Δεν χρειάζεται να μας εξηγούν πόσο δεν είναι φασίστες όσοι κατέβηκαν στο συλλαλητήριο. Και βέβαια δεν είναι. Ούτε θέλω να επιμείνω στο επιχείρημα που ακούστηκε όλες αυτές τις μέρες, ότι ανέχθηκαν τους φασίστες δίπλα τους. Προφανώς πιστεύω ότι αυτά ισχύουν. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα, που με ουρανομήκη μυωπία αντιμετώπισαν η Πλεύση Ελευθερίας και η Λαϊκή Ενότητα, είναι πως όταν επιχειρήσεις να θέσεις το κοινωνικό πρόβλημα ως πρόβλημα εθνικό, αυτή τη δουλειά θα την κάνει χίλιες φορές καλύτερα από σένα ο αυθεντικός εθνικιστής. Ακούσατε προσεκτικά τους ανθρώπους που έλεγαν ότι μπορεί να χάσαμε το εισόδημά μας, αλλά δεν θα μας πάρουν την πατρίδα μας; Έχουν ξανακουστεί αυτά, όταν φτωχοί άνθρωποι έμεναν χωρίς φαΐ για να αγοράσουν ζωστήρες για την παραστρατιωτική στολή τους.
Αυτές τις μέρες, με τις ευλογίες ενός κομματιού της Αριστεράς, καταφέραμε να ξαναβγάλουμε τους φασίστες από τη θέση άμυνας και να τους δώσουμε το προνομιακό πεδίο που ζητούν, για να εκφράσουν την κοινωνία: να πουν ότι δεν είμαστε χωρισμένοι με βάση κανένα συμφέρον, υπάρχουν κακοί ξένοι και καλοί Έλληνες, ενωμένοι και ακομμάτιστοι. Και μαζί να κάψουν τη Libertatia, να επιτεθούν στο Εμπρός και ποιος ξέρει τι άλλο, στις ώρες που θα ακολουθήσουν.
Ο εθνικισμός πάντοτε προσποιείται ότι διατυπώνει έναν λόγο ενωτικό, ενώ στην πραγματικότητα η επιθυμία του είναι να ενώσει κάποιους ενώπιον ενός κοινού εχθρού. Αν λοιπόν δεν ανήκεις στους οπαδούς στους οποίους απευθύνεται το σάλπισμα, ο λόγος αυτός δεν είναι ενωτικός, είναι λόγος μίσους. Κατανοώ ότι όσοι συμμετείχαν σε αυτό το όντως πολυπληθές συλλαλητήριο θα αντιμετωπίζουν με συγκαταβατικά χαμόγελα την αγωνία μου για το πόσο ογκώδες ήταν.
Καταλαβαίνω ότι τους προξενεί πολύ μεγάλη χαρά ότι μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί, συγκινήθηκαν τόσο πολύ, είχαν τόσο μεγάλο πάθος. Και, όπως έχει ειπωθεί με άλλη αφορμή, «πεντακόσιοι άνθρωποι που βροντοφωνάζουν ένα σύνθημα με μία φωνή, δεν μπορεί παρά να έχουν δίκιο». Επίσης, κατανοώ πόσο μεγάλη διαφορά έχει το γεγονός ότι μίλησε ο Μίκης Θεοδωράκης, σε σχέση με όλον τον υπόλοιπο συρφετό. Έτσι ακριβώς είναι η ζωή: άλλα συλλογιέται ο μπεκρής κι άλλα ο ταβερνιάρης. Όλοι οι παραπάνω πανηγυρίζουν γι’ αυτό που είναι για μένα εφιάλτης. Στην προκειμένη περίπτωση θα ήθελα να πω σε όσους χαμογελούν, όμως, ότι κλαίει καλύτερα όποιος κλαίει τελευταίος. Το χαμόγελο δεν θα κρατήσει για πολύ, και ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός.
Αν το συλλαλητήριο διέθετε ένα κεντρικό αίτημα, το αίτημα αυτό είναι παράλογο και ανεδαφικό. Ας γίνει το δημοψήφισμα, ας κερδίσει με ποσοστό 90% η επιδίωξη να μην περιέχεται ο όρος Μακεδονία στη σύνθετη ονομασία, θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό. Όσον αφορά τα «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική» καλύτερα να παραμείνουν ασχολίαστα. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίον το χαμόγελο των συμμετεχόντων θα παγώσει στα χείλη τους.
Μιλώντας για διεκδικήσεις, περνώ στο δεύτερο κομμάτι. Οι πιο προκλητικές φράσεις του Μίκη Θεοδωράκη ήταν προφανώς οι ανοησίες που ξεστόμισε για τον αριστερόστροφο φασισμό. Οι πιο θλιβερές ωστόσο φράσεις που είπε είχαν σχέση με την απόπειρα κολακείας αυτού του κατατσακισμένου λαού, τον οποίον προσπάθησε να εμφανίσει ως ήρωα, που τον εμπνέει για να είναι και εκείνος ασυμβίβαστος. Δεν είναι καθόλου ηρωικός αυτός ο λαός, αντιθέτως βγήκε στο δρόμο μόνο υπό τον όρο ότι δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα η διαμαρτυρία του. Μέχρι τότε, ζει ταπεινωμένος και λέει κι ευχαριστώ. Όσο για την κολακεία του λαού και όλα τα φληναφήματα για τα πώς του Έλληνα ο τράχηλος δεν υποφέρει ζυγό, αυτά είναι εθνικισμός για τα κοφίνια.
Συνεπώς αντί να συζητούμε για το μεγαλείο του Μίκη Θεοδωράκη, το αγωνιστικό του παρελθόν και τι ωραία τραγούδια έχει γράψει, προτείνω να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι ακριβώς επιτυγχάνει η στάση του αυτή τη στιγμή. Ο ταπεινωμένος άνθρωπος διψάει για κάτι που θα τον βγάλει από την ταπείνωση του. Μετά τη γελοιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς αυτόν τον ρόλο αναλαμβάνει με το χειρότερο τρόπο ο εθνικισμός. Άνθρωποι που δεν τόλμησαν να ψελλίσουν μία κουβέντα χάνοντας τα σπίτια τους, θα νιώθουν υπερήφανοι γιατί είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και κάθε φορά που θα το λένε αυτό, είτε φορούν στολές από το Jumbo είτε όχι, θα μου έρχεται στο μυαλό το ίδιο πράγμα μόνο: Ποιος Μεγαλέξανδρος, βρε κακομοίρη, που ρουφιανεύεις τον συνάδελφο για την αγάπη του αφεντικού και ονειρεύεσαι ασπίδες και πανοπλίες;
Ξέρω ότι είναι δείγμα κακής ρητορικής όταν κανείς για ψύλλου πήδημα μεταφέρεται στη χιτλερική Γερμανία για να κάνει παραλληλισμούς, ωστόσο με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή συζητούμε για φασίστες με τη βούλα, για κανονικούς νεοναζί, εκτιμώ ότι η σύγκριση αυτή είναι θεμιτή. Ένα από τα πράγματα λοιπόν που σοκάρουν όταν κάνεις μελετά την ιστορία του μεσοπολέμου είναι πως ούτε εκείνοι οι άνθρωποι ήταν ορκισμένοι εθνικοσοσιαλιστές που αρέσκονταν να ψήνουν Εβραίους στα κρεματόρια. Και πάλι υπήρχαν βαθμοί συνενοχής. θα με ρωτήσει κανείς ποιο είναι το έγκλημα στο οποίο γίνονται συνένοχοι αυτή τη στιγμή όσοι συμμετέχουν σε ένα συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Την απάντηση την έχει δώσει διεξοδικά ο Δημήτρης Ψαρράς μελετώντας την άνοδο της άκρας δεξιάς.
Η Χρυσή Αυγή τη δεκαετία του ’90 ήταν ακόμη μία μικρή κλειστή συμμορία νεοναζί εγκληματιών. Τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία τής έδωσαν τη μεγάλη ευκαιρία να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια. Αυτή τη στιγμή η υποκατάσταση των κοινωνικών αγώνων ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, από την αδιέξοδη μάχη για την ονομασία της γειτονικής χώρας, είναι το καλύτερο σενάριο που θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει και η πλευρά των Ελλήνων ακροδεξιών, που βλέπουν τα συνθήματά τους να εκφωνούνται σε κατάμεστους δρόμους, αλλά και η κυβέρνηση, που παρακολουθεί την διάλυση της κοινωνίας να συμβαίνει χωρίς να ανοίγει ρουθούνι.
Η ιδέα πως εφόσον τα κίνητρα είναι ευγενή, διότι πηγάζουν από τη δίκαιη αγανάκτηση και οργή του κόσμου απέναντι στα μνημόνια, τότε η διαμαρτυρία είναι θεμιτή, μου φαίνεται εντελώς παράλογη, κι ας παρέσυρε (από ειλικρινή εθνικισμό ή κυνική ψηφοθηρία) μεγάλο μέρος της οργανωμένης Αριστεράς. Δεν καθαγιάζει ένα κίνημα η ερμηνεία των κινήτρων του. Μόνο τα αιτήματά του. Και τα συγκεκριμένα αιτήματα μου είναι εντελώς ακατανόητα.
Δεν εννοώ σε καμία περίπτωση ότι για αυτό το λόγο το θέμα είναι ανόητο, ασήμαντο ή ανύπαρκτο. Αντιθέτως, με δεδομένο ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να σκοτωθούν για τα εθνικά ιδεώδη, είναι αντικειμενικά εξαιρετικά σημαντικό. Ένα ζήτημα που κατεβάζει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο δεν είναι ανύπαρκτο, όσο και να μην μας αρέσει. Το ερώτημα είναι, ωστόσο, ένα: ποιος κερδίζει.