της Εύης Προύσαλη
Δρ. Θεατρικών Σπουδών – Κριτικός Θεάτρου

Φωτογραφίες παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας

Αντιθέτως, κάθε βιβλίο τον γεμίζει με ακόμα περισσότερες απορίες και διλήμματα. Αποφαίνεται, έτσι, ότι η γνώση είναι ανώφελη κι αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του στην καταστροφή των βιβλίων. Διατηρεί τα βιβλία στο σπίτι του, χωρίς όμως ποτέ να τα ανοίξει, ξανά. Ο πυροτεχνουργός, αντιθέτως, δεν γνωρίζει το περιεχόμενό τους, διακατέχεται, όμως, από περιέργεια κι επιθυμία να γευτεί τον «απαγορευμένο καρπό». Μέσω μιας νέας κοπέλας και του φιλοσόφου/στοχαστή παππού της, μυείται στον κόσμο των βιβλίων, κι έκτοτε δεν μπορεί να τα κάψει. Διωκόμενος, καταφεύγει στα περίχωρα της πόλης όπου αρκετοί πολίτες ζουν αυτοεξόριστοι, δίπλα στη φύση μεταλαμπαδεύοντας τις γνώσεις τους στη νέα γενιά. Παρά τις απαγορεύσεις, τις συνεχείς καύσεις βιβλίων και τις διώξεις, κάποιοι πολίτες αντιστέκονται και θυσιάζονται προκειμένου να διασώσουν το μοναδικό καταφύγιο επιβίωσης της μνήμης, της ιστορίας και της γνώσης.

Το προφητικό αυτό κείμενο περιγράφει μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν οι εικόνες, τα gadgets, τα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης και εντοπισμού, όπου τα σπίτια είναι «διαπερατά» και το εσωτερικό τους ορατό από όλους, όπου οι τοίχοι είναι τηλεπαράθυρα, οι τηλεοράσεις μεταδίδουν μόνο ψυχαγωγικές εκπομπές και τηλεπαιχνίδια, ενώ η εκπαίδευση απουσιάζει.

Η περιγραφόμενη αυτή συνθήκη δεν είναι σήμερα ανοίκεια καθώς η «εικόνα» και το θέαμα αποτελούν, αναμφισβήτητα, το κυρίαρχο πολιτισμικό υπόβαθρο του σύγχρονου πολιτισμού. Ο Λόγος ως ορθολογισμός ή/και ως γραπτό ή προφορικό κείμενο, έχουν εκπέσει και αντικατασταθεί από την εικονική πραγματικότητα. Η ταχύτατη εναλλαγή των εικόνων, στις πάσης φύσεως ηλεκτρονικές συσκευές που κατακλύζουν την καθημερινότητα, αφενός, αποτρέπει τον παραλήπτη τους από την ενδελεχή παρατήρηση και αξιολόγηση του περιεχομένου, αφετέρου, εγκαθιδρύει τον φρενήρη ρυθμό ως καταστατική συνθήκη του εκάστοτε κοινωνικού ή προσωπικού γεγονότος. Συνεπώς, οτιδήποτε δεν προσαρμόζεται στην ταχύτατη απτική επαφή του δακτύλου με το καντράν μιας ηλεκτρονικής συσκευής αλλά απαιτεί ενασχόληση, μελέτη και προσήλωση, με λίγα λόγια οτιδήποτε δεν μπορεί εύκολα και γρήγορα να (ανα)μεταδοθεί, σταδιακά εκλείπει. Ως εκ τούτου, ο γραπτός λόγος είναι ο πρώτος που πλήττεται, ενώ ακολουθεί ο προφορικός λόγος και τέλος ο Λόγος καθεαυτόν.

Βεβαίως, μέσα στη νέα αυτή συνθήκη, ο γραπτός και ο προφορικός λόγος μεταμορφώνονται, αποκτώντας και «ηλεκτρονική» διάσταση, κάτι που τους επιτρέπει να επιβιώνουν και να διαχέονται, ίσως και σε μεγαλύτερο κοινό. Μπορεί, έτσι, το «χάρτινο» βιβλίο να βρίσκεται σε ύφεση -παροδική ή όχι- αλλά το περιεχόμενό του μπορεί να απευθύνεται σε όλο και περισσότερους αναγνώστες, μέσω της ηλεκτρονικής του μετάλλαξης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον προφορικό λόγο, ο οποίος μπορεί να κοινοποιηθεί σε μεγαλύτερο κοινό και τάχιστα. Συνεπώς, στη σύγχρονη πολιτισμική συνθήκη, αυτό που πλήττεται, πραγματικά, είναι ο ίδιος ο Λόγος: δηλαδή, η δυνατότητα αμερόληπτης πρόσληψης και κριτικής ερμηνείας των γεγονότων και των καταστάσεων και κατά συνέπεια η συμπεριφορά, η πράξη κι η στάση ζωής που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της προηγούμενης διαδικασίας.

Σήμερα, δεν καίγονται «βιβλία» διότι δεν υπάρχει «λόγος» να καούν. Το βιβλίο πλήττεται στην άυλη μορφή του, τουτέστιν εκείνην της διαλεκτικής που υποδηλώνει, της (δια)δράσης που δυνητικά επάγει και της πολυφωνίας και πολυσημίας που προάγει. Στις μέρες μας, ο πάσης φύσεως λόγος απευθύνεται στο κοινό μονοσήμαντα και υπό την πίεση μιας αναγκαιότητας που η κυρίαρχη εξουσία επιτάσσει, ως ένας λόγος (εξ)υπηρετικός και προσαρμοστικός στο status quo. Κατά συνέπεια, τίποτα δεν επιβάλει την καύση ενός βιβλίου, εφόσον η πράξη της πυρπόλησης είναι πλέον αόρατη. Πυρπολούνται τα συστατικά του εκάστοτε Λόγου, ήτοι οι λέξεις και οι έννοιες -και βεβαίως, όχι εν ονόματι ενός ανατρεπτικού (δια)λόγου- ενώ εγκαθιδρύεται η στείρα ρητορική χωρίς κανένα σημασιολογικό ή αποδεικτικό έρεισμα. Εν ολίγοις, πυρπολείται η σκέψη του Λόγου.

Η παράσταση Φαρενάιτ 451 περιορίζεται στην αναπαραγωγή του μοτίβου της καύσης βιβλίων, χωρίς να αποτολμά μία προσαρμογή της αλληγορίας στο σύγχρονο πολιτισμικό τοπίο. Αποβαίνει, έτσι, άκρως επιφανειακή, με αναμενόμενη πλοκή και ανέλιξη. Ίσως, αν επιχειρείτο μία προσέγγιση επί τη βάσει της συλλογιστικής της ωφέλειας ή μη της γνώσης -που αναπτύσσει ο επικεφαλής του Σώματος Ασφαλείας- ή/και επί τη βάσει της (α)δυνατότητας διαλόγου και κριτικής σκέψης στο πλαίσιο της σύγχρονης εικονικής πραγματικότητας, η παράσταση να αποκτούσε υπόσταση και «λόγο» ύπαρξης στη σημερινή συνθήκη. Ως εκ τούτου, το παραστασιακό κείμενο, στενεύει τον ορίζοντα πρόσληψης του θέματος, με επίκεντρο μια επιδερμική αντιπαράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών φράσεων έναντι σχηματικών συμπεριφορών αδαών πολιτών.

Η σκηνοθετική προσέγγιση (σκηνοθεσία Θ. Μοσχόπουλος) αποτυγχάνει να μεταδώσει τόσο το αίσθημα ενός σοβαρού διακυβεύματος όσο και την απειλητική ατμόσφαιρα που επικαλείται. Επιπλέον, η μεγάλη σκηνή του θεάτρου Πόρτα καταπίνει την κίνηση των ηθοποιών, εφόσον αναγκάζονται να καλύψουν όλο το πλάτος της. Τότε, η δράση ξεχειλώνει και ο ρυθμός χάνεται -ενώ επανέρχεται στις σκηνές «δωματίου». Οι βιντεοπροβολές, άλλοτε εντυπωσιακές κι άλλοτε άτεχνες, θα περίμενε κανείς να κυριαρχούν επιτείνοντας την ασφυκτική δυστοπία. Η μετωπικότητα και συχνά η εν παρατάξει θέση των ηθοποιών καθιστά το σκηνικό αποτέλεσμα σχηματικό. Η εικαστική προσέγγιση (σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού, κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ, φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου) ανταποκρίνεται στο (προ)σχηματικό ύφος της συγκεκριμένης παράστασης. Η μετάφραση (Θ. Μοσχόπουλος) διαυγής και ευσύνοπτη.

Το ουσιωδέστερο σημείο της παράστασης είναι οι μονόλογοι του επικεφαλής των Σωμάτων Ασφαλείας, Μπήτυ. Η Άννα Μάσχα ερμηνεύει με ακρίβεια, ευγλωττία και στιβαρότητα τον ρόλο της, εμμένοντας με λεπτομέρεια στην κάθε πτυχή του. Αποτελεί το μέτρο και για την ερμηνεία των υπόλοιπων τύπων. Ο Αλ. Λογοθέτης (Μόνταγκ) αυθόρμητος, ωστόσο ο ρόλος απαιτεί μεγαλύτερο έλεγχο των εκφραστικών μέσων για να υποστασιοποιηθεί. Η Κίττυ Παϊταζόγλου (Κλαρίς) ευαίσθητη κι αθώα, αν και με κάποια υπερβολή, ιδιαιτέρως στον χειρονομιακό της κώδικα. Η Ευδ. Ρουμελιώτη (Μίλντρεντ) πειστική στη συζυγική καρικατούρα που καλείται να υπηρετήσει. Ο Χάρης Τσιτσάκης (παππούς) απλός και άμεσος. Η Ξένια Καλογεροπούλου (κα Χάτσον) ευαίσθητη κι απέριττη στην ερμηνεία της. Ο Θάνος Λέκκας εύπλαστος στις μεταμορφώσεις του, ο Μάνος Γαλανής με εμφανή προβλήματα τονικότητας ενίοτε και άρθρωσης. Γενικώς, η ερμηνευτική των ηθοποιών είναι άνιση, με εμφανή τη σκηνοθετική πρόθεση να κινείται στον άξονα του δίπολου ανάμεσα στην σχηματοποιημένη «ευαισθησία» και νοσταλγία και στη σωματοποίηση μιας μηχανιστικής συμπεριφοράς.

Εφόσον, το μέλλον που επικαλείται το συγκεκριμένο θεατρικό έργο είναι πλέον το σύγχρονο παρόν, το καλλιτεχνικό έργο που αποπειράται να το (ανα)παραστήσει οφείλει να εμβαθύνει στις παραμέτρους πάνω στις οποίες το παρόν αυτό πραγματώνεται, να επισημάνει τις συγκλίσεις και αποκλίσεις και να διαλογιστεί με τη σειρά του, μέσα από έναν ανοιχτό (δια)λόγο, για το επερχόμενο μέλλον. Τότε, ο καλλιτεχνικός λόγος αποτελεί τη μεγαλύτερη αντίσταση απέναντι σε οποιαδήποτε πυρά.

Φωτογραφίες παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας
Θέατρο Πόρτα
Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι,Αμπελόκηποι
Τηλ.: 2107711333

Μέχρι : 21/4
Παραστάσεις : Παρ., Σάβ. 9.15 μ.μ., Κυρ. 7.30 μ.μ.
Τιμή : Tιμή : € 15, 12, 8.