Αναφερόμενος στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση, επεσήμανε πως η κυβέρνηση θα αναλάβει να εξετάσει το γιατί τα παιδιά γυρνάνε την πλάτη τους στο σχολείο.

«Όλοι και όλες, με παιδιά ή χωρίς παιδιά, συμφωνούμε ότι η εκπαίδευση είναι ένας από τους μεγάλους ασθενείς αυτής της χώρας. Μπορεί να διαφωνούμε στα αίτια, αλλά όλοι και όλες συμφωνούμε με τα αποτελέσματα. Αν διαβάσουμε τα αποτελέσματα διαφορετικών διαγωνισμών και ερευνών, θα διαπιστώσουμε ότι περίπου ένας στους τρεις μαθητές, γυρνάει σταθερά την πλάτη του στο σχολείο, δίνοντας λευκή κόλλα στο διαγώνισμα, πολλές φορές ανεξάρτητα από την ευκολία ή τη δυσκολία του.

Γιατί; Τί είναι αυτό που κάνει ένα παιδί εξ ορισμού ικανό να κατακτήσει το σύμπαν ολόκληρο, να απορρίπτει τη γνώση, αρνούμενο –συχνά πεισματικά- να χρησιμοποιήσει ακόμα και το ελάχιστο της τεράστιας εξυπνάδας του για να χαράξει τη μεγάλη θριαμβευτική του πορεία σ’ αυτόν τον κόσμο – τον μικρό τον μέγα;

Υπάρχει και η άλλη κατηγορία. Των παιδιών εκείνων που αντιστέκονται στην παραίτηση και δίνουν τον ωραίο και κοπιαστικό αγώνα της μάθησης, σε πείσμα των δυσκολιών. Όμως, ούτε τα παιδιά αυτά νιώθουν ικανοποιημένα από το σχολείο. Γιατί;

Αναλαμβάνουμε την ευθύνη να καταγράψουμε όλα αυτά τα «γιατί» που όλοι και όλες συναντάμε στις καθημερινές μας διαδρομές και με ανοιχτή καρδιά και μυαλό να ανοίξουμε επιτέλους έναν συντεταγμένο διάλογο, με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, για τη διαμόρφωση ενός μεταρρυθμιστικού οράματος για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης».

Μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση της αριστεράς

Όπως τόνισε ο υπουργός Παιδείας η κυβέρνηση θα ανοίξει διάλογο ώστε να εντοπίσει και να καταπολεμήσει τα αίτια που απομακρύνουν τα παιδιά. Παράλληλα, επεσήμανε πως πρέπει να υπάρξουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, χωρίς αίσθημα ματαιοπονίας ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.
«Αναλαμβάνουμε την ευθύνη να καταγράψουμε όλα αυτά τα “γιατί” που όλοι και όλες συναντάμε στις καθημερινές μας διαδρομές και με ανοιχτή καρδιά και μυαλό να ανοίξουμε επιτέλους έναν συντεταγμένο διάλογο, με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, για τη διαμόρφωση ενός μεταρρυθμιστικού οράματος για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Στο διάλογο αυτό θα συζητήσουμε για το σχολείο που έχουμε, θα αξιολογήσουμε το σχολείο αυτό -χωρίς να πετάμε τα “καλά” που έχουν γίνει- θα αξιοποιήσουμε όλες τις εμπειρίες και πρακτικές εντός και εκτός της χώρας μας και έχοντας σταθερές βάσεις θα επανασχεδιάσουμε το σχολείο που θέλουμε, αναζητώντας τις πιο πλατιές κοινωνικές και πολιτικές συγκλίσεις.

Γνωρίζω ότι τέτοιες διαδικασίες, όπως ο εθνικός-κοινωνικός διάλογος για την παιδεία, έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. Αλλά δικός μας στόχος είναι να επαναφέρουμε στο προσκήνιο θεσμούς και διαδικασίες που το κατεστημένο έχει καταδικάσει σε αδράνεια ή και σε ανυποληψία.

Για την αριστερά και την κυβέρνησή μας, η μεγάλη πρόκληση είναι να βρει τρόπους να συζητήσει με την κοινωνία για τις νέες πραγματικότητες που επιβάλλουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, χωρίς αίσθημα ματαιοπονίας ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αλλά και ούτε με τη λογική της περιχαράκωσης απέναντι στην εξελισσόμενη διεθνή πραγματικότητα, που βεβαίως  χρειάζεται κριτική αποτίμηση».