Συζητήθηκαν άλλες ΤΡΑΝΣ πτυχές της ζωής του Ζακ Κωστόπουλου επειδή είναι σχετικά αναγνωρίσιμες και μπορούν να γίνουν κατανοητές μια και παραπέμπουν σε συγκεκριμένες κοινότητες/ομάδες ατόμων: γκαίη, οροθετικοί, sex workers, εξαρτημένοι, ντραγκ κλπ. Μόνο μια όμως ΤΡΑΝΣ πτυχή δεν συζητήθηκε επειδή ξεφεύγει από κάθε νόρμα, ακόμα και παραβατική: το άτομο ήταν κυριολεκτικά ΤΡΑΝΣ μεταξύ Ελλάδας-Αμερικής, έθνους-διασποράς, πατρίδας-μετανάστευσης κι επομένως η υβριδικότητά του απειλούσε και τους δύο όρους κάθε διπόλου.

Γι αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει καμιά δημόσια κοινότητα. Δεν ανήκουν πουθενά, κανείς δεν τους θέλει επειδή δεν έχουν ούτε ‘εκεί’ ούτε ‘εδώ’. Γι αυτό αυτή η υβριδικότητά του δεν συζητήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Αμερική.*
 
Μια πτυχή της υποκειμενικότητας του Κωστόπουλου εκτυλίχθηκε σε σχέση με τις προσωπικές του διαδρομές μεταξύ Αμερικής και Ελλάδας, όσο και Ελλάδας Αμερικής. Για να είμαστε ακριβείς οι μετακινήσεις αυτές διαμεσολαβήθηκαν από την ευρύτερη οικογένειά του. Ο επαναπατρισμός των γονέων μεταφέρει τον νέο Κωστόπουλο στην Ελλάδα, της οποίας την κοινωνία ο Ελληνοαμερικανός Ζακ δεν αντέχει. Όταν επίμονα απαιτεί τον επαναπατρισμό του στην Αμερική, οι γονείς του τελικά συναινούν και τον αποστέλλουν στους θείους του εκεί. 'Οταν τα πράγματα γίνονται αφόρητα στο στενό του περιβάλλον στην Αμερική αναγκάζεται να πάρει την αντίστροφη ρότα προς την Ελλάδα. Η διεθνικότητα, το πήγαινε-έλα μεταξύ χωρών, το μεταξύ του εδώ και εκεί και του εκεί και εδώ, συμβάλλουν σαν συστατικά και καθοριστικά στοιχεία στη ζωή του.
 
Το πήγαινε-έλα στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ένα πήγαινε-έλα εκτοπισμών. Είναι σημαντικό να εστιαστούμε στους συγκεκριμένους χώρους στον ευρύτερο διεθνικό χώρο που εκτυλίσσεται το προσωπικό του δράμα. Στην Ελλάδα ο Ζακ νοιώθει ξένος, δεν του «άρεσε εδώ». Η βιωματική συνάντηση με την ελληνική κοινωνία αποξενώνει, και ο Ζακ δεν αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση. Σύμφωνα με την επιτόπια έρευνα της εθνογράφου Αναστασίας Χρήστου, για πολλούς νέους Ελληνοαμερικανούς οι οποίοι συναντούν την πατρίδα των μεταναστών γονέων τους σε πραγματικό χρόνο και χώρο και σε πλαίσια επαναπατρισμού, η εμπειρία τους βιώνεται σαν εφιάλτης. Αισθάνονται αφόρητα ξένοι σε ένα χώρο που μέχρι τότε ζούσε στην φαντασία τους σαν μεγαλείο. Ας ανακαλέσουμε σε αυτό το σημείο την ταινία My Life in Ruins στην οποία η Ελληνοαμερικανίδα Georgia βιώνει απόρριψη σαν ξένη, σαν μη-αυθεντική Ελληνίδα, στην Ελλάδα. Η επιμονή του Ζακ να επιστρέψει στην Αμερική υποδηλώνει την πολύ δύσκολη διαδικασία των υβριδικών ατόμων να χωρέσουν άνετα σε έναν ενιαίο πολιτιστικό χώρο, να αισθανθούν με άλλα λόγια σπίτι τους σε μια κοινωνία που τονίζει την ομοιογένεια, και μεταξύ άλλων την πατριαρχική οικογένεια. 
 
Ας σημειώσουμε βέβαια ότι αυτή η επιθυμία επιστροφής στην Αμερική σαν πατρίδας έχει σημασία πέρα από τα άτομα που βιώνουν αυτήν την σχέση. Εισάγει ένα ρήγμα στο εθνικό αφήγημα περί της αδιαίρετης ταύτισης της ‘ομογένειας’ με το έθνος. Πολλά διασπορικά άτομα βιώνουν πολλαπλές ταυτότητες, δεν αποτελούν καθαρή και συνεχή επέκταση του έθνους έξω από τα σύνορα. 
 
Μόνο που το έθνος, στην παραδοσιακή του μορφή, δεν θα είναι μακριά για τον Ζακ, ακόμα και στην Αμερική. Ελλοχεύει στο κέντρο των Αμερικανικών προαστείων όπου οι θείοι του, «Αντί να είναι Ελληνοαμερικανοί των 00s είχαν μείνει Έλληνες του ’70.» Όχι άδικα η Βάρδαλος στην ταινία της «Γάμος αλά Ελληνικά» θέτει στο επίκεντρο της σάτιράς της, σάτιρας προερχόμενης από την δεύτερη γενιά, τον αυταρχικό πατριάρχη, φορέα της καταπιεστικής παράδοσης. Στην πραγματική ζωή του Κωστόπουλου, οι παραδοσιακοί συγγενείς, ανακαλύπτουν την ομοφυλοφιλία του ανηψιού και θέτουν σε κίνηση μια βάναυση διαδικασία επίβλεψης και συμμόρφωσής του. Το παρακάτω σπαρακτικό αυτοβιογραφικό θραύσμα του Ζακ καταθέτει και καταγγέλει την βία του εξουσιαστκού, ετεροφυλικού λόγου και πρακτικής των συγγενών του.
 
«Αυτό ήταν. Το δικό μας το παιδί, το δικό μας το σόι, όχι δεν έχει τέτοια. 'Μην τον ξαναδείς, άνθρωπος είναι και μπορεί να πάθει κανένα ατύχημα' (εσείς δεν είστε, σκέφτηκα). 'Σε παρασύρανε, δεν είσαι εσύ αυτό. Θα φτιάξεις'. Και από τότε παντού με συνοδεία. Μόνος έξω με παρέα δική μου ποτέ. Όταν έμενα μόνος στο σπίτι, κλείδωμα μέσα. Μου πήραν το κινητό, το σταθερό κι αυτό κλειδωμένο. Με άφηναν να παίρνω μόνο τους γονείς μου μια δυό φορές την εβδομάδα και αυτό παρουσία τους. Κατάθλιψη».**
 
Αν ο επαναπατρισμός στην Αμερική δημιουργεί ρωγμές στο εθνικό αφήγημα, η εμπειρία του Ζακ στις τανάλιες μιας παραδοσιακής οικογένειας μεταναστών δημιουργεί πρόσθετες ρωγμές, αυτήν την φορά  στο αφήγημα της ελληνοαμερικανικής επιτυχίας. Η φετιχιστική εμμονή στην κοινωνική και οικονομική ευμάρεια αφήνει ανέγγιχτες τις διάφορες δομές που αντικατοπτρίζουν παταγώδεις αποτυχίες στην ελληνοαμερικανική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της μη αποδοχής διαφόρων αποχρώσεων του διαφορετικού. Οι αποτυχίες τρίζουν τα θεμέλια της μετανάστευσης σαν επιτυχίας. 
 
Ο Ζακ τελικά καταφέρνει και «δραπετεύει» στην Ελλάδα όπου και ενεργοποιείται με σκοπό να δημιουργήσει χώρους ευρύχωρους για την διαφορά ή ακριβέστερα ποικίλες διαφορές. Το αίτημα του κατατίθεται μέσω ακτιβισμού, και επομένως τίθεται σαν ένα σαφώς πολιτικό θέμα. Παλεύει να δημιουργήσει εναλλακτικές δικές του και συλλογικές πατρίδες στο μέσο μιας πατρίδας που τον αποξενώνει. 
 
Αν η ζωή του Ζακ ήταν μια ακολουθία εκτοπισμών, περιφρόνησης, ραπισμάτων και καταπατήματος της ταυτότητάς του, αλλά και δυναμικής ανταπάντησης και αντίστασης, όπως και επιτυχιών και αποτυχιών –όπως όλων μας– ας μην ξεχνάμε και την συγκεκριμένη ελληνοαμερικανική πτυχή που επεισέρχεται στην πολυδιάστατη ΤΡΑΝΣ εμπειρία του Ζακ Κωστόπουλου. Διότι μεταξύ άλλων, η απώλεια αυτής της ανθρώπινης ζωής μας θέτει πρόσωπο με πρόσωπο με το ερώτημα τι είδους έθνος επιθυμούμε να γίνουμε, τι είδους δημόσια σφαίρα να επιτελούμε, τι είδους διασπορά να ενεργοποιούμε και να αφηγούμαστε. 
 
 
Ο Γιώργος Αναγνώστου είναι καθηγητής πολιτισμικών σπουδών στο Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών, στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο (https://www.mgsa.org/faculty/anagnost.html). Επιμελείται το διαδικτυακό περιοδικό Ergon: Greek/American Arts and Letters (http://ergon.scienzine.com/)
 
* Ευχαριστώ τον Βασίλη Λαμπρόπουλο, 
C. P. Cavafy Professor Emeritus, University of Michigan