Ο Πεσσόα είναι ταυτόχρονα ποιητής και μύθος ποιητικός. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας, δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου έργου του, ενός έργου ανολοκλήρωτου και πολλαπλού, το οποίο κληροδότησε στις μέλλουσες γενιές κλεισμένο στο περίφημο μπαούλο, εξασφαλίζοντας έτσι την υστεροφημία του.
«Υποκρίνομαι σημαίνει αγαπώ.
Δεν μπορώ ποτέ να αντικρίσω ένα όμορφο χαμόγελο ή ένα όλο νόημα βλέμμα χωρίς αυτόματα να αναρωτηθώ (και λίγο με ενδιαφέρει ποιος χαμογελάει ή κοιτάζει), ποιος μπορεί να κρύβεται στο βάθος της ψυχής της οποίας το πρόσωπο χαμογελά ή κοιτάζει ο πολιτικός που θέλει να μας αγοράσει ή η πόρνη που θέλει να την αγοράσουμε. Αλλά ο πολιτικός αγαπά τουλάχιστον την πράξη της αγοράς μας κι η πόρνη αγαπά τουλάχιστον να αγοράζεται.
Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο κι αν το θέλουμε, από την παγκόσμια αδερφοσύνη. Αγαπάμε ο ένας τον άλλο, και το ψέμα είναι το φιλί που ανταλλάσσουμε». (1-12-1931)
«Είναι η εξομολόγηση μου, κι αν δε λέω τίποτα, είναι που δεν έχω τίποτα να πω. Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο; Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ’ όλον τον κόσμο είτε μόνο σ’ εμάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα το καινούριο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δεν μπορεί να το καταλάβε»
Ελάχιστα γεγονότα συνθέτουν τη βιογραφία του: θάνατος του πατέρα του, μετακίνηση μαζί με τη νέα του οικογένεια στο Ντέρμπαν της Αφρικής, αγγλική παιδεία, επιστροφή στη Λισαβόνα, βιοπορισμός ως αλληλογράφος σε εμπορικούς οίκους, ένας λευκός έρωτας, πολλή μοναξιά.
Η πολυσχιδής ποιητική ζωή του βρίσκεται στους αντίποδες της βιογραφίας του.
Ο Πεσσόα, ο οποίος υπογράφει το έργο του με το όνομα του αλλά και με τα 72 καταγεγραμμένα ετερώνυμά του, συνιστά μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνία