Σύμφωνα με το real.gr, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη δευτέρα την παράταση του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα για ακόμα έξι μήνες, στο πλαίσιο του κανονισμού της ΕΕ με αριθμό 472/2013. Πλέον, η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται την επόμενη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για τη χειμερινή δέσμη του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η οποία θα γίνει μέσα στον Φεβρουάριο. Η Κομισιόν υπογραμμίζει ως θετική την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στις αγορές και την έκδοση του δεκαετούς ομολόγου, υπογραμμίζοντας πως οι συνθήκες δανεισμού παραμένουν «εύθραυστες», ενώ τονίζεται ακόμη πως «χρειάζεται μεσοπρόθεσμα να συνεχίσει την υιοθέτηση μέτρων για να αντιμετωπίσει τις δυνητικές πηγές δυσχερειών και να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα υποστηρίξουν μια βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη».
Σύμφωνα με αποσπάσματα της απόφασης που δημοσίευσε το ίδιο μέσο, στην καταληκτική παράγραφο της απόφασης, που φέρει την υπογραφή του νέου Επιτρόπου επί των οικονομικών Π.Τζεντιλόνι, αναφέρεται ότι:
«Η περίοδος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας υπό το άρθρο 2(1) του κανονισμού (ΕΕ) 472/2013, που ενεργοποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση της Κομισιόν (ΕΕ) 2018/1192 θα επεκταθεί για μια πρόσθετη περίοδο έξι μηνών, ξεκινώντας από την 21η Φεβρουαρίου 2020».
Ακόμη, στο σημείο 13 του προσχεδίου, αναφέρεται πως «δόθηκε στην Ελλάδα η ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της σε σχέση με την αξιολόγηση της Κομισιόν μέσω επιστολής που εστάλη στις 22 Ιανουαρίου 2020. Στην απάντησή της στις 27 Ιανουαρίου 2020, η Ελλάδα συμφωνεί ευρέως με την αξιολόγηση της Κομισιόν σε σχέση με τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει, κάτι που αποτελεί και τη βάση για την παράταση της ενισχυμένης εποπτείας».
Στο επόμενο σημείο, στο σημείο 14, η έκθεση αναφέρει πως «η Ελλάδα θα συνεχίσει να επωφελείται από την τεχνική υποστήριξη υπό το Πρόγραμμα Υποστήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (όπως περιγράφεται στον κανονισμό ΕΕ 2017/825) για το σχεδιασμό και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, περιλαμβανομένης της συνέχισης κομβικών μεταρρυθμίσεων σε ευθυγράμμιση με τις δεσμεύσεις επί πολιτικών που παρακολουθούνται με την ενισχυμένη εποπτεία».
Επίσης, σε άλλο σημείο της έκθεσης (7), η Κομισιόν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις τράπεζες, καθώς αναφέρεται μεν πως «οι αρχές βρίσκονται στη διαδικασία να προφτάσουν τις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά τα πλάνα πρέπει να σταθεροποιηθούν καθώς προχωράμε», όμως σημειώνεται και πως «η κατάσταση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, έχει βελτιωθεί επιπλέον και υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές σταδιακά αποκαθίσταται, όμως τα κληρονομημένα ρίσκα και οι προκλήσεις παραμένουν ψηλά».
Υπογραμμίζεται ακόμα πως «η κεφαλαιακή τους θέση παραμένει επαρκής για να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες πιέσεις» και ότι «οι τράπεζες έχουν ακόμη να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων». Αναλυτικά αναφέρει ότι «παρότι ο όγκος μειώνεται σταδιακά από την κορυφή των 107,2 δισ. ευρώ του Μαρτίου 2016 και ο όγκος ήταν 71,2 δισ. ευρώ το Σεπτέμβριο του 2019, παραμένει πολύ υψηλός στο 42,1% του συνόλου».
Για το δε «σχέδιο Ηρακλής», η Κομισιόν εκτιμά πως «όταν εφαρμοστεί θα βοηθήσει την επιτάχυνσης της τρέχουσας στρατηγικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα», προσθέτοντας πως «άλλες προκλήσεις περιλαμβάνουν την εύθραυστη κερδοφορία στο σημερινό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων».
Σκιές εμφανίζονται και στο σημείο 8, καθώς η Κομισιόν αναφέρει πως «παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών η Ελλάδα αντιμετωπίζει ακόμα μεγάλες προκλήσεις σε σχέση με το επιχειρηματικό περιβάλλον και το δικαστικό σύστημα», ενώ εκτιμά ότι η Ελλάδα πάσχει σε «χρόνο έκδοσης αποφάσεων δικαστηρίων, επιβολή συμβολαίων, καταχώρηση ιδιοκτησιών και εκκαθαρίσεις».