Όπως προκύπτει από την έκθεση, οι επιφυλάξεις του ΓΠΚΒ βασίζοντας κυρίως στην πορεία των δημοσιονομικών στοιχείων, στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και σε συγκεκριμένα σημεία του φορολογικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης, όπως για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και την εναλλακτική φορολόγηση για τα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν στην Ελλάδα τη φορολογική τους κατοικία.
Ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό προκαλεί το γεγονός πως παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να μην καλυφθεί ο στόχος του 4% του ΑΕΠ που είχε θέσει η κυβέρνηση, με τον στόχο ωστόσο για 3,68% να θεωρείται ακόμα εφικτός.
Κατά την έκθεση, την οποία παρουσίασε σήμερα ο επικεφαλής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης, ο ρυθμός μεγέθυνσης διατηρείται, η ανεργία μειώνεται και οι αμοιβές αυξάνονται. Επιπρόσθετα, το ισοζύγιο παραμένει σχετικά ισορροπημένο παρά τους ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τους εμπορικούς της εταίρους. «Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εξέλιξη του πληθωρισμού που κινείται κοντά σε μηδενικά επίπεδα υποδεικνύοντας αργούσα παραγωγική δυναμικότητα».
Όπως αναφέρεται, διαπιστώνονται κάποιες αβεβαιότητες σε ότι αφορά προβλέψεις αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών που αντισταθμίζουν τις προβλεπόμενες μειώσεις φόρων στον προϋπολογισμό του 2020 και συνιστάται επαγρύπνηση για την ανάγκη τυχόν διορθώσεων. Παράλληλα το Γραφεί εκφράζει επιφυλάξεις για στη σκοπιμότητα του μέτρου της φορολογικής κατοικίας που προβλέπει το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, με την έννοια ότι εισάγει προνομιακή φορολογική μεταχείριση για όσους κάνουν χρήση του μέτρου. “Λιγότερα ενθαρρυντικά” χαρακτηρίζει η έκθεση τα στοιχεία τόσο για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς τους ιδιώτες τόσο και αυτές των οφειλετών του δημοσίου. Και οι δύο κατηγορίες σημείωσαν αύξηση η οποία ωστόσο, όπως σημειώνεται, μπορεί να οφείλεται και σε εποχικούς παράγοντες.
Οφειλές προς το δημόσιο
Από τα στοιχεία της έκθεσης προκύπτει ότι το τρίτο τρίμηνο του έτους σημειώθηκε αύξηση των οφειλετών του δημοσίου κατά 38.920 φυσικά και νομικά πρόσωπα εκ των οποίων τα 32.455 οφείλουν κάτω από 500 ευρώ. Από τα άτομα αυτά, ωστόσο, τα 12.581 είναι οφειλέτες με χρέη μικρότερα από 1 ευρώ. Το σύνολο των οφειλετών με χρέη κάτω από 1 ευρώ ανέρχονται σε 257.923.
Το σύνολο των οφειλετών του δημοσίου το τρίτο τρίμηνο ανήλθε σε 4.351.315 ενώ οι συνολικές οφειλές στα 104,915 δισ ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης ( κατά 1,823 δισ ευρώ) που σημείωσε το σύνολο των οφειλών το τρίτο τρίμηνο φέτος σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι οφείλεται στην αύξηση των χρεών όσων οφείλουν ποσά άνω του 1 εκατ. ευρώ. Τα χρέη τους αυξήθηκαν κατά 993,9 εκατ. ευρώ και ο αριθμός τους κατά 225 άτομα.
Η σύνοψη της έκθεσης του ΓΠΒ:
Στην έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αφού τονίζεται η θετική πορεία της οικονομίας στην σύνοψη των συμπερασμάτων της έκθεσης αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας κινούνται επίσης σε θετική κατεύθυνση, οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων έχουν αρθεί, οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων συνεχίζουν την αποκλιμάκωσή τους και οι προσδοκίες βελτιώνονται μετά την πρόσφατη αναβάθμιση από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s.
Από την άλλη πλευρά το διεθνές περιβάλλον εμφανίζει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας εξαιτίας των εμπορικών εντάσεων που προκαλεί επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και αναθεώρηση των προβλεπόμενων ρυθμών μεγέθυνσης προς τα κάτω. Σε αυτό το πλαίσιο οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν αναθεωρήσει τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στο 1,8% για το 2019 και 2,3% για το 2020.
Αναφορικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, καταγράφουμε μια σταθεροποίηση της υστέρησης του φετινού δημοσιονομικού αποτελέσματος σε σχέση με το προηγούμενο έτος που υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος για τη μη επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου έχει μειωθεί.
Το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή τον Οκτώβριο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,67% του ΑΕΠ για το 2019 και 3,56% για το 2020. Η γνώμη μας για το προσχέδιο που δημοσιοποιήθηκε στις 11/10 συμπεραίνει ότι «το προσχέδιο προϋπολογισμού 2020 είναι συμβατό με την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου, ωστόσο υπάρχουν αβεβαιότητες που σχετίζονται με τα περιθώρια εξοικονομήσεων των λειτουργικών δαπανών, την αποτελεσματικότητα των κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές και το ύψος του ρυθμού μεγέθυνσης. Η ορθή του εκτέλεση εξαρτάται από οικονομικές συμπεριφορές και συνθήκες που βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό έξω από τον άμεσο έλεγχο των δημοσιονομικών Αρχών. Συνεπώς, συνιστούμε επαγρύπνηση προκειμένου να διορθωθούν πιθανές αποκλίσεις».
Λιγότερο θετικά είναι τα στοιχεία για την πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου αυξάνονται σε όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ενώ οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των φορολογουμένων αυξήθηκαν κατά το τρίτο τρίμηνο, διακόπτοντας την τάση οριακής μείωσης που καταγράφηκε στα δύο πρώτα τρίμηνα. Σημειώνουμε, ωστόσο, ότι το φαινόμενο είναι εν μέρει εποχικό καθώς στο τρίτο τρίμηνο γίνονται οι εκκαθαρίσεις των φόρων εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας.
Μια σημαντική εξέλιξη του τρίτου τριμήνου ήταν η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχεδίου «Ηρακλής» για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών. Το συγκεκριμένο σχέδιο επιτρέπει την τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να είναι δυνατή η αφαίρεσή τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών ή η ευνοϊκότερη εποπτική τους αξιολόγηση. Το κράτος θα παρέχει εγγύηση για τους τίτλους με αυστηρούς όρους και η τιμολόγηση της προμήθειας για την κρατική εγγύηση θα γίνεται με όρους αγοράς, ελαχιστοποιώντας τον δημοσιονομικό κίνδυνο και αποφεύγοντας το ενδεχόμενο «κρατικής ενίσχυσης». Στόχος του σχεδίου είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα επόμενα χρόνια έως και κατά 30 δις ευρώ (από 75,4 δις ευρώ σήμερα) ώστε να βελτιωθεί η δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Εφόσον υλοποιηθεί αποτελεσματικά θα υποβοηθήσει την περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και την επιστροφή της σε επενδυτική βαθμίδα καθιστώντας τα ελληνικά κρατικά ομόλογα επιλέξιμα για συμμετοχή στον νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τέλος, κατατέθηκε για διαβούλευση το φορολογικό νομοσχέδιο εξειδικεύοντας τις φορολογικές πολιτικές που είχαν ενσωματωθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει σημαντικές επεκτατικές παρεμβάσεις, όπως η μείωση της φορολογίας νομικών και φυσικών προσώπων (άρθρα 6, 20, 22 και 24) που αναμένεται να επηρεάσουν θετικά την εγχώρια ζήτηση, καθώς και μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, όπως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές (άρθρο 7).
Θεωρούμε ότι αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου που προβλέπει εναλλακτική φορολόγηση για τα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα (παρόμοια σχήματα υπάρχουν και σε άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Κύπρος, η Μάλτα και η Πορτογαλία και σχεδόν ταυτόσημο στην Ιταλία). Αν και είναι κατανοητή η ανάγκη προσέλκυσης κεφαλαίων στη χώρα μας, πρέπει να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι αμφίβολο κατά πόσο θα επηρεάσει τα συνολικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη καθώς το ύψος της απαιτούμενης επένδυσης είναι μικρό (500.000 ευρώ εντός 3 ετών από την υποβολή της σχετικής αίτησης). Επίσης, περιλαμβάνει και κινητές αξίες (δηλαδή χρηματοοικονομικούς τίτλους) που δεν αυξάνουν το πάγιο κεφάλαιο και την απασχόληση ενώ οι τιμές τους παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα στις διακυμάνσεις των κεφαλαιαγορών.
Επιπρόσθετα, ο ορισμός ενός κατ’ αποκοπή φόρου 100.000 ευρώ ανά έτος ανεξάρτητα από το ύψος των εισοδημάτων ενδέχεται να εισάγει προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα που είναι ήδη φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και φορολογούνται κανονικά για τα εισοδήματα που εισπράττουν από το εξωτερικό. Αυτό θα συνιστούσε απόκλιση από την έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης και θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη φορολογική συνείδηση και συμμόρφωση του συνόλου των πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο θα πρέπει να συνοδευτεί από αυστηρές ασφαλιστικές δικλείδες σχετικά με την προέλευση των εισοδημάτων, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσέλκυσης χρημάτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες».
Αναλυτικά η έκθεση του ΓΠΚΒ: