Πρώτα η είδηση: το γραφείο Τύπου του εγκληματία πολέμου και πρωθυπουργού του Ισραήλ, Βενιαμίν «Μπίμπι» Νετανιάχου, ανακοίνωσε την απόφαση του νομπελίστα Ειρήνης Λόρδου Ντέηβιντ Τριμπλ, γεννήματος της Βόρειας Ιρλανδίας, υπηκόου της Ελισάβετ της Αγγλίας και περήφανου εκπροσώπου της βρετανικής αποικιοκρατίας και του βρετανικού ιμπεριαλισμού – γιατί, τι άλλο ήταν οι Ενωτικοί; – να προτείνει τον Μπίμπι για Νόμπελ Ειρήνης, κάτι που σημαίνει, αυτομάτως, ότι η Νορβηγική Ακαδημία οφείλει να εξετάσει, συζητήσει και εξηγήσει την όποια σχετική απόφαση της, γι’ αυτήν την υποψηφιότητα.

Δεν είναι ο Τριμπλ ο πρώτος εκ της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που «τιμά» το Νετανιάχου με μια τέτοια πρόταση και καταθέτει τη σχετική υποψηφιότητα, το τελευταίο δίμηνο. Έχουν προηγηθεί δύο φασιστές βουλευτές, ένας Ιταλός και ένας Φινλανδός. Ο Πάολο Γκριμόλντι της Λίγκας του Βορρά και ο Βίλχελμ Τζουνίλα του Κόμματος των Φινλανδών (Φινς) έχουν επισήμως προτείνει για το βραβείο τον Νετανιάχου, τον Τραμπ και το βασιλιά του Μπαχρέιν, Χαμάντ Μπίντρα Ίσα αλ Χαλίφα.

Οι προτάσεις και των δύο έγιναν το Σεπτέμβριο που μας πέρασε, μετά την ανακοίνωση από τον Τραμπ της συμφωνίας Ισραήλ- Μπαχρέιν, αλλά και πάλι αφορούσαν στο Νόμπελ Ειρήνης του 2021. Ο δε Φινλανδός φασίστας είχε ζητήσει από την Επιτροπή να μην ακούει τις σειρήνες (της λογικής;) και να «συζητήσει σοβαρά και αμερόληπτα την πρόταση»…

Η πρόταση Τριμπλ, διαφοροποιείται ελαφρώς. Ζητεί τη βράβευση του Νετανιάχου για την συμφωνία με τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, και προτείνει ο Μπίμπι να το μοιραστεί με τον σεΐχη Μοχάμεντ Μπίντρα Ζαγιέντ, τον πρίγκηπα του Άμπου Ντάμπι.  

Της συμφωνίας με το Μπαχρέιν, που υπεγράφη την 11η Σεπτεμβρίου, είχε προηγηθεί, κατά περίπου ένα μήνα, η συμφωνία με τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία αποκατέστησαν πλήρως διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ. Κάτι που γίνονταν την ίδια ώρα που ο Νετανιάχου,  με τις πλάτες του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, επιδίδονταν σε καταπατήσεις κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, στη λογική του «σκοτώνω και δεν πληρώνω» – η μόνη φράση που ξέρω που μπορεί ευπρεπώς να περιγράψει την πολιτική του.

Δολοφονίες, εκτελέσεις, φυλακίσεις, καταπατήσεις, εποικισμοί, γκρέμισμα και καταστροφή των παλαιστινιακών εστιών, κανένας σεβασμός στις διεθνείς συμφωνίες (που κι αυτές με Νόμπελ βραβεύτηκαν το 1994…) είναι μερικά από τα (πιο πρόσφατα) «προσόντα» του ανθρώπου που κάποιοι θεωρούν άξιο του Νόμπελ Ειρήνης. 

Τα περίφημα σύνορα του 1967, ή ακόμη κι εκείνη η πρόταση περί «Γης για Ειρήνη», έχουν γίνει όνειρο θερινής νυκτός, ο ισραηλινός φασισμός προελαύνει,  με τις ευλογίες του ιμπέριουμ (και την αγάπη και λατρεία των ελληνικών κυβερνήσεων, για να μη ξεχνιόμαστε), και «έχει κανονικές σχέσεις» με αραβικές χώρες, χάρη και την Σαουδική Αραβία, που θέλει να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει όσο σπονσοράρει την πολιτική καταπίεσης, υποδούλωσης και δολοφονίας των Παλαιστίνιων. Άλλωστε, και η πρόσφατη επίσκεψη Πομπέο, που αποφάσισε to boldly go where no man – τουλάχιστον ΥΠΕΞ- has gone before, που θα έλεγαν και στο Σταρ Τρεκ, δηλαδή στα κατεχόμενα που τα εδήλωσε ως εδάφη του Ισραήλ, λίγο πριν πάει και στα Εμιράτα, το χαρακτήρα της πλήρους υποστήριξης στη δολοφονική πολιτική Νετανιάχου και των νέων και παλαιών του συμμάχων είχε.

Όλες αυτές οι «κινήσεις»  – για να είμαι κόσμια, πολύ πιο κόσμια από ότι είμαι από το πρωί σήμερα ιδιωτικώς -των συγκεκριμένων κρατών του Κόλπου προσέφεραν νομιμοποίηση στα εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά εις βάρος της Παλαιστίνης. Και έφεραν στο προσκήνιο, προτεινόμενο υποψήφιο για Νόμπελ Ειρήνης, τον άνθρωπο που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης κατηγορεί για εγκλήματα πολέμου στα κατεχόμενα της Δυτικής Όχθης, στην ανατολική Ιερουσαλήμ και στη Λωρίδα της Γάζας. Ακριβώς πριν ένα χρόνο, η αρχιεισαγγελέας του Δικαστηρίου, Φατού Μπενσουντά, ανακοίνωνε ότι πέραν των εποικισμών – έγκλημα πολέμου αυτών καθ’ αυτών- τα στοιχεία που είχε η Χάγη στα χέρια της έδειχναν ότι «οι Ισραηλινές αρχές», κατά τη διακυβέρνηση Νετανιάχου «έχουν διαπράξει σειρά εγκλημάτων πολέμου». 

Η Μέση Ανατολή έχει «προσφέρει» πολλές ευκαιρίες στην Νορβηγική Επιτροπή για απονομή Νόμπελ Ειρήνης. Ο Μεναχέμ Μπέγκιν και ο Ανουάρ Σαντάτ έλαβαν το βραβείο το 1979 (για τη Συμφωνία του Καμπ Ντέηβιντ), ο Γιασέρ Αραφάτ, ο Γιτζάκ Ράμπιν και ο Σίμονς Πέρες το 1994 (για τη Συμφωνία του Όσλο).  Και οι δύο συμφωνίες ήταν λογικές, στα πλαίσια της ρεάλ πολιτίκ, και υποχρεώναν σε υποχωρήσεις και τις δύο πλευρές. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει και αντιληφθεί γιατί αυτές οι υποψηφιότητες εξετάστηκαν και γιατί τα βραβεία δόθηκαν. Καμμία από εκείνες τις προϋποθέσεις δεν υπάρχει σήμερα.

Κανένας λόγος δεν συντρέχει για να εξεταστεί καν η υποψηφιότητα ενός εγκληματία πολέμου. Και μάλιστα, αν όντως είναι υποχρεωμένη η επιτροπή, όπως φαίνεται, να εξετάζει «σοβαρά» τις προτάσεις των ήδη βραβευμένων με το βραβείο – της ελίτ της συστημικής Ειρήνης; – ας βρει το κουράγιο να αλλάξει ακόμη μια φορά τους κανόνες, όπως έκανε και το 1948, που δεν απένειμε το Νόμπελ Ειρήνης στο Μαχάτμα Γκάντι, γιατί είχε δολοφονηθεί. Ο Γκάντι ήταν υποψήφιος τουλάχιστον πέντε φορές για το Νόμπελ Ειρήνης, πριν την δολοφονία του, αλλά η Ακαδημία δεν τον θεώρησε άξιο. Όταν το 1948 ο Μαχάτμα δολοφονήθηκε και οι φωνές για την απονομή στο πρόσωπό του, ως έσχατο φόρο τιμής, δυνάμωσαν, η Ακαδημία κρύφτηκε πίσω από τον κανόνα περί ζώντων και δεν δικαιολόγησε ποτέ την πριν στάση της. Όταν όμως το 1961 πέθανε ο Σουηδός Νταγκ Χάμαρσκουλντ, ο δεύτερος γγ του ΟΗΕ, ε, μια εξαίρεση έγινε και του δόθηκε το βραβείο μετά θάνατον – το σκανδιναβικό αίμα νερό δε γίνεται, όσο για το ινδικό, ε, μη στενοχωρούμε για αυτούς τους μαύρους τους φίλους μας τους Βρετανούς…  

Όχι, ο Γκάντι δεν είχε ανάγκη το Νόμπελ – όμως σήμερα η Επιτροπή έχει ανάγκη πολλούς Γκάντι πια για να ξαναβρεί τη χαμένη της αίγλη. Αν και τα πολιτικά της δείγματα, τα τελευταία χρόνια, δείχνουν ότι διόλου δεν την απασχολεί.

Μία διδακτική (;) ιστορία

Τα τρία πρώτα Νόμπελ Ειρήνης που δεν έπρεπε να δοθούν, και που αυθόρμητα έρχονται στο νου είναι 

  • του 1912, που δόθηκε στον Ελιχού Ρουτ, υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, υπεύθυνο για τα εγκλήματα κατά των Φιλιππίνων, κατά την πρώτη ξεκάθαρη ιμπεριαλιστική κίνηση των Αμερικανών. 
  • του 1973, που δόθηκε στο Χένρι Κίσινγκερ, Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, και στον Λε Ντουκ Θο, διάδοχο του Χο Τσι Μινχ στην κεφαλή του ΚΚ του Βιετνάμ, για το τέλος του πολέμου. Ο Λε Ντουκ Θο αρνήθηκε το βραβείο, ως αξιοπρεπής άνθρωπος. Την περίοδο της απονομής είχε αποκαλυφθεί η εντολή Κίσσινγκερ για τον «κρυφό» βομβαρδισμό της Καμπότζης, που άφησε πίσω του εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών.  Και δεν ήταν το μόνο έγκλημά του. Μόνον ο Νετανιάχου τον ανταγωνίζεται, προς το παρόν. 
  • του 2009 στο Μπάρακ Ομπάμα, που ακόμη δεν ξέρουμε γιατί του δόθηκε, κάτι που το αναγνωρίζει και ο ίδιος ο τιμηθείς. 

Υπάρχει όμως ένα ακόμη βραβείο που δόθηκε, που στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή του Νετανιάχου, ελπίζω να θυμίσει στην Ακαδημία της απονομής ότι, η δική της αδικία και μονομέρεια μπορεί να έχει πολύ άσχημες συνέπειες μετά την απονομή.

Το 2016 το Νόμπελ Ειρήνης δόθηκε στο Χουάν Μανουέλ Σάντος, πρόεδρο της Κολομβίας διότι «κατόρθωσε να δώσει τέλος στον 50ετή εμφύλιο πόλεμο της χώρας». Από τότε, εκατοντάδες αγωνιστές του Επαναστατικού Ένοπλου Στρατού της Κολομβίας (FARC – Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia) έχουν δολοφονηθεί στην Κολομβία, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που η δυτική κοινότητα αγκάλιασε ως επίτευγμα μονομερές. 

Η ιδιαιτερότητα αυτής της απονομής ήταν, για την αληθινή και σοβαρή και θανάσικη σύρραξη που έφτανε στο τέλος, δεν συν-βραβεύθηκε ο «Τιμοσένκο», ο κατά κόσμον Ροντρίγκο Λοντόνο Ετσεβαρί, όπως γίνονταν ως τότε. Ο επικεφαλής του FARC έμεινε εκτός, παρ’ ότι η συμφωνία ήταν ουσιαστικά δικό του «παιδί». Οταν είχε αναλάβει την ηγεσία, το 2011, αυτό και μόνο είχε χαιρετιστεί, διεθνώς, από όλους μας, ως «φως στο βάθος του τούνελ» – θυμάμαι ακόμη ότι είχαμε αφιερώσει μόνο στην εκλογή του και το γεγονός ότι σηματοδοτούσε το δρόμο για ειρήνευση μία ολόκληρη ώρα ραδιοφωνικού χρόνου. 

Κατά την υπογραφή της συμφωνίας, ο Τιμοσένκο είχε πει «εμείς ως FARC θα τηρήσουμε πλήρως τη συμφωνία, και ελπίζουμε το αυτό να κάνει και η κυβέρνηση». Ο Σάντος δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, ας σημειωθεί, καθώς λίγες μέρες πριν όλη η ηγεσία του FARC είχε παμψηφεί εγκρίνει τη συμφωνία. Παμψηφεί.

Το FARC όντως τήρησε τη συμφωνία. Η επόμενη κυβέρνηση της Κολομβίας, πάλι, όχι. Εκατοντάδες αγωνιστές έχουν δολοφονηθεί και συνεχίζουν να δολοφονούνται καθημερινά. Όντας, πια, άοπλοι.  

Είναι ένα πλαίσιο που το ξέρουμε, το ζήσαμε και είναι παρούσες και ορατές οι συνέπειες του, αυτή η μερική και πολιτική επιλογή. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, όσα σημαίνει ακόμη και η υποψηφιότητα Νετανιάχου για Νόμπελ Ειρήνης για τον Παλαιστινιακό λαό και την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας δεν μπορεί να αφήνει κανέναν μας ήσυχο. Και αν η επιτροπή των Νόμπελ έχει ακόμη τσίπα, μπορεί να αρνηθεί ακόμη και να το το συζητήσει, απαντώντας στο Λόρδο και τους συν αυτό φασίστες ότι όσοι χαρακτηρίζονται εγκληματίες πολέμου από το Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν το βραβείο. Όχι, δεν το περιμένω να συμβεί, απλώς υπενθυμίζω στον εαυτό μου τι σημαίνει στοιχειώδης αξιοπρέπεια. Αυτή που στο Δυτικό Κόσμο έχει εξαφανιστεί.