Στις αρχές του μήνα, η Ελλάδα αποστέλλει ένα κείμενο 47 σελίδων, με μέτρα λιτότητας 1,9 δις. ευρώ, αλλά και σειρά ιδιωτικοποιήσεων. Οι δανειστές απαντούν απλά επαναφέροντας όλες τις δεσμεύσεις που προϋπήρχαν στο δεύτερο μνημόνιο, όπως η κατάργηση του ΕΚΑΣ, ΦΠΑ 23% στη ΔΕΗ, περικοπή ασφαλιστικού συστήματος κατά 1% του ΑΕΠ κ.α. Το χάσμα είναι μεγάλο, όση αισιοδοξία και να εκφράζουν οι δύο πλευρές. Και υπάρχει μόνο μία πλευρά πρόθυμη να υποχωρήσει.
Ακολουθεί νέο κείμενο της Ελλάδας, στις 8 Ιουνίου, σε μια προσπάθεια να «καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό», που στη γλώσσα των μνημονίων σημαίνει επιπλέοξν υποχωρήσεις. Στις 21 Ιουνίου, ο Αλέξης Τσίπρας με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στέλνει μία ακόμα πρόταση, αυτήν τη φορά με μέτρα 8 δις. ευρώ και στόχο πλέον το τρίτο Μνημόνιο, απορρίπτοντας παράλληλα οποιασδήποτε πρόταση για κάποια νέα παράταση του προγράμματος. Συζήτηση για το χρέος δεν υπάρχει πια. Αυτή έκλεισε την ώρα που η Ελλάδα αποδέχθηκε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που φτάνουν στο 3,% το 2018 και υπάρχει απλά ένα παράθυρο για επανεξέταση στο μέλλον (όπως κι έγινε, τρία χρόνια μετά, με δεσμεύσεις μέχρι το 2060, Υπερταμείο και μία πολύ περιορισμένη αναδιάρθωση, αλλά και το «μαξιλάρι» τα 30 δις. για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που δεν χρησιμοποιήθηκαν το 2015).
Ο Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι πηγαίνει στο Eurogroup με καθήκον να υπερασπιστεί την τελευταία υποχώρησή της κυβέρνησης στην οποία συμμετέχει, πρόταση στην οποία δεν έχει πλέον κανέναν λόγο. Αλλά το Eurogroup κρύβει μία ακόμα έκπληξη. Την πρόταση, που αρθρώνεται πρώτα από τον Γερμανό υπουργό, Σόιμπλε, να επιβληθούν στην Ελλάδα Capital controls.
H συζήτηση ξεκινάει με μία εκτίμηση από την επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, που χαρακτηρίζει την πρόταση ως «στρατηγική» και «έξυπνη», πριν συμπληρώσει, σε μία εκτενή ομιλία, ότι δεν υπήρχε ο χρόνος για να εξεταστεί ενδελεχώς η πρόταση. Ο Βαρουφάκης μπαίνει με μικρή καθυστέρηση στην αίθουσα, λόγω συνάντησής του νωρίτερα με τον Σόιμπλε και δέχεται την ειρωνεία του Ντάισελμπλουμ:
«Συγγνώμη που ξεκινήσαμε χωρίς εσένα. Δεν ξέραμε πόσο κοντά ή μακριά ήσουν. Κάποιοι είπαν ότι ερχόσουν με μοτοσυκλέτα από την Αθήνα, αλλά ευτυχώς ήσουν κοντά.»
«Σε ευχαριστώ πολύ Γερούν. Ευχαριστώ και τους θεσμούς» είναι η απάντηση του ΥΠΟΙΚ, πριν συμφωνήσει με τη Λαγκάρντ και επαναλάβει τη θέση για «συμβιβασμό», που πλέον είναι απλά μία εύσχημη παράδοση της ελληνικής κυβέρνησης.
«Κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι η κατευθυντήρια αρχή μας, και νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε, είναι η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι χρειάστηκαν Eurogroup για να επιτευχθεί αυτή η συμφωνία και ότι το όλο θέμα, εάν διαβάσατε το κείμενο της 20ής Φεβρουαρίου, ήταν να δημιουργήσουμε ένα κοινό έδαφος μεταξύ του Μνημονίου, του υπάρχοντος προγράμματος και των νέων ιδεών που μία νέα κυβέρνηση εκλέχθηκε να υλοποιήσει. Αυτό ακριβώς κάνουμε τώρα. Η προσέγγιση που ακολουθούμε είναι πλήρως σύμφωνη με το πνεύμα της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου. Προσπαθούμε να βρούμε ένα κοινό έδαφος μεταξύ ενός προγράμματος το οποίο κατά τη γνώμη πολλών, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων στο ΔΝΤ, πιστεύω ότι δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους του, τους στόχους που τέθηκαν το 2012, υπήρξαν διάφορες προγνωστικές αποτυχίες, σαφώς τεράστιες αποτυχίες Από την πλευρά της Ελλάδας ,όσον αφορά την υλοποίηση ή την επίτευξη των στόχων ανάπτυξης, πρέπει ταυτόχρονα να παραμείνουμε εντός αυτού του πλαισίου, αλλά να το προσαρμόσουμε στις νέες συνθήκες και να συντάξουμε ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που μπορούμε να προωθήσουμε μέσω του ελληνικού κοινοβουλίου, να προωθήσετε τα κοινοβούλιά σας και τις κυβερνήσεις σας και να το επιτύχετε.»
Ο Βαρουφάκης μιλάει για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να επιτύχει μία συμφωνία έστω και τώρα και με ένα πρόγραμμα πολύ μακριά από τις προτάσεις που κατέθετε ο ίδιος, όταν είχε την πρωταρχική ευθύνη της διαπραγμάτευσης. Τον λόγο παίρνει ο Σόιμπλε και η τοποθέτησή του είναι πολύ σύντομη. Αφού αναφέρεται στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής, για την οποία «δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή καμία προετοιμασία», θέτει την πρώτη απειλή:
«Θα ήθελα να ρωτήσω τους θεσμούς αν η ΕΚΤ σκέφτεται σχετικά με τον…ELA, με capital controls»
Στη συνέχεια μιλάει ο Ιρλανδός ΥΠΟΙΚ, Νούναν, ο οποίος τονίζει ότι «συμφωνώ με τον Σόιμπλε ότι τα capital controls θα πρέπει να επιβληθούν. Το μόνο που ελπίζω είναι να έχουμε λύσει αλλά δεν είναι ερώτημα αν ο χρόνος τελειώνει. Ο χρόνος έχει τελειώσει».
Σε capital controls αναφέρεται και ο Ισπανός ΥΠΟΙΚ, Λουίς ντε Γκίντος. Ο Βαρουφάκης, μολονότι κατηγορείται μαζί με τον Τσίπρα εδώ και πέντε χρόνια ότι αυτοί επέβαλαν τα capital controls, προσπαθεί να τα αντικρούσει:
«Η άποψή μας, επιτρέψτε μου να το καταστήσω ξεκάθαρο, είναι ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη για capital controls, εφόσον έχουμε επιτυχία στην επίτευξη αυτής της συμφωνίας. O ελληνικός λαός έχει επιδείξει τεράστια ηρεμία παρά το γεγονός ότι βομβαρδίστηκε από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, από τα ξένα μέσα ενημέρωσης, από εμάς τους πολιτικούς με μεγάλη ανασφάλεια και τρομοκρατικά σχετικά με το κλείσιμο τραπεζών, ελέγχους κεφαλαίων κ.ο.κ. Τη στιγμή που εμείς, οι πολιτικοί, οι τεχνοκράτες, οι ηγέτες θα αναγγείλουν ότι έχει επιτευχθεί συμφωνία, δεν θα χρειαστούν έλεγχοι κεφαλαίων. Πέρα από αυτό, επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα δεν είναι ένα νησί με ένα μόνο αεροδρόμιο … Οι έλεγχοι κεφαλαίου θα είναι σχεδόν αδύνατο να επιβληθούν τουλάχιστον όσον αφορά τα ευρώ που έχουν ήδη αποσυρθεί με μετρητά. Βαδίζοντας σε αυτό το μονοπάτι θα απελευθερωθούν δυνάμεις που δεν πιστεύω ότι κανείς από εμάς μπορεί να είναι σίγουρος ότι μπορούμε να ελέγξουμε.»
O Βαρουφάκης συνεχίζει με τα τεχνικά μέρη της πρότασης και στη συνέχεια, είναι ξανά η ώρα του Σόιμπλε, που αυτήν τη φορά επιτίθεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
«Η Κομισιόν έκανε θετικά σχόλια… Δεν είμαστε ανόητοι! Εσύ [προς τον Μοσκοβισί] μπορείς να παίξεις όποιο παιχνίδι θες για να κατηγορήσεις το ΔΝΤ. Αλλά χωρίς συμμετοχή του ΔΝΤ δεν θα υπήρχε περίπτωση… μπορώ να το πώ σαφώς.
«Δεν ήταν ποτέ, ποτέ, ποτέ στη σκέψη της Επιτροπής να κατηγορήσει το ΔΝΤ. Ίσως αντιδράσαμε νωρίτερα αλλά δουλεύουμε μαζί…» απαντάει απολογητικά ο Μοσοβισί.
Ο Μάριο Ντράγκι από την ΕΚΤ, απαντώντας έμμεσα στον Σόιμπλε, επικαλείται την «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ (που όπως είδαμε με το waiver και όπως θα δούμε με το κλείσιμο των τραπεζών, δεν υπάρχει) για να αποφύγει να απαντήσει στο ερώτημα περί capital controls. H συζήτηση γρήγορα περνάει στο χρέος:
Η Λαγκάρντ λέει, μεταξύ άλλων: «Επειδή στον τομέα της χρηματοδότησης θα χρειαστούν περισσότερα, πιθανότατα θα πρέπει να υπάρχει και κάποια αναδιάρθρωση του χρέους, χωρίς κούρεμα»
Αλλά οι διαφορές στο θέμα του χρέους, μεταξύ της τρόικας είναι τέτοιες, που ο Ντάισελμπλουμ προσπαθεί να κόψει κάθε συζήτηση:
«Δύο άλλα σημεία. Ορισμένοι ανέφεραν χρηματοδοτικές ανάγκες και άλλοι ανέφεραν χρέος. Οι ανάγκες χρηματοδότησης, πρέπει να επανέλθουμε σε αυτό – ανάλογα με το πόσο σκληρά και συγκεκριμένα είναι τα μέτρα. Πρέπει να ζητήσουμε από τα θεσμικά όργανα για αυτό το θέμα. Όσον αφορά το χρέος, εάν η ελληνική κυβέρνηση το θέσει ως προϋπόθεση, αναδιάρθρωση με κουρέματα, αυτό θα ανατινάξει τη συμφωνία»
Η ελληνική κυβέρνηση λοιπόν, βρίσκεται πλέον επίσημα σε τοίχο. ‘Ό,τι και να προσφέρει, οι δανειστές ζητούν πάντα περισσότερα, απορρίπτοντας παράλληλα το σενάριο κάποια ρύθμισης του χρέους, την ίδια στιγμή που συζητιέται πλέον ανοικτά το νέο δάνειο του τρίτου Μνημονίου. Η απειλή για οικονομική ασφυξία, μέσω των capital controls, έχει πλέον πέσει στο τραπέζι, πριν ο Αλέξης Τσίπρας ανακοινώσει το δημοψήφισμα, που παρουσιάστηκε ως σοβαρό επιχείρημα από δανειστές και ΜΜΕ. Τα πράγματα, ελάχιστες μέρες μετά, θα γίνουν χειρότερα.
Ούτε η παράδοση δεν μοιάζει πλέον αρκετή για την τρόικα. Υπάρχει ένα τελευταίο χαρτί, είτε νομιμοποίησης της πλήρους υποταγής, είτε ως τελευταίο διαπραγματευτικό ατού. Και λίγες μέρες μετά, ο Αλέξης Τσίπρας θα το παίξει.