«Ήθελα να πάω να γεμίσω νερό το αυτοκίνητο γιατί είχα φύγει από το χωριό Γίδες, στο οποίο επιχειρούσαν όλα τα πυροσβεστικά του κλιμακίου και των εθελοντών. Και έδωσα το τελευταίο νερό σε ένα πυροσβεστικό όχημα και τους είπα πως φεύγω για πλήρωση, μη ξέροντας ότι σε αυτό το σημείο στο χωριό υπήρχε φωτιά. Εγώ όταν πήγα δεν υπήρχε φωτιά, ήταν καθαρό το μέρος», ανέφερε αρχικά και συμπλήρωσε: «ανεβαίνοντας πάνω είδα τον καπνό, δεν το υπολόγισα, στο συγκεκριμένο σημείο δεν έδειχνε να είναι επικίνδυνη η φωτιά, ούτως ώστε να φτάσει στο σημείο να καεί το αυτοκίνητο. Μπαίνοντας σε μία ρεματιά, σε ένα αυλάκι, μόλις πήγα να πάρω τη στροφή με το αυτοκίνητο, ξαφνικά έχασα τα πάντα. Ήταν σαν να ρίχνεις βενζίνη πάνω στη φωτιά, αυτό έγινε, λαμπάδιασαν όλα δίπλα μου σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Άρχισε να ανεβαίνει απότομα η θερμοκρασία στην καμπίνα του αυτοκινήτου, και πανικοβλήθηκα. Δεν έβλεπα τίποτα, «έχασα» τα πάντα γύρω μου. Οι καπνοί ήταν τόσο δυνατοί και αποπνικτική η ατμόσφαιρα γύρω μου που το μόνο που σκέφτηκα -ίσως μηχανικά γιατί δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά εκείνη τη στιγμή- είναι να κάνω όπισθεν».
«Μην έχοντας ορατότητα, είπα όσο μπορώ να πάω οπίσω. Έτσι έπεσα στο χαντάκι και εγκλωβίστηκε το όχημα. Δεν προλάβαινα να κάνω το οτιδήποτε, και η μόνη λύση ήταν ότι έπρεπε να κατέβω από το αυτοκίνητο να φύγω. Δεν ξέρω πως κατέβηκα από το αυτοκίνητο και στα 200-300 μέτρα είδα το πυροσβεστικό» είπε για τη φωτιά στην Άνδρο.