του Hugo Drochon για το Project Syndicate
Ο Ολάντ είναι μόλις ο δεύτερος πρόεδρος από τη αρχή της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας το 1958 που δεν θα διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία. Ο άλλος ήταν ο Ζορζ Πομπιντού, που πέθανε ενώ ασκούσε τα καθήκοντά του το 1974. Ο Ολάντ είναι επίσης ο τρίτος πρόεδρος που είχε μόνο μια θητεία. Οι άλλοι ήταν ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν τη δεκαετία του 1970 και ο άμεσος προκάτοχος του Ολάντ, ο Νικολά Σαρκοζί. Το ότι οι δυο πιο πρόσφατοι πρόεδροι δεν άντεξαν δείχνει πόσο δύσκολη έχει γίνει η διακυβέρνηση στη Γαλλία.
Η απόφαση του Ολάντ να μην είναι ξανά υποψήφιος δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν: με ένα ποσοστό αποδοχής 4%, θα είχε να αντιμετωπίσει μια ταπεινωτική ήττα στον πρώτο γύρο των εκλογών. Ενώ η προεδρεία του έχει επικριθεί ευρέως, είχε επίσης σημειώσει σημαντικά επιτεύγματα: τη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλοφίλων, τη συμμετοχή της Γαλλίας στης συμφωνία για το κλίμα στο Παρίσι και την αποκατάσταση μιας ισορροπίας στις δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια. Και παρόλο που το δημόσιο χρέος συνέχισε να αυξάνεται, το ποσοστό ανεργίας έχει αρχίσει να μειώνεται- αν και πολύ αργά για να επωφεληθεί ο Ολάντ.
Το μεγαλύτερο ελάττωμα του Ολάντ ήταν ότι δεν μπορούσε να αποτελέσει την προσωποποίηση της προεδρίας: πολύ απλά δεν φαινόταν και δεν ακουγόταν αρκετά προεδρικός. Η διαπεραστική φωνή του στερούνταν της βαρύτητας που συνδέεται με τη θέση και φαινόταν να έχει πολιτική ικανότητα μόνο σε καταστάσεις που δημιούργησαν αυτήν την εικόνα με φυσικό τρόπο, όπως στις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015 και, πιο αμφιλεγόμενα, την παρέμβαση την Γαλλίας στο Μάλι το 2013.
Από τότε που υπήρξαν αυτές οι καταστάσεις, ο Ολάντ έχει εμπλακεί σε ένα επιζήμιο ντιμπέιτ σχετικά με την ανάκληση της ιθαγένειας των γάλλων τρομοκρατών και έκανε ένα σοβαρό λάθος στις δημόσιες σχέσεις όταν σχολίασε με ειλικρίνεια τη γαλλική πολιτική σκηνή για ένα βιβλίο δύο δημοσιογράφων της Le Monde, με τον κατάλληλο τίτλο: Ένας Πρόεδρος Δεν Πρέπει Να Το Πει Αυτό. Έχει επίσης αντιμετωπίσει διαδηλώσεις εναντίον της προσπάθειάς του να κάνει μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας- μια επικίνδυνη πολιτική κίνηση που έχει διαλύσει πολλές προηγούμενες γαλλικές κυβερνήσεις.
Από όταν ο Ολάντ αποχώρησε από τον αγώνα για την προεδρία, ο Μακρόν, ο κεντρώος πρώην υπουργός Οικονομίας του, έχει κληθεί να θέσει υποψηφιότητα για τις εσωτερικές εκλογές των Σοσιαλιστών, τώρα που μπορεί χωρίς να προδώσει τον πρόεδρο που υπηρέτησε. Αλλά το έχει αποκλείσει επανειλημμένα και ξεκίνησε ως ανεξάρτητος υποψήφιος για την προεδρία τον Νοέμβριο, πολύ πιθανόν με μελλοντικές βλέψεις. Έχοντας προβλέψει ανοιχτά ότι η αριστερά θα χάσει στις εκλογές του 2017, έκοψε τους δεσμούς του με την κυβέρνηση του Ολάντ, ώστε να βάλει τον εαυτό του σε έναν ρόλο σωτήρα της αριστεράς στην προεδρική κούρσα του 2022.
Όπως ο Μακρόν, έτσι και ο Μελανσόν θέτει υποψηφιότητα για την προεδρία εκτός του Σοσιαλιστικού πλαισίου. Τα τελευταία χρόνια, ο ακροαριστερός, κατά της λιτότητας και κατά της Ευρώπης, σοσιαλιστής, πρώην υπουργός, έχει συγκεντρώσει ότι έχει μείνει από το Κομμουνιστικό κόμμα και έχει ενοποιήσει τα διάφορα άλλα αντικαπιταλιστικά κόμματα μαζί του.
Έτσι, ο αγώνας για την προεδρία θα είναι πιθανότατα μεταξύ Μανουέλ Βαλς- ο οποίος ήταν πρωθυπουργός του Ολάντ μέχρι που παραιτήθηκε νωρίτερα αυτό το μήνα- και του Αρνό Μοντεμπούρ, πρώην υπουργού του Βαλς για την «εθνική ανάκαμψη». Ο Βαλς αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην πρώτη θέση σύμφωνα με τον πρώτο γύρο των δημοσκοπήσεων, αλλά οι δύο υποψήφιοι θα μάχονται στήθος με στήθος στο δεύτερο γύρο των προκριματικών εκλογών.
Αν κερδίσει ο Βαλς, ο Μακρόν θα δεχθεί νέες πιέσεις, γιατί είναι ο άλλος μεγάλος αντιπρόσωπος του Σοσιαλιστικού «σοσιαλιστικου-φιλελεύθερου» χώρου- παρόλο που ο Βαλς είναι πολύ πιο αυταρχικός από τον Μακρόν σε «Δημοκρατικά» θέματα, όπως την εκκοσμίκευση και την εθνική ασφάλεια. Αν επικρατήσει ο Μοντεμπούρ όμως, η πολιτική πίεση θα είναι προς τον Μελανσόν, γιατί ο Μοντεμπούρ αντιπροσωπεύει μια πιο συντηρητική αριστερά: συγκεκριμένα, εγκατέλειψε την κυβέρνηση του Βαλς το 2014 γιατί αυτή ακολουθούσε πιο πολύ μια στάση λιτότητας και πολιτικές προσφοράς και όχι τόσο μια κεϋνσιανή δημοσιονομική τόνωση που υποστήριζε ο ίδιος.
Η έκβαση των προκριματικών εκλογών των Σοσιαλιστών θα έχει σημασία μόνο αν αποκαλύψει τη διάσπαση στο εσωτερικό του κόμματος, μεταξύ όσων είναι υπέρ μιας παραδοσιακής συγκεντρωτικής προσέγγισης και όσων υποστηρίζουν πιο φιλικές προς την αγορά εναλλακτικές λύσεις. Επιδιώκοντας το δεύτερο, η προεδρία του Ολάντ σηματοδότησε μια ρήξη στη σοσιαλιστική πολιτική. Το κόμμα ποτέ δεν ενέκρινε ρητά αυτήν την πορεία και πολλοί της γαλλικής αριστεράς δυσανασχετούν σήμερα με τον Ολάντ γι’ αυτό που βλέπουν ως προδοσία των αρχών τους.
Με τη γαλλική πολιτική κατάσταση να είναι χωρισμένη μεταξύ αριστεράς, δεξιάς και ακροδεξιάς, μια διάσπαση στο εσωτερικό κάθε ομάδας εγγυάται σχεδόν τον αποκλεισμό αυτής της ομάδας από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του επόμενου χρόνου. Ανεξάρτητα από τις εκκλήσεις για ενότητα, οι προκαταρκτικές εκλογές των Σοσιαλιστών δεν θα φέρουν κοντά τους ανθρώπους. Επιπλέον, οι Σοσιαλιστές δεν έχουν βοηθήσει οι ίδιοι τον εαυτό τους, αποκλείοντας- με τον ισχυρισμό ότι οι προκαταρκτικές εκλογές δεν είναι ελευθέρας εισόδου- τρεις υποψηφίους από μικρότερα κόμματα που είχαν ήδη θέσει υποψηφιότητα σε προκριματικές εκλογές για να επιλέξουν τους δικούς τους ηγέτες.
Με τουλάχιστον δύο υποψηφίους να έχουν ήδη θέσει υποψηφιότητα από την αριστερά, το αποτέλεσμα των προκαταρκτικών εκλογών των Σοσιαλιστών είναι άσχετο με την εθνική πολιτική. Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών θα είμαι μεταξύ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Φρανσουά Φιγιόν και της ακροδεξιάς ηγέτιδας του Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λε Πεν.