Η ερώτηση που κατατέθηκε από τον Κ. Βελόπουλο και τέσσερις ακόμη βουλευτές του στις 31 Αυγούστου στη Βουλή ξεκινά με τη φράση «Γίναμε όλοι μάρτυρες μιας ιδιαίτερα απεχθούς και ακατανόητης πρακτικής». Είναι το μόνο σημείο στο οποίο συμφωνούμε, μέχρι να εξηγήσουν ότι ως απεχθή πρακτική εννοούν το ρεπορτάζ της Γ. Κριεμπάρδη και της Ν. Ψαράκη με τίτλο «Φασίστες καλούν σε πογκρόμ προσφύγων και μεταναστών μέσω viber». 

12343906(3)

 

 

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το ρεπορτάζ το οποίο ενοχλεί τον κ.Βελόπουλο και το κόμμα του, έχει συμπεριληφθεί στη δικογραφία της υπόθεσης απαγωγής των 13 προσφύγων στον Έβρο και παράλληλα, περιλαμβάνεται στην πρόσφατη παραγγελία του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γιώργου Σκιαδαρέση προς την Εισαγγελία Αλεξανδρούπολης, για διερεύνηση πιθανών ρατσιστικών εγκλημάτων. Μέσα στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, δημοσιεύσαμε, μεταξύ άλλων, φωτογραφίες προσφύγων από τη Συρία, μαζί με γυναίκες και παιδιά, πριν απομονωθούν και αιχμαλωτιστούν από τους 3 «σερίφηδες», αλλά και βίντεο με Εβρίτη να δίνει «οδηγίες» σε άλλους πολίτες για τις περιπολίες. 

Δεν θεωρούμε τυχαίο το ότι ένα κόμμα που έχει υποστηρίξει επανειλημμένα, δια του Προέδρου του αλλά και του βουλευτή του, του Π. Παπαδάκη, τους 3 κυνηγούς κεφαλών στην υπόθεση της απαγωγής των 13 προσφύγων, στρέφεται κατά του Μέσου Ενημερωσης που έχει δημοσιεύσει σειρά αποκαλυπτικών δημοσιευμάτων για την υπόθεση. Το γεγονός ότι ένας αρχηγός Κοινοβουλευτικού Κόμματος, μαζί με 4 ακόμα βουλευτές, υπογράφει ερώτηση κατά Μέσου Ενημέρωσης, ζητώντας κυρώσεις από την κυβέρνηση, είναι αδιαμφισβήτητα μία προσπάθεια λογοκρισίας και επίθεσης στην Ελευθερία του Τύπου.

Ο Κυριάκος Βελόπουλος αλλά και ο συνυπογράφων της ερώτησης στη Βουλή για το ThePressProject, Πάρης Παπαδάκης, κατά το ξέσπασμα των πυρκαγιών στον Έβρο προχώρησαν σε αναρτήσεις που τροφοδότησαν το ρατσιστικό μίσος για το ανθρωποκυνηγητό που παρακολουθήσαμε.

Image

Την ανάρτηση αυτή ακολούθησε ένα tweet του Κ.Βελόπουλου που έκανε λόγο για την ανάγκη δημιουργίας πολιτοφυλακής κι εθνοφυλακής. 

Πολιτοφυλακή που επιχειρήθηκε σε δημόσια θέα μάλιστα να δημιουργηθεί με «οργανωτή» ένα πρόσωπο που εμφανίζεται σε βίντεο μαζί με τον Πάρη Παπαδάκη, όπως αποκαλύπτει η Εφημερίδα των Συντακτών. Συγκεκριμένα, ο άνθρωπος που απεικονίζεται στο πρωτότυπο βίντεο που δημοσίευσε το ΤΡΡ  να δίνει οδηγίες προς τους επίδοξους «κεφαλοκυνηγούς» με την παράκληση να μην χρησιμοποιήσουν όπλα και μαχαίρια, καθώς όπως λέει «δεν τους αφήνουν και θα έχουν προβλήματα», είναι ο ίδιος άνθρωπος που, όπως αποδεικνύεται από τα νέα στοιχεία, έκανε περιπολίες μαζί με τον Πάρη Παπαδάκη χρησιμοποιώντας μάλιστα το κρατικό αυτοκίνητο της Βουλής, στο οποίο είχαν τοποθετήσει και αστυνομική σειρήνα.

Βεβαίως αυτή τη στιγμή έχουμε ήδη την πρώτη γεύση μιας μικρής δικαίωσης για τα θύματα της απαγωγής, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι οι 13 μετανάστες δεν χρήζουν προφυλάκισης, παρά το γεγονός ότι δεν είναι γνωστής διαμονής. Αντιθέτως, για τους κατηγορούμενους για απαγωγή, μετά την αρχική διαφωνία ανακρίτριας και εισαγγελέα έκρινε τελικά ότι πρέπει να προφυλακιστούν. Είναι μάλλον ακατάλληλη στιγμή δηλαδή για να ξαναπεί κανείς αυτά που οι υπογράφοντες βουλευτές και ο πρόεδρός τους διακινούν εδώ και τόσες μέρες. 

Εσχάτως και με τη συνδρομή του Πρωθυπουργού, διακινούνται σενάρια που ενοχοποιούν τους μετανάστες χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο, και μάλιστα παρά το γεγονός ότι έχουμε από την αρχή ανακοίνωση της πυροσβεστικής ότι η φωτιά προήλθε από κεραυνό. Έχουμε διαρκή παρακίνηση σε βία εναντίον τυχαίων προσφύγων που θα βρεθούν στον δρόμο όσων οργανώνουν αυτές τις ομάδες κρούσης. Όπως κάνει πολύ συχνά η ακροδεξιά, την ώρα που το κάνουν αυτό, περιγράφουν τη δημοσιοποίηση των συνομιλιών στο ρεπορτάζ ως «κυνήγι κεφαλών»! Ίσως σε κάποιους κύκλους να λειτουργεί η αντιστροφή της πραγματικότητας. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι κάνουμε λόγο περί «δοσιλόγων της αστυνομίας», που είναι κάτι που δεν αναφέρεται σε δικό μας κείμενο, συνεπώς δεν μπορούμε να απαντήσουμε.

Το επιχείρημα της ερώτησης είναι πως η δημοσίευση στοχοποιεί τους πολίτες του Έβρου, οι οποίοι (και στη συνέχεια ακολουθεί ο πολλαπλά διάτρητος και αποδομημένος ήδη υπερασπιστικός ισχυρισμός τους) «βλέποντας άγνωστης ταυτότητας πρόσωπα να διαπράττουν ένα άνευ προηγουμένου αυτόφωρο έγκλημα, καταστρέφοντας το περιβάλλον της πατρίδας μας, καίγοντας περιουσίες βιοπαλαιστών Ελλήνων και θέτοντας την ζωή των τελευταίων σε κίνδυνο, έδρασαν στα περιθώρια του δικαιώματος που τους παρέχει το άρθρο 275 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

Αυτό που προκύπτει από το ρεπορτάζ, και το οποίο η ερώτηση δεν κάνει τον κόπο να θέσει, είναι ότι η απαγωγή των υποτιθέμενων δραστών, των μεταναστών που βρέθηκαν εκεί μαζί με τα παιδιά τους, προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας σχεδιασμένης και συντονισμένης αναζήτησης μεταναστών, δεν αφορά μία αυθόρμητη αντίδραση σε ένα συντελούμενο έγκλημα. Πώς προκύπτει ότι έβαζαν φωτιές οι 13; Το λένε οι απαγωγείς τους! Μάλιστα, οι απαγωγείς τους οι οποίοι συνεννοούνταν σε συνομιλίες με ρατσιστικό περιεχόμενο για να βγουν να τους κυνηγήσουν.

Εξ ου και οι κραυγαλέες αντιφάσεις, όπως ότι ο βασικός δράστης ισχυρίζεται ότι το γεγονός συνέβη δίπλα στον χώρο εργασίας του, ενώ ακούγεται να λέει στο βίντεο ότι τους έχουν αναζητήσει στα βουνά.

Αναρωτιέται μετά μήπως ανήκουμε «σε κάποια ΜΚΟ ειδικού σκοπού» και τι ακριβώς θέλουμε «αφήνοντας τους εμπρηστές ανεξέλεγκτους»; Όλη η συνωμοσιολογία της ακροδεξιάς σε δύο φράσεις. Η ανεξέλεγκτη ψηφοθηρία του Κ. Βελόπουλου μπορεί να εξυπηρετείται θέτοντας τέτοια ερωτήματα. Η πραγματικότητα είναι πιο πεζή: τι αποδεικνύουν οι συνομιλίες που δημοσιεύτηκαν, αυτό είναι το ερώτημα. Το να πεις ότι αυτός που τα δημοσιεύει είναι γκρίζος λύκος που πληρώνεται από τον Σόρος δεν είναι απάντηση,  είναι επικοινωνιακή διαχείριση.

Ας καταλήξουμε με μια προσπάθεια να σκεφτούμε τη διατύπωση ότι ο χαρακτηρισμός “φασίστας” είναι ποινικά ελέγξιμη πράξη. Είναι δικαίωμά τους να θίγονται όταν τους αποκαλεί κάποιος φασίστες. Είναι μάλιστα θετικό. Γιατί είναι σαφές ότι φασίστες αποκαλούμε όσους οργανώνουν πογκρόμ εναντίον μεταναστών.

Είναι απορίας άξιο, λοιπόν,  πώς δεν θίγονται όταν προκύπτουν συνομιλίες που δείχνουν ότι οργανωμένα και με ρατσιστικό κίνητρο αναζητούν άτομα μεταναστευτικής καταγωγής με μόνο κριτήριο τη φυλή, τους βάζουν στην καρότσα και τους περιφέρουν μιλώντας για «25 κομμάτια». Οι πράξεις αυτές είναι παράνομες, ό,τι κι αν νιώθουν υποκειμενικά οι δράστες.  Είναι αληθές ή ψευδές το δημοσίευμα; Να μια πολύ βασική ερώτηση που θα πρέπει να απαντηθεί πριν να συζητήσουμε οτιδήποτε άλλο. 

Το Άρθρο 275 προβλέπει πράγματι ότι σε περίπτωση διάπραξης αυτόφωρου κακουργήματος ο πολίτης έχει το δικαίωμα να συλλάβει τον δράστη για να τον προσαγάγει αμέσως στον εισαγγελέα. Το ρεπορτάζ που ενόχλησε τόσο πολύ αποδεικνύει ακριβώς ότι δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Πρόκειται για οργανωμένη επίθεση με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, όχι για αυθόρμητη αντίδραση στη διάπραξη κακουργήματος. 

Γράφει, τέλος, πως δεν ρίξαμε ούτε ένα ποτήρι νερό ενώ καίγεται ο Έβρος. Μπορεί και να ρίχνουμε νερό, να είμαστε στην ιδιωτική μας ζωή εθελοντές, μπορεί και να μη ρίχνουμε, να φοβόμαστε. Πάντως η δική μας δουλειά, επειδή είμαστε δημοσιογράφοι και όχι πυροσβέστες, είναι να γράφουμε, και κρινόμαστε από το αν γράφουμε αλήθεια ή ψέματα. Το περίεργο είναι ότι οι Εβρίτες για τους οποίους μιλάμε εμφανίζονται σε βίντεο να κάνουν διάφορα άλλα, όπως πογκρόμ, αλλά πάντως να μη ρίχνουν νερό. Την ώρα που καίγονταν τα δάση, η μέριμνά τους ήταν να διαπράξουν ένοπλη απαγωγή απέναντι σε ανθρώπους αθώους, που βρίσκονται κατηγορούμενοι με μόνο στοιχείο τη μαρτυρία των, προφυλακισμένων πλέον, απαγωγέων τους. 

 

Καταλήγει το κείμενο με τις ερωτήσεις: 

Ερωτώνται οι κ. κ. Υπουργοί:

  1. Ποιοι είναι οι ανωτέρω αναφερόμενοι συντάκτες του άρθρου της ιστοσελίδας «the press

project», που στοχοποιούν και τρομοκρατούν Έλληνες πολίτες, συκοφαντώντας τους,

κατηγορώντας τους άδικα και δημοσιοποιώντας στοιχεία των κατοίκων του Έβρου που

συνέλαβαν τους επίδοξους εμπρηστές στα πλαίσια του αυτοφώρου, ώστε να τους γνωρίζει ο

ελληνικός λαός;

Σε αυτό δεν χρειάζεται να ερωτηθεί η βουλή, πρόκειται για ενυπόγραφα κείμενα. Ίσως εννοεί κάτι άλλο, ίσως δεν μας πιστεύει ότι υπογράφουμε με τα πραγματικά μας ονόματα. 

Αναφέρει ότι δημοσιοποιήσαμε τα στοιχεία τους. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Όλα τα βίντεο έχουν καλυμμένα τα ονόματα. 

Και μετά ερωτούν: 

Νομιμοποιούνται οι ανωτέρω συντάκτες της ιστοσελίδας «the press project» να λειτουργούν με τον ανωτέρω τρόπο, τρομοκρατώντας, λοιδορώντας και στοχοποιώντας πολίτες που εκτελούν το καθήκον τους, συλλαμβάνοντας νόμιμα κακοποιούς στα πλαίσια του αυτοφόρου εγκλήματος; Αν όχι, ποιες κυρώσεις προτίθεστε να επιβάλλετε στους πρώτους;

Σε αυτό να δοκιμάσουμε να απαντήσουμε εμείς. Αυτό που περιγράφεται ως τρομοκρατία, στοχοποίηση, λοιδορία (!), είναι η δημοσιοποίηση πραγματικών συνομιλιών, όπου τεκμηριώνεται η οργάνωση και το ρατσιστικό κίνητρο των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν. Ας τα διαψεύσουν. Όσο για τις κυρώσεις, είμαστε και εμείς πολύ περίεργοι να δούμε ποιες μπορεί να είναι οι κυρώσεις για την άσκηση της δημοσιογραφίας.  Ως τότε, χαιρόμαστε βλέποντας ότι ακόμη και μετά την τρομερή ταλαιπωρία των θυμάτων της απαγωγής, αφού πρώτα πέρασαν αυτά που πέρασαν και μετά βρέθηκαν κρατούμενοι με μόνο στοιχείο τη μαρτυρία του απαγωγέα τους, βρίσκονται τώρα ελεύθεροι. 

Το ρατσιστικό μίσος που διαχέει στην κοινωνία η Ελληνική Λύση οπλίζει το χέρι των επίδοξων σερίφηδων, με τα φασιστικά σύμβολα στο αυτοκίνητο, να κακοποιούν φτωχούς και αδύναμους συνανθρώπους μας. 

Οι απαντήσεις στις δύο ερωτήσεις που θέτει το κόμμα της Ελληνικής Λύσης είναι πολύ εύκολο να δοθούν από μας. Υπογράφουμε με τα ονόματά μας, θα χαρούμε πολύ “να μας γνωρίσει ο ελληνικός λαός” -όπως αναφέρει η ερώτηση- και να μάθει το έγκλημα που διαπράττεται αυτή τη στιγμή με πολιτική υποκίνηση και της Ελληνικής Λύσης, και θα συνεχίσουμε να γράφουμε. Κυρώσεις για την άσκηση της δημοσιογραφίας δεν προβλέπονται από όσο ξέρουμε, και μάλιστα από τη Βουλή. 

Με άλλα λόγια, θα συνεχίσουμε να περιγράφουμε τα ρατσιστικά εγκλήματα όπου τα βλέπουμε. Θα συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας όσο γίνεται καλύτερα. Και θα συνεχίσουμε να έχουμε διαφορετική άποψη από τον Κυριάκο Βελόπουλο και το κόμμα του για το τι «χωρεί σε μία Δημοκρατία» και τι όχι.