Του Νίκου Βεντούρα*

Με το γύρισμα ενός διακόπτη (ή πιθανότερο, με το πάτημα ενός πλήκτρου), και με το πρόσχημα της απειλούμενης δημοκρατίας ή της πάταξης της παραπληροφόρησης, οι μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας έσβησαν χιλιάδες λογαριασμούς μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ιστοσελίδες, κανάλια στο YouTube, ή και ολόκληρες πλατφόρμες, με αποκορύφωμα (πρωτοφανές ιστορικά) την απενεργοποίηση του λογαριασμού του ίδιου του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου.

Θα επιχειρήσω εδώ μερικές σκέψεις πάνω στα ζητήματα που προκύπτουν, αλλά και στις απαντήσεις που δόθηκαν από πολλούς σε αυτά…

1) «Η ελευθερία του λόγου έχει όρια»

Αυτό είναι αλήθεια. Η ελευθερία του λόγου έχει κάθε φορά τα όρια που της επιβάλλει η εξουσία. Ποτέ στην ιστορία τα όρια στην «ελευθερία του λόγου» δεν επιβλήθηκαν από τους ανίσχυρους (οι οποίοι, ακριβώς ως τέτοιοι, δεν μπορούν να επιβάλλουν τίποτα).

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει εμείς (ως ανίσχυροι) να πανηγυρίζουμε για την εφαρμογή τέτοιων ορίων.

Ειδικά όταν η απόφαση για αυτή την εφαρμογή ανήκει στους ισχυρούς του όχι απλά 1% αλλά 0.0001% της οικονομικής σφαίρας (Ζούκερμπεργκ, Μπέζος, Κουκ, κ.α.) στους οποίους όμως ανήκει το 90% ή περισσότερο των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας, έρευνας, και ενημέρωσης.

Οι αποφάσεις αυτές, που δεν υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο, μετατρέπουν αυτές τις ψηφιακές πλατφόρμες σε αυτόκλητους χωροφύλακες της σκέψης και της έκφρασης.

Από τη στιγμή που για τα όρια της ελευθερίας του λόγου, υπάρχουν ήδη συγκεκριμένες νομοθετικές προβλέψεις και δημοκρατικές διαδικασίες ― νομοθεσίες π.χ. περί συκοφαντίας, ψευδούς μαρτυρίας, πρόκλησης σε βία κλπ., ο χώρος για την διευθέτηση αυτών είναι το δικαστήριο (αν και εφόσον ισχύουν οι προϋποθέσεις για την παραπομπή σε δίκη), και όχι η αυθαίρετη απόφαση μιας τεχνικής πλατφόρμας.

2) «Ως ιδιωτικές εταιρίες, έχουν κάθε δικαίωμα να εφαρμόζουν περιορισμούς»

Αυτό το επιχείρημα αφορά στην νομική πλευρά του ζητήματος.

Ακόμη και ως προς αυτήν όμως, είναι υπό αμφισβήτηση, αφού, σύμφωνα με ορισμένους νομικούς, εταιρίες όπως Google και Facebook, μπορούν να θεωρηθούν και ως «θεσμικοί φορείς» (state actors), και άρα να υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς ως προς το «ιδιώτης είμαι, ό,τι θέλω κάνω» που θα υπέκειτο ένας κρατικός φορέας. [1]

Σε κάθε περίπτωση, το νόμιμο δεν είναι αναγκαστικά και ηθικό ― πόσο μάλλον κοινωνικά ωφέλιμο.

Παραδοσιακά ο δημοσιογραφικός κόσμος διαμαρτύρεται, και δίκαια, για περιπτώσεις που κάποιος δημοσιογράφος απολυθεί ή λογοκριθεί για τις απόψεις του ή για τα όσα αποκαλύπτει από το μέσο στο οποίο εργάζεται, παρόλο που νομικά είναι στην ευχέρεια του κάθε μέσου να δημοσιεύει ό,τι θέλει.

Το ίδιο προβληματικές θεωρούνται οι περιπτώσεις που μια μεγάλη εταιρεία απειλεί με «απόσυρση» των διαφημίσεων της αν δεν κοπούν άρθρα τα οποία θίγουν τα συμφέροντα της.

Η λογοκρισία από εταιρίες όπως το Facebook, Google, και Twitter, οι οποίες είναι ταυτόχρονα social media, πλατφόρμες ειδήσεων (ήδη οι περισσότεροι Αμερικανοί ενημερώνονται από social media αντί για παραδοσιακά ΜΜΕ [2]), και διαφημιστές (με πάνω από το 60% της διαφημιστικής πίτας μεταξύ τους), συνδυάζει τα χειρότερα στοιχεία και των δυο περιπτώσεων με την ταυτόχρονη μονοπώληση του online δημοσίου διαλόγου.

Δεδομένων των παραπάνω, τα νομικίστικα επιχειρήματα ταιριάζουν περισσότερο στους υπερασπιστές της κάθε κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο ουσιαστικότερο ζήτημα της ηθικότητας του νόμου (αλλά και της εφαρμογής του).

3) «Δεν είναι λογοκρισία αν μπορείς να δημοσιεύσεις τη γνώμη σου αλλού»

Σύμφωνα με αυτό το δημοφιλές στις ΗΠΑ επιχείρημα μόνο η «καθολική» λογοκρισία (έως πλήρους εξαφάνισης) των απόψεων σου είναι προβληματική.

Από τη στιγμή που μπορείς ακόμα να εκφέρεις τις απόψεις σου, έστω και αποκλεισμένος από εκεί που το 90% του πληθυσμού μπαίνει για να διαβάσει ειδήσεις ή να ανταλλάξει απόψεις, δεν υπάρχει πρόβλημα.

Αυτή η άποψη, η οποία θα είχε νόημα το 1970, υποτιμά την τεράστια λογοκριτική δύναμη των σύγχρονων ψηφιακών μεγαθηρίων.

Στην περίπτωση των Google, Facebook, Twitter, Apple, κ.α., δεν μιλάμε απλά για ορισμένα μέσα ενημέρωσης ανάμεσα σε άλλα πολλά, αλλά για υποδομές στις οποίες λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο ποσοστό του δημοσίου διαλόγου σήμερα, και οι οποίες λειτουργούν όχι ως μεμονωμένα ΜΜΕ με συγκεκριμένη γραμμή, αλλά ως πλατφόρμες δημοσίευσης, αναζήτησης, και διαφημιστικών εσόδων για ιδιώτες και ΜΜΕ.

Το να σε «κόψει» μια από τις μεγάλες ψηφιακές εταιρείες, δεν είναι σαν να σε λογοκρίνει μια εφημερίδα (αλλά να μπορείς να πας το άρθρο σου άλλου), αλλά σαν να σε αποκλείει το ένα (ή και τα δυο) διαθέσιμα τυπογραφεία της χώρας, ή να σε εκβιάζει ο μεγαλύτερος διαφημιστής.

Αν μια ενημερωτική σελίδα «κοπεί» από το Google και πέσει στην κατάταξη του, τότε ταυτόχρονα στερείται πρόσβασης σε έναν από τους μεγαλύτερους διαφημιστές (πρόγραμμα AdWords), ενώ ταυτόχρονα είναι σαν να μην υπάρχει για το ευρύ κοινό που κατά 99% χρησιμοποιεί την συγκεκριμένη μηχανή αναζήτησης.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν εταιρίες ISP, υποδομών διαδικτύου, ή ακόμα και πληρωμών μπαίνουν στο παιχνίδι της λογοκρισίας (Cloudflare, PayPal, Stripe, και άλλες είναι μερικά παραδείγματα), ενώ θα έπρεπε να δρουν ως απόλυτα ουδέτερες πλατφόρμες.

4) «Είναι εντάξει, αφού λογοκρίνουν τους “κακούς”»

Αυτό θυμίζει το περίφημο (και ολίγον τι κλισέ) «Όταν ήρθαν για τους Χ δε μίλησα. Δεν ήμουν Χ.».

Αυτή η άποψη, πέρα από υποκριτικό (όπου η λογοκρισία αποκτά καλό ή κακό πρόσημο ανάλογα με το το ποιον στοχεύει) και το κυνικό («ο σκοπός αγιάζει τα μέσα») του πράγματος, είναι και αφελής πολιτικά.

Καταρχήν το τι είναι «καλό» είναι πολιτικά προσδιορισμένο, και δεν είναι τίποτα πιο εύκολο από το να «γυρίσει ο τροχός». Το να παραχωρεί κανείς νομιμοποίηση σε πράγματα που άνετα μπορούν να στραφούν εναντίον του (και που, άλλωστε, γι’ αυτό φτιάχτηκαν, και όχι για το φερετζέ της «σωτηρίας της δημοκρατίας» στις ΗΠΑ), τον καθιστά το κατεξοχήν παράδειγμα του «χρήσιμου ηλίθιου».

(Όπως απέδειξε η ιστορία, δεν είναι τελικά ο καπιταλιστής που είναι ικανός να «πουλήσει το σχοινί που θα τον κρεμάσουν». Είναι μάλλον ο αφελής πολίτης που αγοράζει το σχοινί με τον οποίο θα κρεμάσουν τον ίδιο ― και του αφήνει και καλό customer review).

Όσοι δεν ζουν στο «αιώνιο τώρα» θα θυμούνται ότι όταν ο Μπους τζούνιορ ήταν στα πάνω του, «καλό» ήταν η λογοκρισία, με την απειλή της απόσυρσης διαφημίσεων, όσων μιλούσαν ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ. Και ότι επί διακυβέρνησης Ομπάμα λογοκρίθηκαν οι whistleblowers Σνόουντεν, Άσαντζ, και Μάνιγκ, ενώ το PayPal έκοψε την δυνατότητα χρηματοδότησης των Wikileaks [3].

Μια μεθαυριανή ρεπουμπλικανική κυβέρνηση με καλύτερες σχέσεις με Μπέζος, Ζούκερμπεργκ, κλπ, θα έχει ένα εξαιρετικό λογοκριτικό οπλοστάσιο στα χέρια της. Το ίδιο θα βρει και μια Δημοκρατική κυβέρνηση (εκκινώντας από την τωρινή).

Και οι δύο πλευρές του νομίσματος της Αμερικανικής δημοκρατίας είναι εξίσου επικίνδυνες για όσους δεν έχουν αυταπάτες για τη «διαφορετικότητα» μεταξύ τους, δηλαδή για όσους η πολιτικοποίηση δεν περιορίζεται στα των identity politics (με τα οποία πολώνουν τους ψηφοφόρους τους), αλλά πάει και στην οικονομία, την κρατική εξουσία, την εξωτερική πολιτική, κλπ. (στα οποία συνεργάζονται άψογα, και υπερκεράζουν το ένα το άλλο).

Το ίδιο σοβαρή είναι η επιρροή σε κόμματα, υποψηφίους, δημοσιογράφους, κλπ, που δίνει στις ψηφιακές πλατφόρμες η δυνατότητα επιλεκτικής λογοκρισίας.

Αρκεί για παράδειγμα μια πλατφόρμα να δελεάσει το ένα ή το άλλο κόμμα με λογοκρισία του αντίπαλου, ή υπερ-προβολή των δικών του θέσεων, ή να το απειλήσει με λογοκρισία των σε αυτό προσκείμενων σελίδων, για να πετύχει ό,τι νομοθετική ή άλλη παρέμβαση επιθυμεί ― από φορολογικές ελαφρύνσεις μέχρι προστασία του αθεμιτου μονοπωλίου της. Αυτό βέβαια όταν η πλατφόρμα δεν συνεργάζεται ήδη ανοιχτά με την Αμερικάνικη κυβέρνηση (όπως η Amazon και η Google με το Πεντάγωνο [4, 5]).

Άλλωστε η πρόσφατη συντονισμένη κίνηση κοψίματος του Τραμπ και λογαριασμών που πρόσκεινται στους Ρεπουμπλικάνους, μια τέτοια περίπτωση αναζήτησης εύνοιας ήταν.

Την προηγούμενη περίοδο συζητιόταν σοβαρά το ενδεχόμενο νομικού ελέγχου των ψηφιακών μεγαθηρίων για μονοπωλιακές πρακτικές [6], [7], μεγάλων προστίμων, έως και και υποχρεωτικού «σπασιματός» μια εταιρείας σε δυο ή περισσότερες μικρότερες εταιρείες (υπάρχει προηγούμενο στην περίπτωση της εταιρείας τηλεπικοινωνιών Bell που υποχρεώθηκε να σπάσει σε επτά μικρότερες εταιρείες ― ανάμεσα τους η γνωστή σημερινή ΑΤ&Τ [8] ―, αλλά και της καταδίκης της Microsoft τη δεκαετία του ’90 για μονοπωλιακές πρακτικές [9]).

Η κίνηση λογοκρισίας του ίδιου του εν ενεργεία προέδρου των ΗΠΑ, αποτελεί λοιπόν ταυτόχρονα υπενθύμιση της δύναμης των ψηφιακών πλατφορμών και δωράκι διαπραγμάτευσης προς την επερχόμενη κυβέρνηση.

5) «Δεν είναι λογοκρισία όταν αφορά fake news»

Το τι είναι και τι δεν είναι fake news, το ορίζει και πάλι η εξουσία.

Δεν υπάρχει απροβλημάτιστος, μη-πολιτικός χαρακτηρισμός της αλήθειας και του ψέματος μιας είδησης, παρεκτός σε πολύ τεχνικά πεδία (μαθηματικά, φυσική).

Όταν ο Γκάρι Βεμπ ξεσκέπασε την (γενικά παραδεκτή σήμερα) υπόθεση εμπορίου ναρκωτικών εντως των ΗΠΑ με τις ευλογίες της CIA, όλος ο έγκριτος τύπος χλεύασε ως “fake news” τις αποκαλύψεις του [10]. Αλλά και αντίθετα, όταν οι έγκριτοι New York Times, επιβεβαίωσαν ότι ο Σαντάμ είχε «όπλα μαζικής καταστροφής» (επιβεβαίωση που νομιμοποίησε την εισβολή που ακολούθησε), ήταν fake news να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο [11].

Ούτε το κολπάκι των fake news είναι κάτι καινούργιο. Κατά ψυχρό πόλεμο το υιοθέτησαν από την ΕΣΣΔ και το λάνσαραν στη Δύση ως μάχη ενάντια στην «παραπληροφόρηση»:

> «Η έννοια, ακόμη, νέα, παραπληροφόρηση εισήχθη πρόσφατα απ’ τη Ρωσία, μαζί με πολλές άλλες επινοήσεις χρήσιμες στη διαχείριση των σύγχρονων Κρατών. Χρησιμοποιείται πάντοτε σε μεγάλο βαθμό απ’ την εξουσία, και κατά συνέπεια απ’ τους ανθρώπους που κατέχουν ένα μερίδιο οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας, για να διατηρηθεί το κατεστημένο και πάντοτε προσδίδοντας σ’ αυτή τη χρήση μια λειτουργία αντεπίθεσης» (…)

> (…) ο συνολικός λόγος του θεάματος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο υποψίας ότι εμπεριέχει παραπληροφόρηση, εφόσον είναι πλέον σε θέση να προσδιορίσει, με την πλέον επιστημονική βεβαιότητα, το πεδίο όπου εμφανίζεται η μοναδική παραπληροφόρηση: είναι οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί και δεν θα του αρέσει. [11]

Ούτε η σήμανση των «fake» news και των «έγκριτων» πηγών που βλέπουμε σήμερα είναι καινούρια ιδέα:

> (…) έγινε πρόσφατα συζήτηση στη Γαλλία για το ενδεχόμενο επίσημης απονομής ενός είδους πιστοποιητικού στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που θ’ αναγράφει «εγγυημένο χωρίς  παραπληροφόρηση»: κάτι τέτοιο θα δυσαρεστούσε ορισμένους επαγγελματίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που ήθελαν ακόμη να πιστεύουν, ή πιο μετριοπαθώς να κάνουν πως πιστεύουν, ότι στο εξής δεν θα λογοκρίνονταν στ’ αλήθεια. [12]

6. … και στα δικά μας

Είναι πραγματικά παράξενο ― και δείγμα αποικιοποίησης της πολιτικής σκέψης, ότι στην Ελλάδα τα συγκεκριμένα ζητήματα εξετάζονται με βάση την ορολογία, τα επιχειρήματα, και τις εσωτερικές ισορροπίες των ΗΠΑ.

Αντί, δηλαδή, να εξετάζονται με βάση την επίδραση τους σε εμάς, και στο υπόλοιπο 96% της ανθρωπότητας.

Πριν χειροκροτήσει ας πούμε ο ντόπιος «δημοκράτης» το κόψιμο του Τραμπ ή των “fake news” από τις πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων, θα πρέπει να σκεφτεί ότι στην Ελλάδα αυτό το ρόλο (και μάλιστα σε επίσημη συνεργασία με το Facebook) έχουν αναλάβει τα ανοικτά φιλοκυβερνητικά Hellinika Hoaxes.

Ή ότι σε χώρες που τα συμφέροντα των ΗΠΑ επιβάλλουν π.χ. Γκουαϊδο αντί για Μαδούρο, τα (αμερικανικών συμφερόντων) κοινωνικά δίκτυα μπορούν να εφαρμόζουν αντίστοιχη λογοκρισία κόβοντας ως “επικίνδυνες ειδήσεις” ή τα “fake news” ό,τι έρχεται σε αντίθεση με τις εξωτερική πολιτική της Αμερικής.

Αυτό δίνει και μια απάντηση στο γιατί χώρες σαν την Κίνα και τη Ρωσία επιμένουν στα δικά τους ντόπια Google, Facebook, Twitter, κλπ. [13], [14] – πέραν δηλαδή του να μπορούν να τα ελέγχουν οι κυβερνήσεις τους: επειδή δεν αφήνεις την πληροφόρησή της χώρας σου στα χέρια του εχθρού σου. Οι Αμερικάνοι δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα, αφού δικές τους εταιρείες ελέγχουν το διεθνές διαδίκτυο. Αν το Google και το Facebook ήταν ξένης ιδιοκτησίας, (έστω και Ευρωπαϊκά), θα τα είχαν κλείσει «χθες», και αντικαταστήσει με δικά τους για ντόπια κατανάλωση. Άλλωστε το ίδιο κάνουν σε πολύ λιγότερο ευαίσθητες περιπτώσεις, ακόμα και σκέτα στα πλαίσια εμπορικού ανταγωνισμού [15], [16].

 

*Ο Νίκος Βεντούρας είναι προγραμματιστής τη μέρα και σκηνοθέτης ντοκυμανταίρ τη νύχτα. 

[1] https://www.lawfareblog.com/are-facebook-and-google-state-actors

[2] https://www.forbes.com/sites/petersuciu/2019/10/11/more-americans-are-getting-their-news-from-social-media/

[3] https://www.bbc.co.uk/news/world-us-canada-11917891

[4] https://www.technologyreview.com/2019/10/08/75349/meet-americas-newest-military-giant-amazon/

[5] https://www.bloomberg.com/features/2019-google-military-contract-dilemma/

[6] https://www.npr.org/2020/12/16/947160910/the-case-against-facebook#:~:text=The%20Case%20Against%20Facebook,-NPR&text=Last%20week%2C%20the%20federal%20government,antitrust%20cases%20in%20American%20history.&text=The%20government%20argues%20that%20Facebook’s,to%20sell%20the%20companies%20off.

[7] https://theconversation.com/google-antitrust-case-suggests-apple-should-be-in-the-department-of-justices-crosshairs-too-148691

[8] https://en.wikipedia.org/wiki/Breakup_of_the_Bell_System

[9] https://en.wikipedia.org/wiki/United_States_v._Microsoft_Corp.

[10] https://en.wikipedia.org/wiki/Gary_Webb

[11] https://en.wikipedia.org/wiki/Iraq_and_weapons_of_mass_destruction

[12] Γκυ Ντεμπόρ, Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος

[13] https://en.wikipedia.org/wiki/Baidu

[14] https://en.wikipedia.org/wiki/Yandex

[15] https://www.cnet.com/news/huawei-ban-full-timeline-us-sanctions-china-trump-5g/

[16] https://globalnews.ca/news/7578050/us-blacklist-xaomi-china-sanctions/