Έχουμε και λέμε: «Δαπανώντας (δανεικό) ποσό Π για την επαναγορά ομολόγων, το όφελος του ελληνικού δημοσίου ισούται με Φ = Π επί {(100-x)/x}, όπου Φ είναι τα δισ χρέους που θα «καταργηθούν» και x είναι η τιμή επαναγοράς εκφρασμένη ως ποσοστό της ονομαστικής τους αξίας». Με αυτά τα λόγια και αυτόν τον τύπο ξεκινά ο Γιάνης Βαρουφάκης να εξηγήσει το αδιέξοδο της επαναγοράς ομολόγων. Ακολούθησε ωστόσο απάντηση από τον Γιώργο Προκοπάκη, ο οποίος με πάθος αντιτείνει πως «Σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (IAS 39), οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να εγγράψουν τον Μάρτιο τα νέα ομόλογα (μετά PSI) με τιμή κτήσης την τιμή στο χρηματιστηριακό ταμπλώ, δηλαδή στο 20%-25% της ονομαστικής αξίας». Καλό είναι να το ξέρουμε κι αυτό, ας κρατήσουμε στο προσκεφάλι μας το IAS 39 πριν τον ύπνο. Ο γνωστός οικονομολόγος ανταπάντησε στον επικριτή του λέγοντας μεταξύ άλλων πως ένιωσε σαν να προσπαθούσε να τον κατασπαράξει ένα υγρό μαρούλι, που ήταν μια ταιριαστή κατακλείδα στην κατά τα λοιπά ουσιαστική οικονομική απάντηση που έδωσε.
Απλά πράγματα, που χρειάζεται να τα καταλαβαίνει κανείς προκειμένου να ανοίξει το στόμα του για να μας πει τη γνώμη του ως προς το αν θα πετύχει το σχέδιο της κυβέρνησης. Υποθέτω πως ένα ποσοστό των αναγνωστών του thepressproject κατανοούν τα όσα αντέγραψα παραπάνω. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι που μπορούν να λάβουν μέρος σε αυτή τη συζήτηση με επιστημονική επάρκεια είναι πολύ λίγοι. Ακόμη λιγότεροι είναι αυτοί που μπορούν να ελέγξουν από πρώτο χέρι αν αυτό που λέγεται ισχύει ή όχι. Για την πλειονότητα, αυτό που αποφασίζεται εδώ και καιρό είναι απλώς ακατανόητο. Ρωτάς: «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Και σου απαντούν: –N(a)=O (log(a)2/3+ε). -«Έτσι είναι αυτά, λες εσύ, για να μη γίνεις ρεζίλι, άντε, να τα πούμε καμιά φορά» και φεύγεις. Οι πολίτες λοιπόν πρέπει να πιστεύουν ειδικούς που ξέρουν καλύτερα. Ακόμη και η αμερικανική κυβέρνηση, μετά την κρίση των στεγαστικών δανείων το 2008, προκειμένου να λύσει το πρόβλημα κατέφυγε σε τοξικό χρήμα, σε παράγωγα για τα οποία οι ίδιοι οι κυβερνητικοί υπάλληλοι που τα χειρίστηκαν είχαν εξαπατηθεί από τους χρηματιστές που τους τα πλάσαραν. Η πολυπλοκότητα είναι εργαλείο, δεν είναι ατύχημα.
Μ’ όλη την πολυπλοκότητα της κατάστασης όμως, θαρρώ πως μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν πολιτικό πυρήνα κατανοητό: η κυβέρνηση θα χρειαστεί να βρει λεφτά, και τα λεφτά ή που θα τα πάρει από τους πλούσιους ή που θα τα πάρει από τους φτωχούς. Δηλαδή το πολιτικό δίλημμα είναι αν τα χρήματα που λείπουν θα βρεθούν από τη γιαγιά που πρέπει να διαλέξει αν θα αγοράσει φάρμακα ή φαγητό, γιατί δεν φτάνουν και για τα δύο, ή από κάποιον που του περισσεύουν. Η αφρισμένη παρλάτα Βενιζέλου για τη λίστα Λαγκάρντ στο MEGA έδειξε ότι η πολιτική μας τάξη δεν είναι διατεθειμένη να ζητήσει τίποτα από τους χρηματοδότες της. Αυτό που συμβόλισε εκείνη η τόσο κωμικοτραγική στιγμή του δημόσιου βίου μας είναι ότι οι ίδιοι που μας κουνάνε το δάχτυλο να σοβαρευτούμε, κάνουν τα κορόιδα όταν πρόκειται για τα αφεντικά τους. Η λίστα Λαγκάρντ συμβόλισε κάτι σαν τους φόρους των εφοπλιστών, σαν τις άδειες των καναλιών, σαν τα χαράτσια που πληρώνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες: μία υπενθύμιση της αδικίας. Η σοβαρότητα που μας ζητούν είναι τράβηγμα του αυτιού για τους αδύναμους, για τους ισχυρούς έχει μεγάλη πλάκα το θέμα, κάπου θα μαζεύονται και θα ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Σε καιρούς πιο ειρηνικούς και ανέμελους είχαμε την ευκαιρία να παραπονεθούμε για τον άξεστο νεοέλληνα με το τζηπ και τα σκυλάδικα. Πέρασε αυτή η εποχή. Τώρα έχουμε μισθούς 400 ευρώ που επιβάλλονται χωρίς αιδώ, με το μαστίγιο της ανεργίας. Και επειδή η πρώτιστη υποχρέωση σε μία συζήτηση δεν είναι απλώς να λέμε κάτι που αληθεύει (πράγμα εύκολο και συχνότατα παραπλανητικό), αλλά να λέμε το καίριο, το πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η φτώχεια.
Λίγο πολύ, όλοι οι υπουργοί εμφανίζονται κάτοχοι ειδικών γνώσεων που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Απαντούν καμαρωτοί-καμαρωτοί, πάντα, και μετά ακολουθεί το χάος. Τούτων ούτως εχόντων, προτείνω να απαγορευτεί η χρήση αριθμών στις συζητήσεις. Όπως έγραψε ο Αντώνης Ζέρβας, οι αριθμοί στον δημόσιο διάλογο είναι ο νέος λαϊκισμός. Ό,τι αντιπροσώπευε η εργατίστικη ρητορεία τη δεκαετία του ’80, τώρα το αναλαμβάνει ο λόγος του τάχαμου ενήμερου προπαγανδιστή. Του γραβατωμένου παπαγάλου με τα γραφήματα, που εξηγεί γιατί είναι αναπόφευκτο να κοπεί η σύνταξη του παππού. Και, για όποιον επιμένει να ακούσει μια συγκεκριμένη οικονομική πρόταση, να την πω όσο πιο ξεκάθαρα μπορώ, με τη συνεργασία του συνονόματού μου Κωσταντή Κανάρη, διαπρεπούς οικονομολόγου-μπουρλοτιέρη:*
Όλη η βουλή των προεστών, στο μώλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα, προβάλλοντας στη μέση:
-Τίποτα, αρχόντοι, δε φελάει, μονάχα το καράβι!
Σα μ’ άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
-Ποιος είναι αυτός, και πώς τον λεν, που συμβουλές μάς δίνει;
Νά τα Ψαρά πως χάθηκαν. Κι’ εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιος τα μέρη,
κ’ είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
Νά πώς με λεν έμενα!
* Κανάρης, Ποίημα του Αλέξανδρου Πάλλη. Παρακαλώ να εκληφθεί ως μαχητική αλληγορία και να μην πλακώσουν μπουρλοτιέρηδες στη βουλή και τις τράπεζες εξαιτίας μου.