του Μηνά Κωνσταντίνου

Καταρχάς, εκείνο που θα πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι πως η δικογραφία που βρίσκεται πλέον στη Βουλή και εκτίθεται σε… λαϊκό προσκύνημα, δεν σημαίνει και ενοχή των εμπλεκομένων. Είναι ο νόμος που το επιτάσσει, μόλις μία δικαστική έρευνα πέσει σε πολιτικό όνομα να τη διαβιβάσει στη Βουλή, ώστε το σώμα να αποφασίσει εάν ο εμπλεκόμενος οφείλει εξηγήσεις για την όποια σκιά προκύπτει από τις έρευνες, ή εάν βρέθηκε εκτεθειμένος από κάποια πράξη που απορρέει από την πολιτική του δράση.
 
Η δικογραφία, σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη γνωστοποιηθεί από δημοσιεύματα αλλά και τους ίδιους τους εμπλεκόμενους, περιλαμβάνει στοιχεία που συνδέουν πρώην κυβερνητικά στελέχη και υφισταμένους τους με την διακίνηση παράνομων πληρωμών, μιζών δηλαδή, που ξεπερνούν τα 50 εκατ. ευρώ. Όλα αυτά, σε μία υπόθεση που εκτιμάται πως κόστισε στο ελληνικό Δημόσιο περί τα 3 δισ. ευρώ, που με τη σειρά της αποτελεί μόλις ένα αναπόσπαστο κομμάτι μιας ευρύτερης χειραγώγησης της αγοράς του φαρμάκου και της Υγείας, με κόστος κατά τη δικογραφία, ύψους 23 δισ. ευρώ.

Όλα τα παραπάνω αρκούν για να συνθέσουν μία εξόχως σημαντική υπόθεση, της οποίας το κόστος μπορεί να συγκριθεί με τα μέτρα ενός ολόκληρου μνημονίου.
Γι' αυτό και όταν κατά την έρευνα οι δικαστές «σκόνταψαν» στα ονόματα των πρώην πρωθυπουργών, Παναγιώτη Πικραμένου και Αντώνη Σαμαρά, καθώς και των πρώην υπουργών Γιάννη Στουρνάρα, Ευάγγελου Βενιζέλου, Δημήτρη Αβραμόπουλου, Αλέξανδρου Λυκουρέντζου, Γιώργου Κουτρουμάνη, Άδωνι Γεωργιάδη, Μάριου Σαλμά και Ανδρέα Λοβέρδου, μάζεψαν τα χαρτιά, τα έβαλαν σε έναν φάκελο και τα έστειλαν στη Βουλή. Έχει ξαναγίνει και θα ξαναγίνει.
 
Εκείνο που δεν έχει ξαναγίνει, είναι ο τρόπος με τον οποίον αντέδρασαν οι ελεγχόμενοι, ειδικά υπό το πρίσμα ότι μέχρι και πριν τρία χρόνια κρατούσαν στα χέρια τους την εξουσία της χώρας.
 
Η υπόθεση της Novartis άνοιξε στις ΗΠΑ μετά από έρευνα του FBI, που με τη σειρά της πέρασε στις ελληνικές δικαστικές αρχές. Κατά διεθνή πρακτική και όπως επιτάσσει το ελληνικό Σύνταγμα, στις καταθέσεις που συνθέτουν την υπόθεση περιλαμβάνονται και εκείνες έξι προστατευόμενων μαρτύρων, οι τρεις από την Ελλάδα σύμφωνα με τον δικηγόρο των ιδίων.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως το καθεστώς προστατευόμενων μαρτύρων εγκαινιάστηκε στη χώρα μας με τον νόμο 2928/2001, στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» του υπουργού Δημοσίας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Δεκατρία χρόνια αργότερα, ήταν η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου που τροποποίησε τον νόμο ώστε να παρέχεται ολοκληρωμένο καθεστώς προστασίας στους προστατευόμενους μάρτυρες, με τον περιβόητο, σήμερα, νόμο 4254/2014.
 
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον συνήγορο των τριών μαρτύρων, Παύλο Σαράκη, «Ο ασκός του Αιόλου, άνοιξε όταν δύο υψηλόβαθμα στελέχη της Novartis, στα οποία στη συνέχεια προστέθηκε ένα ακόμη, πήγαν στις αμερικανικές αρχές και κατέθεσαν τα πρώτα στοιχεία το 2014. Το 2014 ήταν δύο τα στελέχη της Novartis που συνέταξαν δικόγραφο κι έτσι ξεκίνησε η έρευνα για 29 χώρες, ενώ προστέθηκε και ο τρίτος μάρτυρας, τον Οκτώβριο του 2017». Άρα είναι ξεκάθαρο πως η υπόθεση δεν ξεκίνησε από την Ελλάδα, αλλά από τις ΗΠΑ.
 
Η πρώτη είδηση της έρευνας για την Novartis και τα μαύρα ταμεία της, πίσω στο μακρινό 2014, δεν ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει αντιδράσεις στην Ελλάδα και να αμφισβητηθεί το σκάνδαλο που επιβεβαιώνουν έρευνες σε πλήθος χωρών. Κάτι τέτοιο συνέβη μόνον αφού γνωστοποιήθηκαν τα ονόματα των πολιτικών που βρίσκονται μέσα στη δικογραφία. Δύο μόλις ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των εμπλεκόμενων και υπό τις συνεχείς αποκαλύψεις για το περιεχόμενο  της δικογραφίας, οι αντιδράσεις συνοψίζονται σε οργισμένες φραστικές απειλές και ύβρεις, άλλες πύρινες απειλές για μηνύσεις και αγωγές, δημόσια τρομοκράτηση των προστατευόμενων μαρτύρων και άλλες ωραίες, δημοκρατικές συμπεριφορές.
 
Παρότι οι επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης σε αντίδραση της έρευνας στο πρόσωπό τους, δεν είναι κάτι που περιμένει κανείς από πρώην πρωθυπουργούς και υπουργούς μιας ευνομούμενης χώρας, οι απειλές Σαμαρά, Γεωργιάδη, Λοβέρδου και άλλων εμπλεκόμενων για μηνύσεις στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, ακόμα και κατά της εισαγγελίας διαφθοράς αποτελούν μάλλον τις πιο ήπιες αντιδράσεις.
 
Κι αυτό γιατί, όσο γραφικό και να θεωρεί κάποιος έναν άνθρωπο που μόνον εν μέσω οικονομικής κρίσης έχει αλλάξει τέσσερα κόμματα, κινούμενος από την… κεντροαριστερά έως τη «συνιστώσα Σαμαρά» της Νέας Δημοκρατίας, ο Βασίλης Οικονόμου, δεν παύει να είναι τομεάρχης Υγείας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και όταν η δημόσια αντίδραση του επίσημου εκπροσώπου του κόμματος, απειλεί την κυβέρνηση πως θα τους σπάσει τα πόδια, και μάλιστα μέσω δημόσιας τηλεοπτικής συχνότητας, δεν μπορεί κανείς παρά να γουρλώσει τα μάτια του.
 
Ομοίως και οι αντιδράσεις του συνταγματολόγου, κατά τ' άλλα, Ευάγγελου Βενιζέλου, και του «συνεργάτη των αρχών» στην έρευνα για την υπόθεση της Novartis, πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Μάριου Σαλμά, που από τηλεοράσεως έχουν ευθέως απειλήσει το καθεστώς προστασίας των προστατευόμενων μαρτύρων, και τους ίδιους προσωπικά.

Παράλληλα, δημοσιογράφοι που όχι μόνο πρόσκεινται στην αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά τα ονόματά τους κυκλοφορούν και σε «λίστες» επιλαχόντων βουλευτών για τις επόμενες εθνικές εκλογές με τη Νέα Δημοκρατία, έσπευσαν να χλευάσουν την δικαστική έρευνα, πριν καν ανοίξει η Βουλή τις πόρτες της για να ενημερωθούν οι ενδιαφερόμενοι για τη δικογραφία.

Μάλιστα, άπαντες οι εμπλεκόμενοι και οι συνοδοιπόροι τους συμφωνούν πως οι προστατευόμενοι μάρτυρες είναι «ανώνυμοι κουκουλοφόροι», με έσχατο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που συντάχθηκε ασμένως στη γραμμή άμυνας την οποία χάραξαν πρώτοι οι Αντ. Σαμαράς και Ευ. Βενιζέλος, παρότι ο ίδιος δηλώνει φιλελεύθερος και πολέμιος της διαφθοράς.

Προφανώς και ο καθένας είναι σε  θέση να δει με συμπάθεια την απογοήτευση των εμπλεκόμενων, καθώς διαπιστώνουν πως η υπογραφή που έβαλαν σε ένα άρθρο του Συντάγματος πιστεύοντας πως φωτογραφίζουν μόνον τους κατηγορούμενους για εμπλοκή σε τρομοκρατικές οργανώσεις, στρέφεται σήμερα κατά του εαυτού τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι αντιδράσεις τους δεν προσομοιάζουν με αυτές της Μαφίας ή άλλων εγκληματικών οργανώσεων, τόσο της πραγματικής όσο και της κινηματογραφικής ιστορίας.

Στον αντίποδα, μπορεί κανείς να διαβάσει μία σοβαρή αντίδραση στις τελευταίες εξελίξεις από την ίδια τη Novartis, που επιβεβαιώνει τις έρευνες και αποδέχεται το γεγονός πως οι δραστηριότητές της έχουν μπει στο μικροσκόπιο των αρχών. «Έχουμε λάβει γνώση των δημοσιευμάτων σχετικά με τις επιχειρηματικές μας πρακτικές στην Ελλάδα. Συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε με τις Αρχές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Novartis δεσμεύεται με τα υψηλότερα πρότυπα ηθικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς και κανονιστικής συμμόρφωσης, σε όλες τις πτυχές της εργασίας. Λαμβάνουμε κάθε ισχυρισμό για πιθανό παράπτωμα εξαιρετικά σοβαρά και εξετάζουμε διεξοδικά όλες τις αναφορές» σημειώνεται στην ανακοίνωση της πολυεθνικής.

Η στάση της εταιρείας, βέβαια, δεν περιορίζει τον ίδιο τον φερόμενο ως εμπλεκόμενο με τις παράνομες πληρωμές, πρώην αντιπρόεδρο της, Κωνσταντίνο Φρουζή, που ακολουθώντας την ρητορική των πολιτικών προσώπων, κάνει λόγο για «στημένους ψευδομάρτυρες» και προειδοποιεί πως θα λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη.

Το τι πραγματικά έχει συμβεί στην υπόθεση Novartis, μένει να φανεί από τις έρευνες της Δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως των φωνών της Νεάς Δημοκρατίας, αλλά και της αγωνίας του ΣΥΡΙΖΑ για μία σανίδα σωτηρίας.
 
Ωστόσο, λίγες μόλις ώρες μετά τον σφικτό εναγκαλισμό «δημοκρατικών» με ποινικούς και άλλους «πατριώτες» στην πλατεία Συντάγματος την Κυριακή, παρακολουθούμε πόσο ο ένας μοιάζει στον άλλον. Έτσι, οι δημοκρατικές δυνάμεις απειλούν τη Δικαιοσύνη σε τόνο που θυμίζει εκείνον των κατηγορούμενων για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, ενώ η γενική ανάγνωση του χώρου δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας κάνει λόγο για απόπειρα αποσιώπησης του συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία με την υπόθεση της Novartis από την κυβέρνηση.

Τελικά, η Novartis ήρθε να επισκιάσει το Μακεδονικό, ή ο όψιμος πατριωτισμός πολλών από τους πολιτικούς «Μακεδονομάχους» δεν αγωνιά τόσο για την πατρίδα αλλά για την παρτίδα;