της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Πεθαίνουν μόνοι τους. Οι ασθενείς με κορονοϊό πεθαίνουν μόνοι τους στα νοσοκομεία. Το επισκεπτήριο δεν επιτρέπεται. Άνθρωποι σε απομόνωση, δεκάδες στοιβαγμένοι σε δωμάτια που αν επιτρεπόταν επισκεπτήριο, «θα γινόταν χαμός με τόσο κόσμο» λέει στο TPP ο Μιχάλης Ρίζος, γιατρός και πρόεδρος πρόεδρος του Συλλόγου εργαζομένων στο νοσοκομείο Αττικόν.

«Έχει αλλάξει η έννοια του θανάτου. Πιο παλιά, οι υπερήλικες πέθαιναν στο σπίτι. Μετά, στο νοσοκομείο. Και τώρα πεθαίνουν στην εντατική… ακόμα χειρότερα» σχολιάζει, ενώ τονίζει πόσο σημαντικό είναι να μη χάνουμε την ανθρωπιά μας και πως είναι στην ευχέρεια του κάθε νοσοκομείου, αν στο τελικό στάδιο ενός ασθενή, θα επιτρέψει σε παιδί, σύζυγο, γονείς να επισκεφτούν τον άνθρωπό τους, τηρώντας όλα τα μέτρα, όπως και οι γιατροί/νοσηλευτές, κατά την είσοδό τους στα δωμάτια.

Κι είναι το παράπονο των συγγενών ανθρώπων που νοσηλεύονται. Είναι ο αναγνώστης του TPP που προ ολίγες ημέρες μας επισκέφτηκε στα γραφεία μας, μια επίσκεψη από τη μακρινή Νέα Ζηλανδία, που η ζωή στην Ελλάδα τον οδήγησε πριν από λίγα χρόνια. Και ήρθε γιατί η μητέρα του νοσηλευόταν. Και ήθελε να την αποχαιρετήσει. Και δεν του επιτράπηκε η είσοδος. «Τέσσερα μέτρα έξω από μια τζαμαρία» μας είπε. «Θα φύγει και δε θα μπορέσω ούτε να την ακουμπήσω, να την χαιρετήσω… Πώς να με καταλάβει από τέσσερα μέτρα απόσταση έξω από ένα τζάμι;» είπε με παράπονο. Και η Αγγελική έχασε τη μητέρα της. Όσο νοσηλευόταν, τα τηλέφωνα με το ιατρικό προσωπικό πολλά. Πολλά τα «μαμά, κάνε υπομονή, θα γίνεις καλά», πολλά τα «δεν αντέχω άλλο» από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Πέθανε, χωρίς να τη δουν τα παιδιά της, ούτε από μακριά.

Η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, με αφορμή την πανδημία, το 2020 έγραψε το βιβλίο «Νιόβη – Το αδύνατο πένθος στον καιρό της Πανδημίας». Στο βιβλίο της, χρησιμοποιεί τον μύθο της Νιόβης, που όταν είδε τα δεκαοκτώ παιδιά της να πεθαίνουν πέτρωσε από τον πόνο και φτάνει στη δική της σύγχρονη Νιόβη, μια γυναίκα εξαρτημένη από τα ναρκωτικά κι έπειτα απεξαρτημένη, που χάνει τον γιο της σε ατύχημα και συνειδητοποιεί όλα τα ανείπωτα μεταξύ τους. Το βιβλίο φτάνει στο κυρίως θέμα, τους ανώνυμους ομαδικούς τάφους της πανδημίας.

Τότε, σε συζήτηση μαζί της, είχε πει: «Υπάρχει μια πλευρά που συνέπειες της είδαμε σε εικόνες στην τηλεόραση, όπως τις αυτοκινητοπομπές με τα φέρετρα στο Μπέργκαμο, τους μαζικούς τάφους στο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης. Λόγω της υγειονομικής κρίσης, η κοινωνία δεν μπορεί να θάψει τους νεκρούς με όλο το τελετουργικό που απαιτεί η κουλτούρα των ανθρώπων. Οι νεκροί πεθαίνουν και θάβονται μόνοι τους. Το γεγονός ότι το πένθος γίνεται αδύνατο, έχει επιπτώσεις και στους πενθούντες. Αυτό το φαινόμενο του αδύνατου πένθους, φοβάμαι ότι θα μεταδοθεί διαγενεακά. Μέχρι τρεις γενιές θα βασανίζει τους ανθρώπους που δε μπορούν να θάψουν τους νεκρούς τους και να τους τιμήσουν όπως επιθυμούν. Η συμμετοχή στο πένθος είναι πολύ βασική για να μπορέσει να ξεπεραστεί και να γεμίσουν ξανά ελπίδα οι άνθρωποι».

«Μόνοι τους, και πεταμένοι μέσα στο χώμα ή με το κάψιμο τα σορού τους»

«Η απαγόρευση των επισκέψεων συγγενών στα νοσοκομεία ήταν μέρος της οριζοντιότητας των κατασταλτικών μέτρων που πάρθηκαν για την πανδημία… στo πλαίσιo ενός συνολικού τρόπου διαχείρισης της πανδημίας των νοσηλευόμενων  που τελικά λειτούργησε  σε αντίθετη κατεύθυνση… με πολύ περισσότερους νεκρούς» σχολιάζει στο ΤΡΡ ο ψυχίατρος Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου, ενώ τονίζει πως «ειδικά σε ψυχιατρικές μονάδες  έγινε χαμός από απαγορεύσεις και στέρηση  δικαιωμάτων. Ακόμα και τώρα τα επισκεπτήρια είναι περιορισμένα έως απαγορευμένα».
Όσο για τον θάνατο, τονίζει, «είναι μια κρίσιμης σημασίας απώλεια που θέλει τους χρόνους της και οπωσδήποτε τους τρόπους της για να γίνει τελικά αποδεκτή μέσα μας και να ξεπεραστεί. Είχαμε στη περίοδο της πανδημίας σε όλη την Ευρώπη (οι εικόνες από Μπέργκαμο θα μείνουν αξέχαστες) τους “σωρούς των νεκρών”, που “πεθαίνουν μόνοι” και που “οι σωροί τους καίγονται χωρίς κηδεία”. Μια κατάσταση όπου οι νεκροί σαν να μη δικαιούνται πλέον κηδείες. Με διάχυτο (και ποικιλοτρόπως καλλιεργούμενο) το φόβο και στο όνομα ενός διαρκώς επικρεμάμενου κινδύνου για τη ίδια την ύπαρξή μας, φτάσαμε στο σημείο να αποδεχόμαστε, ή να εξαναγκαζόμαστε να αποδεχτούμε να πεθαίνουν μόνα τους τα αγαπημένα πρόσωπα (κάτι που κάνει ακόμα πιο οδυνηρή την πορεία προς το θάνατο) και, σε πολλές περιπτώσεις, να μην υπάρχει ούτε η λυτρωτικού χαρακτήρα διαδικασία, του αποχωρισμού μέσω της κηδείας. Μόνοι τους, και πεταμένοι μέσα στο χώμα ή με το κάψιμο τα σορού τους».

Βασικός στόχος είναι ο κοινωνικός έλεγχος – και όπως πολύ σωστά έχει λεχθεί, «στόχος είναι το μυαλό μας», υπογραμμίζει στη συζήτησή μας ο κ. Μεγαλοοικονόμου. «Προστατευτικά μέτρα, ναι, με συγκεκριμένη στόχευση, όμως, με δυνατότητα ανίχνευσης των φορέων του ιού στο γενικό πληθυσμό (εξ΄ ου και τα διαγνωστικά τεστ). Με ένα κοινοτικά βασισμένο σύστημα υγείας, με υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας, με ομάδες για ολόπλευρη (όχι μόνο υγειονομική, αλλά και κοινωνική) στήριξη σε επίπεδο γειτονιάς, με υπεύθυνη φροντίδα κατ΄ οίκον των πιο ήπιων μορφών της νόσου. Με αυτονόητη την πλήρη στελέχωση όλων των υπηρεσιών υγείας και την εξασφάλιση όλων των αναγκαίων ατομικών μέσων προστασίας και εργαλείων δουλειάς» σημειώνει.

«Κανένας συναγερμός, καμιά διασπορά φόβου, καμιά κοινωνική καραντίνα δεν θα χρειαζόταν αν αυτές οι ανάγκες καλύπτονταν με τον δέοντα τρόπο» καταλήγει.