Σύμφωνα με το lawspot.gr, οπως επισημαίνει το ΔΕΕ, η υποχρέωση φυσικής παρουσίας στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο καθώς και ο περιορισμός που απορρέει από την ανάγκη της μεταβάσεως στον τόπο εργασίας εντός σύντομης προθεσμίας (εν προκειμένω 8 λεπτών) περιορίζουν σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες που έχει ένας εργαζόμενος να αναπτύξει άλλες δραστηριότητες.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στην πυροσβεστική υπηρεσία του Δήμου της Nivelles (Βέλγιο) απασχολούνται επαγγελματίες και εθελοντές πυροσβέστες.
Οι τελευταίοι συμμετέχουν στις επιχειρήσεις και εκτελούν ιδίως εφημερίες ετοιμότητας και υπηρεσίες επιφυλακής. O Rudy Matzak απέκτησε την ιδιότητα του εθελοντή πυροσβέστη το 1981. Εργάζεται επιπλέον σε ιδιωτική εταιρία.Το 2009, ο R. Matzak άσκησε αγωγή κατά του Δήμου της Nivelles προκειμένου αυτός να υποχρεωθεί, μεταξύ άλλων, να του καταβάλει αποζημίωση για τις υπηρεσίες του που συνίσταντο σε κατ’ οίκον εφημερίες ετοιμότητας, οι οποίες, κατ’ αυτόν, πρέπει να χαρακτηρισθούν ως χρόνος εργασίας.Επιληφθέν κατ’ έφεση της διαφοράς αυτής, το cour du travail de Bruxelles (εφετείο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο) αποφάσισε να υποβάλει αίτηση προδικαστικής απόφασης στο Δικαστήριο.
Μεταξύ άλλων, ερωτά εάν οι υπηρεσίες που συνίστανται σε κατ’ οίκον εφημερίες ετοιμότητας μπορούν να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στον ορισμό του χρόνου εργασίας κατά το δίκαιο της Ένωσης [Οδηγία 2003/88/ΕΚ].
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο τονίζει κατ’ αρχάς ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες πυροσβεστών που προσλαμβάνονται από τις δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες, από το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας, όπως αυτή που ορίζει τις έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης».Η οδηγία δεν επιτρέπει επίσης στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν έναν ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας» διαφορετικό από αυτόν που διατυπώνεται στην οδηγία. Πράγματι, μολονότι η οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, εντούτοις η ευχέρεια αυτή δεν έχει εφαρμογή στον ορισμό της έννοιας του «χρόνου εργασίας». Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό της οδηγίας που είναι να διασφαλίσει ότι οι ορισμοί της δεν επιδέχονται ερμηνεία ποικίλλουσα ανάλογα με το εθνικό δίκαιο.Το Δικαστήριο υπενθυμίζει πάντως ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν, στα αντίστοιχα εθνικά τους δίκαια, διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια του χρόνου εργασίας και των περιόδων ανάπαυσης ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους από αυτές που ορίζονται με την οδηγία αυτή.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι η οδηγία δεν ρυθμίζει το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό εκφεύγει της αρμοδιότητας της Ένωσης. Συνεπώς, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, στο εθνικό τους δίκαιο, ότι οι αποδοχές ενός εργαζομένου για τον «χρόνο εργασίας» του διαφέρουν από αυτές ενός εργαζομένου σε «περίοδο ανάπαυσης» και δη μέχρι του σημείου να μην οφείλεται αμοιβή κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου.Τέλος, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών – πράγμα που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες ανάληψης άλλων δραστηριοτήτων – πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι το καθοριστικό στοιχείο προκειμένου να κριθεί εάν υπάρχουν τα χαρακτηριστικά της έννοιας του «χρόνου εργασίας» της οδηγίας είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι φυσικά παρών στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο και να βρίσκεται στη διάθεσή του προκειμένου να μπορεί να παράσχει αμέσως τις προσήκουσες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης.Στην υπόθεση αυτή, φαίνεται ότι δεν έπρεπε μόνο να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τον R. Matzak κατά τη διάρκεια των εφημεριών ετοιμότητας.