του Θάνου Καμήλαλη
Είδηση πρώτη, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εμπρός» στη Λέσβο:
Στην ευρύτερη περιοχή της Γέρας, τέσσερα μέλη αυτών των, σαν άλλων «ταγμάτων εφόδου», όρμησαν στην κυριολεξία σε εννιάχρονο κορίτσι από το νησί μας, καθώς φορούσε μαντήλι, και το πέρασαν για προσφυγόπουλο!
Είδαν το κορίτσι έξω από Εκκλησία, και όρμησαν για να το διώξουν. Αφού κατάλαβε ότι το πέρασαν για προσφυγάκι, λόγω του μαντηλιού και των προπηλακισμών τους, με δάκρυα στα μάτια τούς απαντούσε ότι «η Εκκλησία είναι για όλους». Σημειωτέον ότι το εν λόγω παιδί είναι εννέα χρόνων και είχε νοσηλευτεί στο παρελθόν. Η μητέρα φώναξε την αστυνομία και όταν το περιπολικό έφτασε, οι δράστες ζητούσαν… συγγνώμη.
Το ότι φορούσε το κορίτσι μαντήλι και εκείνοι θεώρησαν ότι είναι αλλόθρησκο και προσφυγάκι και άρα ότι πρέπει να εκδιωχθεί και μάλιστα με επίθεση, είναι κοινό δείγμα της ιδεοληψίας και της προκατάληψης, της ξενοφοβίας, αλλά και του ρατσισμού που τους διέπει. Δεν έχει περάσει εξάλλου πολύς καιρός όπου τα ίδια συνέβησαν και στην πλατεία Σαπφούς την Κυριακή 22 Απριλίου, με φωτοβολίδες που πάλι ακραίοι πετούσαν εναντίον, μεταξύ άλλων και, παιδιών προσφύγων. Ενώ πριν από το επεισόδιο με το 9χρονο κορίτσι, ιστοσελίδα της Γέρας στο Facebook καλούσε σε αγώνα για να φύγουν τα «άπλυτα» παιδιά από την περιοχή.
Είδηση δεύτερη, σύμφωνα με την καταγγελία της κοινωνικής οργάνωσης Υποστήριξης Νέων ΑΡΣΙΣ
Το βράδυ της Τρίτης 4 Σεπτεμβρίου δύο ανήλικα προσφυγόπουλα δέχτηκαν ρατσιστική επίθεση έξω από τον Ξενώνα Φιλοξενίας της ΑΡΣΙΣ – Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων στο Ωραιόκαστρο, δηλαδή έξω από το σπίτι τους.
Τα δύο αγόρια έπεσαν σε ενέδρα οκτώ – δέκα ατόμων, τα οποία τα προσέγγισαν με καλυμμένα χαρακτηριστικά, ρωτώντας τα επιθετικά «από που είναι». Μόλις τα παιδιά απάντησαν, δηλώνοντας τη χώρα καταγωγής τους, η ομάδα αυτή, με σαφή και δηλωμένα ρατσιστικά κίνητρα, επιτέθηκε στα παιδιά, χτυπώντας ένα από αυτά (το δεύτερο κατάφερε να απομακρυνθεί από το σημείο) στο κεφάλι και το σώμα με ρόπαλα. Το παιδί τραυματίστηκε σε αρκετά σημεία και μεταφέρθηκε άμεσα σε νοσοκομείο, ενώ κλήθηκε η αστυνομία και κινήθηκαν οι νομικές διαδικασίες για το περιστατικό.
Τις προηγούμενες μέρες η ίδια, κατά πάσα πιθανότητα, ομάδα ατόμων βρίσκονταν στο σημείο και χειρονομούσε εναντίον άλλων παιδιών που κατευθύνονταν στη δομή.
Στη χώρα που συζητάει κάθε δεύτερη μέρα για τις «επιθέσεις-εισβολές» του Ρουβίκωνα, με πανό και τρικάκια, τέτοιες ειδήσεις περνούν στα ψιλά. Κινητοποιούν κάποια πρόσκαιρα αντανακλαστικά στα κοινωνικά μέσα, ωστόσο κεντρικά, τείνουν να αντιμετωπίζονται είτε ως μεμονωμένα περιστατικά, είτε ως προβλήματα των τοπικών κοινωνιών. Η αξιωματική αντιπολίτευση ενδιαφέρεται για την «ασφάλεια» των πολιτών και κατηγορεί την κυβέρνηση μόνο όταν θέλει να ανεβάσει το έργο της «ανομίας – αναρχίας»,παθαίνοντας αφωνία μπορστά την πληθώρα επιθέσεων ακροδεξιών ομάδων.
Οι πάσης φύσεως «ενδιάμεσοι» και οι «καταδικάζω τη βία από όπου κι αν προέρχεται», είτε θα προσπεράσουν τα περιστατικά, είτε θα συνεχίσουν την παράλογη κι επικίνδυνη εξίσωσή τους. Η κυβέρνηση, υλοποιώντας στην εντέλεια το ευρωπαϊκό πλαίσιο που σοτιβάζει ανθρώπους σε hot spots, ουσιαστικά νίπτει τας χείρας της,αφήνοντας τις τοπικές κοινωνίες να βρουν τη λύση. Ενίοτε, προβαίνει σε συμβολικές αλλά επικοινωνιακής σημασίας κινήσεις, όπως όταν ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκε τον 11χρονο Αμίρ, θύμα ρατσιστικής επίθεσης τον περασμένο Οκτώβριο, στο Μέγαρο Μαξίμου.
Άλλες φορές, όπως όταν πραγματοποιήθηκε φασιστική επίθεση κατά μεταναστών τον Απρίλιο στη Λέσβο με φωτοβολίδες και πέτρες, αντίδραση του υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρη Βίτσα, ήταν να δώσει «μπράβο» στην αστυνομία για την αντίδρασή της. Η αστυνομία τότε, δεν είχε συλλάβει κανέναν. «Μπορεί το ζήτημα να ήταν πρακτικό», υπέθετε τότε ο Δ. Βίτσας, «αλλά δεν μπορώ εγώ να κατηγορήσω την αστυνομία, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να καταδικάσω τις ενέργειες της μικρής ομάδας».
Η ευθύνη είναι συνολική. Ξεκινάει ευρωπαϊκά, με την οικοδόμηση της «Ευρώπης – φρούριο», την αποδοχή του πλαισίου που χαρακτηρίζει τους πρόσφυγες ως «πρόβλημα», μολονότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό αλλά το πολιτικό, την στοίβαξη τους σε απάνθρωπα κέντρα κράτησης και την απροθυμία των αρμόδιων αρχών να αντιμετωπίσουν τα ρατσιστικά εγκλήματα που θρέφονται από αυτήν την αντίληψη.
Παράδειγμα του τελευταίου κομματιού του ντόμινο, η μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε ο δήμαρχος Λέσβου, Σπύρος Γαληνός, με την οποία ζητέι «τον εντοπισμό και τη δίωξη όσων με πρόθεση και κατά παράβαση του νόμου διασπείρουν ψευδείς φήμες και συκοφαντίες, προτρέπουν από διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε πράξεις αυτοδικίας και προβαίνουν σε βίαιες πράξεις είτε κατά μόνας, είτε κατά αυτό-οργανωμένες ομάδες, προκειμένου να προκαλέσουν πανικό, φόβο, μίσος και διχασμό στους πολίτες. Στοχοποιούν και απειλούν απλούς πολίτες, θεσμικούς εκπροσώπους και λειτουργούς του τύπου, προκειμένου να διασπείρουν μίσος και ρατσισμό και να προκαλέσουν την διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής». Ο Γαληνός κρούει τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και πολλούς μήνες.
Το ερώτημα είναι, καθώς οι ακροδεξιοί δρουν εδώ και καιρό ανενόχλητοι, γιατί δεν υπάρχει η κινητοποίηση αστυνομικών και δικαστικών αρχών, αλλά και γιατί δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να τεθεί το θέμα ως πρώτη προτεραιότητα. Και το ζήτημα είναι, να μην χρειαστεί να σοκαριστούμε με ένα ακόμα αποτρόπαιο γεγονός για να το ξανασυζητήσουμε και να πάρουμε μέτρα.