του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο με την άδεια του συγγραφέα)

Το παράγγελμα γι’ αυτή την πολιτική δολοφονία, που θα αποτελεί αιώνιο στίγμα για το καθεστώς της αμερικανοκρατίας και για το πολιτικό σύστημα της ολιγαρχίας στην Ελλάδα, δόθηκε σαν σήμερα, πριν από 66 χρόνια.

Σε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή» την επόμενη μέρα της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, ο δημοσιογράφος Γιώργος Κορωναίος, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές:

«Ο υπαρχιφύλαξ, διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των 8 μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ’ αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.

«Νίκο σήκω»

Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:

«Πάμε για καθαρό αέρα;»

«Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση» (…)»

Την ίδια μέρα που το μετεμφυλιακό καθεστώς της άρχουσας τάξης, η κυβέρνηση Πλαστήρα, το παλάτι, το στρατιωτικό και παραστρατιωτικό κατεστημένο και οι πάτρωνές τους, οι Αμερικάνοι, εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη, ο Γιάννης Ρίτσος, εξόριστος στον Αϊ – Στράτη, στο ποίημά του «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ», γράφει:

«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε./ Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία./ Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει (…)».

Ο Μπελογιάννης από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του όχι μόνο δεν αφαίρεσε, αλλά είχε φροντίσει να προσθέσει και άλλους λόγους στους εκτελεστές του για του πάρουν τη ζωή.

Εκείνοι ισχυρίζονταν ότι ήταν «προδότης» και ότι γι’ αυτό τον δίκαζαν. Εκείνος τους απαντούσε:

«Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας…».

Εκείνοι ισχυρίζονταν ότι είναι κομμουνιστής και ως εκ τούτου «κατάσκοπος». Εκείνος τους απαντούσε:

«Οι μάρτυρες φτάσανε μέχρι του σημείου να λένε πως κάθε Κομμουνιστής είναι κατάσκοπος και πως οι Κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες και πως το ΚΚΕ δεν είναι ελληνικό Κόμμα. Τι άτιμο ψέμα!Ο πατριωτισμός κάθε κόμματος μετριέται μόνο τότε που η λευτεριά και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας διατρέχει κίνδυνο. Απ’ αυτό και μόνο αν βγάζατε συμπέρασμα, θα σχηματίζατε τη σωστή εντύπωση για το χαρακτήρα του ΚΚΕ, που χωρίς καμία αμφιβολία πρόκειται για καθαρό πατριωτικό Ελληνικό Κόμμα».

Όλο το σύστημα εξουσίας που προσήγαγε τον Μπελογιάννη στο εδώλιο πίστευε ότι με μηχανορραφίες θα μετέτρεπε τις δίκες σε πεδίο διαπόμπευσης των κομμουνιστών. Αλλά ο Μπελογιάννης με τα λόγια του κατά τη διάρκεια της απολογίας του είχε ανατρέψει τα πάντα. Είχε μετατρέψει τους στρατοδίκες του από κατηγόρους σε κατηγορούμενους. Στον αντικομμουνισμό και στις απειλές τους, απαντούσε:

«… αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε κι όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας».

Ο Μπελογιάννης είχε «ενοχλήσει» τους στρατοδίκες του. Η σύγκριση μαζί του ήταν ανυπόφορη για τους διώκτες του. Τον Νοέμβρη του ’51, στην πρώτη του απολογία στο στρατοδικείο, ξεκαθάρισε:

«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».

Ο Μπελογιάννης μετέτρεψε το εναντίον του Στρατοδικείο σε πεδίο κατηγορίας και γελοιοποίησης των κατηγόρων του. Ο διάλογος, κατά τη διάρκεια της δίκης με έναν από τους βασικούς κατηγόρους του, τον αστυνομικό Αγγελόπουλο, είναι ενδεικτικός:

«ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ισχυρίζεστε ότι ήρθα εδώ για να εφαρμόσω τις αποφάσεις των Ολομελειών της ΚΕ του ΚΚΕ;

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Οι αποφάσεις αυτές λένε ότι βάση της δράσης του ΚΚΕ είναι ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ειρήνη. Έτσι δεν είναι;

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Έτσι.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Επομένως, ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες και την ειρήνη είναι συνωμοσία κατά της Ελλάδας;

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ευχαριστώ. Αυτό μονάχα ήθελα να διευκρινίσω».

«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».

Ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη κατά την απολογία του, το Φλεβάρη του ’52. Λίγες μέρες πριν από την εκτέλεσή του.

Μετά τη δολοφονία ο Πωλ Ελυάρ έγραψε:

«Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ’ την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό. Χαμογελούσε…»

Ο Μπελογιάννης, στα όπλα των δολοφόνων έστρεψε το δικό του «όπλο»: Ένα γαρύφαλλο. Και τρεις κουβέντες:

«Αγωνιζόμαστε για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο, για να δημιουργήσουμε νέους χρόνους κι εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων».

Ο Μπελογιάννης πέθανε όπως ακριβώς έζησε. Όρθιος. Απροσκύνητος. Κανένας δεν μπορεί να τον βγάλει από τη μέση ή να τον μαγαρίσει. Είναι παντοτινό σύμβολο του πατριώτη, του διεθνιστή, του ανθρώπου, του κομμουνιστή.

Το παράδειγμά του αποδείχτηκε πολύ πιο ισχυρό από τις κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Οι δολοφόνοι του νόμιζαν ότι οι σφαίρες μπορούν να σταματήσουν τη δόνηση που προκαλεί στις καρδιές των ανθρώπων το ανάστημα εκείνων που δεν κάνουν «δήλωση μετανοίας». Τι μικρόνοες.

Ο Μπελογιάννης εκτός από μαχητής με το όπλο στο χέρι ενάντια στους κατακτητές και στους εκμεταλλευτές ήταν και μαχητής με «όπλο» την πένα. Ήταν ένας διανοούμενος στην υπηρεσία του λαού.

Ο Μπελογιάννης, δηλαδή, είχε πολλά «κουσούρια». Τέτοια που δεν θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από τους δολοφόνους του.

Απόδειξη τόσο το βιβλίο του «Η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», όσο και το βιβλίο του «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» που εκδόθηκε το 1998 από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» στην επέτειο των 80 χρόνων του ΚΚΕ. Ένα έργο γραμμένο σε συνθήκες εγκλεισμού του στην Ακροναυπλία από την μεταξική δικτατορία και στη συνέχεια μέχρι την απόδρασή του από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής.

Στο βιβλίο εξετάζεται ο ρόλος του ελληνικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με τη διείσδυση και τη συνεργασία του με το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια ακτινογραφία της ελληνικής οικονομίας που ξεκινά από το 1824 και φτάνει έως το 1940 για το πώς λειτούργησε ο «σωτήριος» δανεισμός, από τα πρώτα «δάνεια της ανεξαρτησίας» μέχρι και τη μεταξική δικτατορία.

Ο Μπελογιάννης περιγράφει τους ληστρικούς όρους των δανείων με σκοπό την αποκόμιση κερδών από ντόπιους και ξένους τοκογλύφους και το πώς οι επακόλουθες πτωχεύσεις του 1827, του 1843, του 1893 και του 1932 έγιναν πεδίο θησαυρισμού της πλουτοκρατίας μέσα από επιβολή συνθηκών αποστέρησης του λαού.

«…ο λαός υπόφερνε – γράφει ο Μπελογιάννης. Είχε γονατίσει από τους φόρους, κι η τοκογλυφία ερχότανε ύστερα να του δώσει τη χαριστική βολή. Αφήνω κατά μέρος κάθε δική μου περιγραφή και παίρνω ένα κομμάτι από την Ιστορία του Καρολίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο: «Την εποχή εκείνη η χώρα εσπαράζετο υπό της φυγοδικίας και των συμμοριών τοκογλύφων, οίτινες εν συνεργασία προς τους ταμίας του κράτους και αυτούς ακόμα τους δικαστάς είχον δημιουργήσει αλληλεγγύην και κατέτρωγαν τας σάρκας του λαού» (…). Κι έτσι, τοκογλύφοι, κομματάρχες, δικαστές, ταμίες, Εθνοτράπεζα, κράτος και ληστές – τούτοι οι τελευταίοι πολύ λιγότερο από τους άλλους – εκτελούσαν το ίδιο «εθνοφελές» έργο: Την ερήμωση της χώρας και τον αφανισμό του λαού. Και στο αντιλαϊκό τούτο όργιο, έρχονται και οι ξένοι κεφαλαιούχοι να πάρουν μία από τις καλύτερες θέσεις».

Στον επίλογο του βιβλίου ο Μπελογιάννης σημειώνει:

«… Γενικά, η πολιτική ζωή της χώρας μας μέσα στα 120 χρόνια της ελεύθερης ύπαρξής της επηρεάστηκε σημαντικά από τις θελήσεις κι τα συμφέροντα των ξένων κεφαλαιούχων και των χωρών τους. Και τα συμφέροντα αυτά ήταν πάντοτε αντίθετα με τα συμφέροντα της Ελλάδας και του λαού της. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι ελληνικές κυβερνητικές κλίκες, όταν έφταναν στο σταυροδρόμι που οδηγούσε ή στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της πατρίδας τους ή στην υποταγή στις επιθυμίες και τους εκβιασμούς των ξένων, προτίμησαν πάντοτε, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, το δεύτερο δρόμο (…)».