Τις ημέρες των μεγάλων λαϊκών ξεσηκωμών συνήθως ανθίζουν όμορφα πράγματα στις συνειδήσεις και τις καρδιές των ανθρώπων. Η πληθώρα συναισθημάτων του καταπιεσμένου αλλά και αποφασισμένου λαού που μετουσιώνεται σε μαζικούς αγώνες στους δρόμους, στα σωματεία και τις οργανώσεις ήταν και θα είναι πάντα η απάντηση στο οποιοδήποτε σύστημα προσπαθεί να μετατραπεί σε τυραννική ηγεμονία. Όπως είναι φυσικό, εκείνος ο βαρύγδουπος ήχος της βαριάς αλυσίδας που σπάει μέσα σε λίγες στιγμές και γεμίζει με ελπίδα και ενότητα το πλήθος θα βρίσκει πάντα, αργά ή γρήγορα, το μονοπάτι του και τις αναπαραστάσεις του στο πεδίο της τέχνης. Έτσι, τα τραγούδια του λαϊκού ξεσηκωμού αποτελούν βασικό τμήμα της λεγόμενης «αντί-κουλτούρας» (counterculture) και έχουν μια μακρά ιστορία στο πολιτικό τραγούδι τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και ειδικά στις ΗΠΑ, με πολλαπλές πτυχές και σημασίες αλλά και διαφορετικές πολιτικές επιδιώξεις αναλόγως την εποχή που γράφονται.

Κυρίως, όμως, αποτελούν μερικούς από τους βασικούς δείκτες της εκάστοτε ιστορικής στιγμής, ένα ιδιόμορφο «βαρόμετρο» που αποτυπώνει εμπράκτως τα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα της εποχής του, όπως και τους τρόπους που αυτά εκφράζονται από τις διαφορετικές πολιτικές γραμμές που προσπαθούν να ηγεμονεύσουν η μια πάνω στην άλλη στην εκάστοτε συγκυρία. Εκτός της βασικής τους λειτουργίας, να ανυψώσουν το ηθικό των αγωνιστών, μέσα από τη μελέτη τους δύναται να ιχνηλατηθεί σε μεγάλο βαθμό η κουλτούρα των ανθρώπων που τα δημιουργούν και τα κάνουν κτήμα τους μετατρέποντας αυτά σε βασικό στοιχείο της δικής τους πολιτικής κληρονομιάς.

 

“Solidarity forever

Solidarity forever

Solidarity forever

For the Union makes us strong”

Pete Seeger, “Solidarity Forever”

 

 

Μεγάλες και μικρές ιστορίες «κόκκινων» τραγουδιών

 

Στην πρόσφατη ανθολογία εργατικών τραγουδιών («Wobbly Songs») του Archie Green με τίτλο «The Big Red Songbook» -μια συνέχεια του «Little Red Songbook» που εκδόθηκε το 1909-, ο Αμερικανός συνδικαλιστής και μουσικός της country Utah Phillips τονίζει κατηγορηματικά στον επίλογό του: «Πλέον τα παιδιά δεν έχουν έναν μικρό αδερφό να εργάζεται στα ανθρακωρυχεία, μια μικρή αδελφή να βήχει τους πνεύμονές της πάνω από τους αργαλειούς των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων στα Βορειοανατολικά. Γιατί; Επειδή οργανωθήκαμε! Σπάσαμε τη ραχοκοκαλιά των sweatshops σε αυτή τη χώρα. Έχουμε νόμους για την παιδική εργασία. Αυτά δεν ήταν καλοπροαίρετα δώρα από τη φωτισμένη διοίκηση. Τους πολέμησαν, τους αφαίμαξαν, τους νίκησαν οι εργάτες, άνθρωποι σαν εμάς. Τα παιδιά πρέπει να το ξέρουν αυτό. Γι’ αυτό τραγουδάω αυτά τα τραγούδια. Γι’ αυτό λέω αυτές τις ιστορίες, διάολε. Χωρίς ρίζες δεν φυτρώνουν καρποί!».

Ο Utah Phillips με αυτό το σχόλιο του τονίζει την ανάγκη κληροδότησης της κουλτούρας του αγώνα στις επόμενες γενιές, τη μεταλαμπάδευση της γνώσης ότι οι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες χαρακτηρίζονται από το ιστορικό βάθος γενεών και δεν αποτελούν μόνο στιγμιαίες εκρήξεις του αγανακτισμένου κόσμου. Ακριβώς και αυτός ήταν και ο αρχικός στόχος της δημιουργίας αυτών των τραγουδιών, να καταγράψουν μέσα από την τέχνη τη στιγμή της διεκδίκησης των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, να επιδείξουν πως τίποτα δεν υπήρξε δεδομένο πριν κατακτηθεί μέσα από τους μαζικούς αγώνες. Να δείξουν στις επόμενες γενιές πως τίποτα, ποτέ δεν μας χαρίστηκε.

Εξέγερση του Χέιμαρκετ, Σικάγο 4 Μαΐου 1886.

 

Πολλοί καλλιτέχνες της αμερικανικής folk/country μουσικής ήταν ενεργοί συνδικαλιστές με μακρά πορεία στον χώρο των σωματείων και των συνδικάτων, ενώ αρκετοί από αυτούς υπήρξαν και ταγμένοι κομμουνιστές ή αναρχικοί που υπέστησαν βάρβαρους διωγμούς, φυλακίσεις μέχρι και εκτελέσεις από τις αμερικανικές κυβερνήσεις, με αποκορύφωμα την αντικομμουνιστική πολιτική του Γερουσιαστή Μακάρθι και το «κυνήγι των κόκκινων μαγισσών» μέσω της διαβόητης «Μαύρης Λίστας» του που πλήγωσε βαθιά τον εργατικό συνδικαλισμό στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950.

Παρ’ όλες τις διώξεις, τα κυνηγητά και τον οικονομικό στραγγαλισμό, αυτοί οι -κυρίως αυτοδίδακτοι και εργάτες οι ίδιοι- μουσικοί «των δρόμων» τραγουδούσαν με τα αυτοσχέδιά όργανά τους τα «Συνδικαλιστικά Τραγούδια» τους (“Trade Union Songs”) μπροστά από καπνισμένες φάμπρικες, από κουρελήδες εργάτες και εργάτριες, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, δίνοντας ώθηση στον αμερικανικό λαό να οργανωθεί συνδικαλιστικά και να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του. Αυτό το είδος των τραγουδιών γνώρισε καταιγιστική ακμή την εποχή της «Μεγάλης Ύφεσης» που ακολούθησε μετά το χρηματοπιστωτικό Κραχ του ’29.

Τεράστιες μορφές της αμερικανικής μουσικής που αγαπήθηκαν αργότερα από όλο τον πλανήτη, ξεπήδησαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου, όπως ο Woody Guthrie και ο Pete Seeger, που όχι μόνο έγραψαν τα δικά τους μεγαλειώδη πολιτικά τραγούδια αλλά επιδόθηκαν σε συστηματικές καταγραφές των παλιών «συνδικαλιστικών τραγουδιών», έτσι όπως αυτά διαδόθηκαν από τους πρωτοπόρους του είδους στις αρχές του 20ου αιώνα από περιοχή σε περιοχή μέσω της προφορικής παράδοσης, χωρίς τα περισσότερα να έχουν ηχογραφηθεί ποτέ.

Τα αμερικανικά «συνδικαλιστικά τραγούδια», έτσι και αλλιώς, αποτελούν ένα τεράστιο κεφάλαιο στο παγκόσμιο πολιτικό τραγούδι. Γραμμένα κυρίως από βιομηχανικούς εργάτες που πρωτοστάτησαν στις μεγάλες απεργίες για τη διεκδίκηση του οχταώρου στο Σικάγο το 1886 και αργότερα στην ίδρυση του παγκόσμιου εργατικού σωματείου Industrial Workers of the World (I.W.W.) πάλι στο Σικάγο το 1905, συνήθως ήταν ντυμένα είτε με ήδη γνωστές παραδοσιακές μελωδίες (κυρίως πάνω σε θρησκευτικούς ύμνους ή σε γνωστά ευρωπαϊκά παραδοσιακά τραγούδια) αλλά με καινούριους στίχους, εξολοκλήρου πολιτικούς που έδιναν έμφαση στη συνδικαλιστική οργάνωση, την ενότητα των εργατών και την αλληλεγγύη, ενώ δεν παρέλειπαν να εκθέσουν τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας του προλεταριάτου και να επιδείξουν τους κεφαλαιοκράτες ως τους κύριους υπεύθυνους για αυτή την εξαθλίωση.

Έτσι και αλλιώς, στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της προερχόταν από το ευρωπαϊκό προλεταριάτο, από εμιγκρέδες που ταξίδευαν στη νέα «Γη της επαγγελίας» ώστε να φτιάξουν μια καινούρια ζωή, μεταφέροντας μαζί τους τις δικές τους μουσικές παραδόσεις που γρήγορα από την κουλτούρα της αμερικανικής εργατικής τάξης, αποτελώντας τον χαρακτηριστικό πυρήνα της και δίνοντας σε αυτήν νέες διαδρομές και πολλαπλές μεταμορφώσεις.

Μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια εκείνης της εποχής αφορούν, όπως είναι φυσικό, τη διεκδίκηση του οχταώρου, τις συνθήκες εργασίας αλλά και τις διώξεις που δεχόντουσαν κατά κόρον οι οργανωμένοι εργάτες από τα αφεντικά, τις δολοφονικές επιθέσεις εις βάρος τους, αλλά και τις δίκες-παρωδίες που εύκολα κατέληγαν στο εκτελεστικό απόσπασμα

Μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του αμερικανικού συνδικαλιστικού κινήματος των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξε ο Joe Hill. Ο Hill ήταν Σουηδός μετανάστης στις ΗΠΑ, βιομηχανικός εργάτης, συνδικαλιστής και στιχουργός πολλών από τα πιο γνωστά τραγούδια της εποχής, όπως το «Rebel Girl», αφιερωμένο στη συνδικαλίστρια Elizabeth Gurley Flynn -μια από τις πρώτες γυναίκες συνδικαλίστριες με σημαντικούς αγώνες στο γυναικείο ζήτημα-, το «The Preacher and the Slave», ένα τραγούδι που δανείζεται τη μελωδία από τον Χριστιανικό ύμνο «In the Sweet By-and-By», παρωδώντας τους θρησκευτικούς ταγούς που προσπαθούν να ποδηγετήσουν το εργατικό κίνημα λειτουργώντας ως κυματοθραύστες των αγώνων τους, αλλά και πολλά αντιπολεμικά τραγούδια που εναντιώνονταν στο σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Joe Hill εκτελέστηκε το 1915 για τη συνδικαλιστική του δράση, μετά από φοβερές διώξεις από την αστυνομία και το αμερικανικό παρακράτος που ακολουθούσαν τις επιταγές του βιομηχανικού κεφαλαίου. Έκτοτε, η προσωπικότητα του Hill μετατράπηκε σε μάρτυρα για την εργατική τάξη και σε σύμβολο των αμερικανικών ταξικών αγώνων, με πολλούς νεότερους μουσικούς να συλλέγουν και να ηχογραφούν τα τραγούδια του ή να γράφουν καινούρια κομμάτια αφιερωμένα στην πολιτική δράση του και στην άδικη εκτέλεσή του. Μεταγενέστεροι τροβαδούροι, όπως η Joan Baez και ο Bruce Springsteen συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να «ονειρεύονται τον Joe Hill» στις συναυλίες τους, γειώνοντας την αγωνιστική ιστορία με τη σύγχρονη εποχή.

“I dreamed I saw Joe Hill last night,
Alive as you or me
Says I, “But Joe, you’re ten years dead,”
“I never died,” says he.
“I never died,” says he.”

Earl Robinson, “I dreamed I saw Joe Hill last night”, 1936.

 

Αντιστρέφοντας την Americana στην εποχή της «Μεγάλης Ύφεσης»

Μέσα στη δίνη εκείνων των καιρών που ακολούθησαν την Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιουργήθηκαν πολλά τραγούδια που αποτύπωναν την καθημερινότητα και την πάλη των εργατών, τα οποία μεταφέρθηκαν μέσα από διάφορες παραλλαγές στους στίχους και τη μουσική από πολιτεία σε πολιτεία. Τη δεκαετία του 1930 αρχίζουν και οι πρώτες συστηματικές ηχογραφήσεις αυτών των τραγουδιών από νέους μουσικούς οι οποίοι αναλαμβάνουν και τον ρόλο του συλλέκτη αυτών των διαφορετικών παραλλαγών.

Ίσως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εργατικά τραγούδια της εποχής, το οποίο ξέφυγε από το δικό του ιστορικό πλαίσιο και διατέλεσε τη δική του τροχιά μέσα στην παγκόσμια μουσική με δεκάδες διασκευές, υπήρξε το «Which Side Are you On σε στίχους και μουσική της συνδικαλίστριας Florence Reece.

 

Για την ιστορία, το τραγούδι αποτελεί μέρος ενός κύκλου τραγουδιών για τις απεργίες στα ανθρακωρυχεία της κομητείας του Χάρλαν τη δεκαετία του 1930.

Όπως αναφέρει ένα σχετικό αφιέρωμα: «Ο ‘πόλεμος της κομητείας του Χάρλαν’ κράτησε καθ’ όλη τη δεκαετία του ’30. Σημαδεύτηκε από πολλούς απεργιακούς αγώνες και αμέτρητη βία ενάντια στους εργάτες ανθρακωρύχους και τις οικογένειες τους. Το 1931 προσπαθώντας ο σερίφης και οι άντρες του να εκφοβίσουν τον πρωτοπόρο συνδικαλιστή Sam Reece, εισέβαλαν στο σπίτι του. Δεν βρήκαν τον ίδιο αλλά τη γυναίκα και τα παιδιά του. Τους τρομοκράτησαν επιχειρώντας να εξαναγκάσουν τον Reece να σταματήσει τον απεργιακό αγώνα. Η σύζυγός του Florence, όμως, όχι μόνο δε φοβήθηκε αλλά εμπνεύστηκε τους στίχους του “Which side are you on”, τους οποίους και έγραψε σε ένα ημερολόγιο τοίχου στην κουζίνα του σπιτιού τους.

Επάνω στη μελωδία του ύμνου των βαπτιστών, “Lay the Lily Low” οι στίχοι της Florence βρήκαν το ιδανικό τους αντάμωμα. Τη δεκαετία του ’70 η Reece επίσης στήριξε το μεγάλο απεργιακό κίνημα των ανθρακωρύχων στο Χάρλαν. Η αυθεντική εκτέλεση με τη φωνή της Reece συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ “Coal Mining Women” όπου αποτελεί μοναδικό ντοκουμέντο με την ίδια να το ερμηνεύει…».

«Μην ακούτε τα ψέματα των αφεντικών.

Οι φτωχοί δεν έχουν άλλη ευκαιρία,

εκτός αν οργανωθούν.

Εσύ, σε ποια πλευρά ανήκεις;»

Το «Which Side Are you On» ηχογραφήθηκε επίσημα για πρώτη φορά από τους Almanac Singers (Woody Guthrie, Pete Seeger, Lee Hays, Millard Lampell) στον δίσκο «Talking Union» το 1941. Να σημειωθεί πως αυτό το συγκρότημα όπως και οι συντελεστές του, αποτέλεσαν τoν βασικό δίαυλο των παλαιότερων συνδικαλιστικών τραγουδιών με τους νεότερους πολιτικούς αγώνες εναντίον του φασισμού και των φυλετικών διακρίσεων τόσο την περίοδο του Μεσοπολέμου όσο και μεταπολεμικά, ενώ μετέφρασαν τραγούδια του Ισπανικού Εμφυλίου αλλά και στίχους του Bertolt Brecht. Ακολούθως, το τραγούδι της Florence Reece διασκευάστηκε μεταγενέστερα από μια πλειάδα καλλιτεχνών όπως οι Tom Morello, το ιρλανδικό συγκρότημα Dropkick Murphies και η Natalie Merchant.

 

Η πιο εμβληματική, ίσως, μορφή του πολιτικού τραγουδιού των ΗΠΑ δεν έπαψε ποτέ να είναι ο μέγιστος Woody Guthrie, αδερφικός φίλος του Pete Seeger, μέλος των Almanac Singers και κύρια έμπνευση του Bob Dylan. Ερμηνεύοντας παλιά εργατικά τραγούδια αλλά και δικά του, ο Guthrie διέσχιζε όλη την Αμερική για πολλές δεκαετίες κρατώντας στα χέρια του «μια μηχανή που σκοτώνει φασίστες», όπως ονόμαζε την κιθάρα του, μέχρι μια βαριά νευρολογική ασθένεια να τον κρατήσει καθηλωμένο και παράλυτο στο κρεβάτι από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι τον θάνατο του το 1967.

Ο Guthrie τραγουδούσε στη φτωχολογιά και στους χιλμπίλις για τα βάσανα της εργατιάς, για την ασυδοσία των αφεντικών, για τη φτώχεια και την εξαθλίωση που επέφερε η οικονομική κρίση του 1929 αλλά και για τους μάρτυρες της εργατικής τάξης που σκοτώνονταν σωρηδόν για το κέρδος του κεφαλαίου. Τραγουδούσε επίσης εναντίον του πολέμου και του φασισμού, για τους χιλιάδες προλετάριους στρατιώτες που γίνονταν τροφή για τα κανόνια και τις σφαίρες των αυτόματων όπλων. Τραγουδούσε, επίσης, και για εκείνους τους «δύο καλούς ανθρώπους», τους Ιταλούς μετανάστες αναρχικούς Σάκο και Βανζέτι, που εκτελέστηκαν από την αμερικανική κυβέρνηση το 1927 λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης.

 

 

Τα τραγούδια του Woody Guthrie υπερβαίνουν τα σαφώς πιο οριοθετημένα στιχουργικά και μουσικά «συνδικαλιστικά τραγούδια», καθώς χαρακτηρίζονται από έναν πιο διευρυμένο πολιτικό στίχο ο οποίος αγγίζει πολλαπλά κοινωνικά ζητήματα εκείνης της εποχής, όπως τις τότε περιθωριοποιημένες κοινότητες και τους δικούς τους αγώνες. Σε μια αντιστροφή του Αμερικανικού Ονείρου της ευμάρειας και της κατανάλωσης, ο Guthrie μιλούσε για εκείνη «τη γη που είναι δική σας και δική μου, τη γη που φτιάχτηκε για εσάς» όπου δεν αναγνωρίζονται η ατομική ιδιοκτησία και οι ταξικές και φυλετικές διακρίσεις. Δεν είναι τυχαίο το πόσο βαθιά αγαπήθηκε ο Woody Guthrie από τον αμερικανικό λαό, από τους ομότεχνους της εποχής του αλλά και από την επόμενη γενιά μουσικών, με πρώτο και κυρίαρχο τον Bob Dylan.

Ο Guthrie κατάφερε να συνδυάσει τους ταξικούς αγώνες με μια πληθώρα κοινωνικών ζητημάτων, από τα ναρκωτικά, τη μετανάστευση, την αστεγία και την οικονομική ανέχεια, μέχρι τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις κάθε είδους. Ακριβώς για αυτούς τους λόγους και κυνηγήθηκε ανελέητα από τις Αμερικανικές κυβερνήσεις της εποχής του, που τον οδηγούσαν συνεχώς σε οικονομική ασφυξία, πετώντας τον ουκ ολίγες φορές στο περιθώριο, προσπαθώντας να διαγράψουν την πολιτική κληρονομιά του.

Βέβαια, όσο και αν επιμένει το σύστημα να καταστέλλει και να λογοκρίνει την τέχνη, αυτή θα βρίσκει πάντα διόδους και μονοπάτια να βγει στην επιφάνεια και να εμπνεύσει όσους αναζητούν την έμπνευση. Έτσι, τα τραγούδια του Guthrie μετατράπηκαν σε σύμβολο της αμερικανικής αντικουλτούρας και συνεχίζουν να ντύνουν μέχρι και σήμερα τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες κάθε γενιάς.

 

Στα δέντρα που μεγάλωσαν στο Μπρούκλιν φύτρωσαν σταφύλια της οργής

 

«Μια πολιτική προκήρυξη, όσο καλή κι αν είναι, δεν διαβάζεται ποτέ περισσότερες από μία φορές… αλλά ένα τραγούδι μαθαίνεται απέξω και επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά».

Joe Hill, 1914.

 

Η κληρονομιά του Joe Hill, του Woody Guthrie και των Almanac Singers είναι βαρύτατη και απεριόριστα πολύτιμη όσον αφορά τα αμερικανικά συνδικαλιστικά λαϊκά τραγούδια, μια πραγματική βουτιά στα σπλάχνα του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος των αρχών του 20ου αιώνα. Φυσικά και υπήρξαν αμέτρητοι ακτιβιστές καλλιτέχνες, κάποιοι γνωστοί, άλλοι χαμένοι στην ανυπαρξία που φέρνει η ανωνυμία, όπως και πρωτοπόροι Αφρό-Αμερικανοί συνδικαλιστές οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κατασκευή του αμερικανικού πολιτικού τραγουδιού, αλλά ήταν μέσω των συγκεκριμένων ακτιβιστών και καλλιτεχνών που το συγκεκριμένο είδος έλαβε διαφορετική χροιά στις ΗΠΑ, εμπνέοντας και καλλιτέχνες εκτός των αμερικανικών συνόρων.

Τα τραγούδια που γράφτηκαν από αυτούς τους πρωτοπόρους αντικατοπτρίζουν τη βαθιά σύνδεση μεταξύ της μουσικής και τoυ αγώνα για κοινωνική αλλαγή, καθώς δεν ήταν απλώς μια μορφή ψυχαγωγίας αλλά και εργαλεία ενδυνάμωσης, εκπαίδευσης και αντίστασης των εργατών και της φτωχολογιάς. Έτσι, αποτέλεσαν θα μπορούσαμε να πούμε «τραγούδια για τις μάζες». Πέρασαν από το ψαλίδι της λογοκρισίας, το βάρος των απαγορεύσεων και του φακελώματος, θεωρήθηκαν επικίνδυνα και «τρομοκρατικά», σχεδόν προδοτικά από τις αμερικανικές κυβερνήσεις. Ακολούθησαν τη δική τους τροχιά στο εργατικό κίνημα και στην αριστερά, ενώ ταυτόχρονα, επηρέασαν ριζικά τις νεότερες γενιές καλλιτεχνών που συνέβαλαν στο είδος με τα δικά τους «τραγούδια διαμαρτυρίας» («protest songs»), από τον Johnny Cash, τον Utah Phillips, την Joan Baez, τον Bob Dylan και τα ιστορικά Φεστιβάλ στο Newport μέχρι τον Bruce Springsteen, τους Rage Against the Machine, τους Dropkick Murphys αλλά και πολλούς καλλιτέχνες της πανκ, της ραπ και του χιπ χοπ.

Τέλος, αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας «άλλης» Αμερικής. Της Αμερικής του ταξικού αγώνα και των συνδικάτων, των πολιτικών οργανώσεων και των κινημάτων, της εναντίωσης σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ίσως γι’ αυτό και να αποτελούν μέχρι και τις ημέρες μας κάποια από τα «μηχανήματα που σκοτώνουν τους φασίστες», ίσως γι’ αυτό να επιστρέφουμε συνεχώς πίσω σε αυτά για να πάρουμε λίγη δύναμη και κουράγιο για τους δικούς μας δύσκολους καιρούς.

Γιατί οι καιροί πάντα μα πάντα θα αλλάζουν.

 

 

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στους θείους μου, μετανάστες στις ΗΠΑ τα τελευταία πενήντα χρόνια, στους αγώνες τους για επιβίωση και για μια αξιοπρεπή ζωή.