξοχάς με τα γυμνά σου μπράτσα, να έχεις απατήσει αυτόν που παντρεύτηκες επειδή σε πίεσε η μαμά σου, και να ζήσεις εν τέλει το happily ever after σου με έναν έρωτα που νικά ακόμα και τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Ένα δράμα ο έρωτας στη σειρά οι Δύο Ξένοι (1997-1999) όπου για να τον ζήσεις πρέπει να έχεις μισήσει, χαστουκίσει, εξευτελίσει, πονέσει, προδώσει το αντικείμενο του πόθου σου, που σας χώριζε, ούτως ή άλλως εξ αρχής, μέγα ταξικό και πολιτισμικό χάσμα.
Ένα δράμα ο έρωτας στους στίχους του Μιχάλη Κακογιάννη στο τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκι «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» (1955) όπου η Μελίνα Μερκούρη πνίγει τη χαρά στο δάκρυ, δεν βρίσκει γιατρειά, αλλά, παρόλ’ αυτά περιμένει τον έρωτα και ζητά όχι να πάψει ο πόνος, αλλά να σβήσει το φεγγάρι για να μην φαίνεται αυτός ο πόνος.
Ένα (πέρα από τον νόμο) δράμα ο έρωτας του εξηντάχρονου τότε Ποιητή του Αιγαίου Οδυσσέα Ελύτη που γράφει το 1971 ότι θα ήθελε να «κοιμηθεί παράνομα» με τη «Μικρή Πράσινη Θάλασσα δεκατριώ χρονώ».
Ένα δράμα ο έρωτας στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος (1939) που παρουσιάζει τέσσερις επικές ώρες αδιάλειπτης ωραιοποίησης της δουλείας των μαύρων στον Αμερικανικό Εμφύλιο και σαρκασμού της γυναικείας σεξουαλικής επιθυμίας, μόνο και μόνο για να έρθει η λύση-εκδίκηση με την περίφημη ατάκα του Κλαρκ Γκέιμπλ προς την Βίβιαν Λι «Frankly, my dear, I don’t give a damn».
Ένα δράμα ο έρωτας στην Άννα Καρένινα (1878) του Τολστόι, όπου ο μόνος τρόπος να ζήσει η ομώνυμη ηρωίδα τον έρωτά της με τον Βρόνσκι είναι πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.
Ένα δράμα ο έρωτας στις Μεγάλες Προσδοκίες (1861) του Ντίκενς όπου οι πρωταγωνιστές Πιπ και Εστέλλα περνούν των δεινών τους τον (ταξικό) τάραχο για να ξανασμίξουν, ενώ ο Πιπ δηλώνει ευθαρσώς ότι αγάπησε την Εστέλλα «ενάντια στη λογική, ενάντια στην υπόσχεση, ενάντια στην ψυχική ηρεμία, ενάντια στην ελπίδα».
Ένα δράμα ο έρωτας του ηλικιωμένου συνθέτη Γκούσταφ φον Άσενμπαχ προς τον Πολωνό έφηβο Τάτζιο στον Θάνατο στη Βενετία (1912) του Τόμας Μαν.
Ένα δράμα ο έρωτας στη Μεγάλη Χίμαιρα (1953) του Μ. Καραγάτση μεταξύ της Γαλλίδας Μαρίνας και του αδερφού του άντρα της Μηνά που συνδέεται με ναυάγια, φυσικές καταστροφές και τον τραγικό χαμό της μικρής της κόρης.
Ένα δράμα οι έρωτες στα σήριαλ του Παπακαλιάτη και του Μανούσου Μανουσάκη, με τρίγωνα μεταξύ συγγενών κάθε βαθμού στην πρώτη περίπτωση και σμιξίματα κάθε φυλής και πολιτισμού στη δεύτερη.
Ένα δράμα και ο πιο χιλιοτραγουδισμένος έρωτας όλων των εποχών, αυτός μεταξύ των εφήβων Ρωμαίου και Ιουλιέτας που ενώθηκαν ιδανικά μόνο με τον άδοξο κοινό θάνατό τους επιτυγχάνοντας και την αδύνατη έως τότε κοινωνική ειρήνη μεταξύ των οικογενειών τους.
Μια και ανοίξαμε τούτη την κουβέντα λοιπόν, θα ήταν ανόητο να υποστηρίξουμε ότι ο έρωτας δεν έχει μέσα του, εν τη γενέσει του, το στοιχείο του πολέμου. Ότι δεν υπάρχουν ψήγματα θανάτου, αποσύνθεσης και επιθετικότητας που συνυπάρχουν με την αήττητη σχεδόν, αν και πολιτισμικά συγκεκριμένη, επιθυμία να γίνεις ένα με τον άλλο, να ενωθείς μαζί του, να φτιάξετε ένα δικό σας μικρο-σύμπαν, μια δική σας ακατανόητη στους άλλους γλώσσα, ένα δικό σας τραγούδι, ένα δικό σας σπίτι, ένα δικό σας μωρό, ένα δικό σας γατί ή σκυλί, ή και τα δυο μαζί για τους πιο περιπετειώδεις. Ότι έρωτας είναι να ξυπνάμε πρωί Κυριακής καλή ώρα και να τρώμε αγκαλιασμένοι ψωμί με βιτάμ και να μην διαφωνούμε ποτέ και σε τίποτα. Όπως γράφει εύστοχα και ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού, «Ο έρωτας είναι μια πεισματάρα περιπέτεια. Η περιπετειώδης πλευρά είναι απαραίτητη, αλλά εξίσου απαραίτητη είναι και η επιμονή». Η ψυχαναγκαστική θετική ενέργεια του έρωτα αποτελεί μάλλον έναν υπεραναπληρωτικό μύθο ακριβώς επειδή ο έρωτας γεννιέται εν πολλοίς για να καλύψει το αγχωτικό κενό που δημιουργεί η επίγνωση του θανάτου.
Από πολιτική σκοπιά, οι πολιτισμικές νόρμες του καπιταλισμού, της λευκής υπεροχής και της ετεροκανονικής πατριαρχίας ασκούν εξουσία στην εξουσία των ερωτικών σχέσεων. Το ασυνείδητο παίζει, όμως, ταυτόχρονα και το δικό του παιχνίδι στην εδραίωση σχέσεων ανισότητας. Και με κάποιον τρόπο, αυτό που η ψυχανάλυση θα ονόμαζε αναβίωση της πρώιμης σχέσης φροντιστή και φροντιζομένου στον έρωτα, κάνει την ερωτική σχέση εξ ορισμού άνιση.
Αν παγιωθεί αυτή η σχέση σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο μεταξύ των συντρόφων και κλειστούν σε ένα συμβιωτικό κουκούλι που τίποτα δεν το διαπερνά, κινδυνεύουν οι ερωτευμένοι να γίνουν (παροδικά) τυφλοί σε αυτή την ανισότητα, φορώντας τα γυαλιά της ανάγκης τους, όπως φορούν, άλλοτε, τα γυαλιά της εκάστοτε ιδεολογίας τους. Μετά από τα πρώτα πυροτεχνήματα της εκπλήρωσης της φαντασίωσης της απόλυτης ένωσης, ίσως ο πόνος, η βία, τα δάκρυα, η αυτοϋποτίμηση, ο αλληλοσκοτωμός να κυριαρχήσουν. Και να αναβιωθεί τότε μια, ας το πούμε, σχέση μεταξύ βασανιστή και βασανιζόμενου (ακόμα και σε εναλλασσόμενους ρόλους).
Αν υπάρχει, όμως, εναλλαγή στους ρόλους φροντίδας, του τύπου ανέβασες πυρετό θα σου κάνω κομπρέσα εγώ, είχα μια δύσκολη μέρα στη δουλειά θα μαγειρέψεις εσύ, και μετά θα πάμε μια βόλτα, και θα γελάσουμε, και θα μιλήσουμε, και θα μοιραστούμε τα σουβλάκια και τα τσιγάρα μας, και θα κάνουμε λίγο δράμα στον τσακωμό αλλά θα έχουμε επίγνωση του δράματος, και θα γνωρίσουμε ο ένας τους φίλους και τα ενδιαφέροντα του άλλου, και θα κάνουμε νέους κοινούς φίλους μαζί, τότε οι ανισότητες, χωρίς να αφανίζονται, εξισορροπούνται ώστε να ανοίξουν δρόμο για μια οριζόντια σχέση αλληλεγγύης και συντροφικότητας.
Αντί να εναντιωνόμαστε κυνικά ή να ταυτιζόμαστε ρομαντικά, λοιπόν, με το δράμα του έρωτα, ίσως θα βοηθούσε να μάθουμε να φεύγουμε από μια συνθήκη που μπορεί να κάνει για ένα υπέροχο δραματικό σενάριο για ταινία, αλλά δεν κάνει για έρωτας. Και όταν ζήσουμε έναν έρωτα απλό, καθημερινό, μη δραματικό, συντροφικό, και αλληλέγγυο, ίσως να μοιάσει τελικά και πιο όμορφη η Αθήνα τον Αύγουστο.