του Θάνου Καμήλαλη
«Αν φταίνε όλοι, δεν φταίει κανείς»: Αφού η επίκληση του ανθρώπινου, ατομικού λάθους, δεν πέρασε στην κοινωνία, η επόμενη γραμμή άμυνας της κυβέρνησης για να καλυφθούν εγκληματικές ευθύνες και πολιτικές είναι η συλλογική ευθύνη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε στο Υπουργικό Συμβούλιο και ένιωσε ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να μοιράσει το φταίξιμο σε χίλιους δυο άλλους:
«Το τελευταίο το οποίο με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι να μπούμε σε μία στείρα αντιπαράθεση για το ποιος φταίει. Απαντώ: όλοι φταίμε και ας το ομολογήσουμε με θάρρος. Από κυβερνήσεις και διοικήσεις που επί χρόνια κατάντησαν ένα κρίσιμο έργο «γιοφύρι της Άρτας», μέχρι κάποιες συντεχνίες που ταυτόχρονα εμπόδιζαν κάθε αξιολόγηση του προσωπικού των τρένων μας.».
Καταρχάς, δεν είναι δουλειά του Πρωθυπουργού να μοιράζει ευθύνες σε άλλους. Έχουμε μονίμως τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έναν αντικειμενικά και πέραν πάσης αμφιβολίας πολιτικά υπέυθυνο, να κατηγορεί κόσμο. Πρώτα τον σταθμάρχη, μετά και τους προηγούμενους, τώρα τους προηγούμενους, διοικήσεις και εργαζόμενους. Φτάνει, νισάφι, δεν είναι δουλειά του. Θεωρητικά, έχουμε «Δικαιοσύνη», μία έρευνα σε εξέλιξη και μία κυβερνητική Επιτροπή για να μας «διαφωτίσουν». Το ότι ένας πολιτικά ένοχος εκτοξεύει ευθύνες είναι απλά, παράλογο, όπως και οι ασαφείς «συγγνώμες» χωρίς ξεκάθαρο αντικείμενο.
Επίσης, όταν ρίχνεις ευθύνες σε άλλους, ούτε ομολογείς, ούτε δείχνεις κάποιο «θάρρος». Αντίθετα, κάνεις αυτό που έκανες πάντα, σε κάθε προηγούμενη υπόθεση που οι επιλογές σου προκάλεσαν οργή: Προσπαθείς να τη βγάλεις καθαρή. Επίσης, όταν επί των ημερών σου έχει συντελεστεί ένα τέτοιο έγκλημα, που θα μπορούσε, αν είχες κάνει ως κυβέρνηση τα αυτονόητα, να είχε αποφευχθεί, δεν είναι η δουλειά σου να αποδίδεις ευθύνες αλλού. Ποιες «διοικήσεις» π.χ.; Οι διοικήσεις τοποθετούνται από τις κυβερνήσεις. Εσύ τους έβαλες εκεί.
Υπάρχει μία καλά οργανωμένη προσπάθεια από την κυβέρνηση και τα ξεδιάντροπα φερέφωνά της, να ξεχάσουμε όσα μάθαμε ή θυμηθήκαμε από τις πρώτες ώρες μετά το έγκλημα στα Τέμπη. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι εργαζόμενοι προειδοποιούσαν ξανά και ξανά, φώναζαν, έστελναν επανειλημμένα εξώδικα προειδοποιώντας για το δυστύχημα που ερχόταν. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής ΕΤCS παραιτήθηκε, λόγω των προβλημάτων ασφαλείας και των τεράστιων καθυστερήσεων. Το γεγονός ότι «δεν λειτουργεί τίποτα», όπως το είχε θέσει ο Πρόεδρος των Μηχανοδηγών, Κώστας Γενιδούνιας και φάνηκε όταν είδαμε, π.χ. τον σταθμό τηλεδιοίκησης στη Λάρισα. Ή όταν, ο ίδιος ο ΟΣΕ παραδέχθηκε ότι το σύστημα που είχε προβλήματα από το 2015, τέθηκε ολοκληρωτικά εκτός λειτουργίας το 2019. Στη συνέχεια μάθαμε για τη σκανδαλώδη αναπροσαρμογή της σύμβασης Δημοσίου – Hellenic Train, επί ΝΔ, από την οποία αφαιρέθηκε η δέσμευση του Δημοσίου για ολοκλήρωση συστημάτων ασφαλείας, όπως αφαιρέθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και η δέσμευση της ιταλικής εταιρείας για «επενδύσεις». Την ίδια ώρα που ο πρώην Υπουργός, Κώστας Καραμανλής, εξέδιδε παρατάσεις για τη διαβόητη σύμβαση «717».
Υπάρχει επίσης, μία προσπάθεια να μεταφερθεί πάλι η ευθύνη αόριστα στο «κακό Δημόσιο» και τις «συντεχνίες». Θέλει ένα ιδιαίτερο επίπεδο θράσους για να το πεις αυτό όταν οι «κακοί συνδικαλιστές» σε προειδοποιούσαν και δεν έκανες τίποτα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεδιπλωσε την Πέμπτη μία φαντασίωση για το «σκοτεινό κράτος του αναχρονισμού», το «προβληματικό κράτος» που αυτός θα ανατρέψει. Αυτά είναι πολύ όμορφα για τις ιδεοληψίες του μέσου νεοφιλελέ «αντικρατιστή», αλλά καταρρίπτονται από την σκληρή πραγματικότητα.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι ο Σιδηρόδρομος είναι ο ορισμός μίας «εκσυγχρονισμένης», νεοφιλελεύθερης, δημόσιας υποδομής. Μίας δημόσιας υποδομης που «μεταρρυθμίζεται» εδώ και 15 χρόνια.
Τι θέλετε, πείτε: Θέλετε να τον κόψουμε σε κομμάτια; Το κάναμε, έγινε ΟΣΕ, ΕΡΓΟΣΕ, ΓΑΙΟΣΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Θέλετε να απολύσουμε και να διώξουμε προσωπικό σε άλλες θέσεις; Το κάναμε, με τα πρώτα μνημόνια, από 12.000 εργαζόμενους πέσαμε στις 2.000 και μετά στους 700. Θέλετε μία «Ρυθμιστική Αρχή» για να εποπτεύει την «αγορά». Την φτιάξαμε, από το 2010. Θέλετε να ξεπουλήσουμε το καλό κομμάτι, το κερδοφόρο; Το κάναμε, επί ΣΥΡΙΖΑ, για 45 εκατομμύρια μόλις. Έχουμε ιδιωτικό μονοπώλιο στις μεταφορές επιβατών με τρένο. Θέλετε να κάνουμε ΣΔΙΤ; Να παίρνουν και τα έργα συντήρησης οι ιδιώτες; Το κάναμε, τα έργα δεν είναι μόνο του Δημοσίου, αλλά του Άκτωρα, της Alstom, της ΤΕΡΝΑ κ.α. Θέλετε «κινητικότητα» και «ανταγωνιστικότητα»; Σταθμάρχες με μπλοκάκια. Θέλετε κι άλλες περικοπές, να μειωθούν τα κόστη; Το κάναμε, ρισκάρουμε τις ζωές μας.
Θέλετε να σβήνει τούρτες ο Υπουργός, πανηγυρίζοντας για τις «μεταρρυθμίσεις» του. Το κάναμε. Να:
Αυτές οι εγκληματικές, ιδεοληπτικές πολιτικές ξεγυμνώθηκαν, με τον πιο άσχημο τρόπο.
Αυτές οι πολιτικές φταίνε. Όχι η «πολιτική» γενικά και τα «όλοι ίδιοι ειναι», οι πολιτικές. Αυτά παπαγάλιζαν, αυτά θεωρούσαν «καινοτομία», αυτές οι αντιλήψεις έφεραν τα κέρδη πάνω από τις ζωές. Αυτές οι πολιτικές προστίθενται στην αντικειμενική, τεκμηριωμένη πολιτική ευθύνη του να συγκρούονται μετωπικά δύο τρένα, όταν κυβερνάς σχεδόν 4 χρόνια και ήξερες πάρα πολύ καλά τα προβλήματα, με επανειλημμένες κρούσεις.
Αυτές τις πολιτικές σπεύδει να αθωώσει ο Πρωθυπουργός με τον πιο επίσημο τρόπο, μοιράζοντας «φταίτε» προς πάσα άλλη κατέυθυνση.
Αυτοί, δεν έχουν άλλον δρόμο, αλλά εμείς έχουμε. Απέναντι σε όλες τις κραυγές για τον σταθμάρχη, αλλά και το αν ήταν ή δεν ήταν «ρουσφέτι», πρέπει να επιμείνουμε να μιλάμε για τα σημαντικά.
Για το τι δημόσιες υποδομές θέλουμε. Για το ότι πρέπει, ειναι αδήριτη ανάγκη, αυτού του είδους οι υποδομές να είναι δημόσιες. Για το τι σημαίνουν οι «ιδιωτικοποιήσεις», παγκοσμίως. Για το πώς ένα κράτος πρέπει να υπηρετεί τον πολίτη, τον φορολογούμενο, την κοινωνία. Πληρώνουμε, όλοι και όλες, για υποδομές, για την Παιδεία, την Υγεία, τα κοινωνικά αγαθά. Μας αξίζει να τα έχουμε, δεν είναι χάρη, δεν είναι «δωρεάν». Το Δημόσιο δεν είναι λάφυρο, κομματικών παραγόντων, εργολάβων και εταιρειών, στις οποίες χαρίζουμε πλούτο και μετά τις επιδοτούμε κι από πάνω.
Οι ιστορικές κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών ξεκινούν από το «από τύχη ζούμε» και εκτείνονται μέχρι και το «οι ιδιωτικοποιήσεις δολοφονούν». Είναι, ομολογουμένως, αρκετά ευρύ το φάσμα της αντίδρασης σε ο,τι συμβαίνει και ο βαθμός πολιτικοποίησης ποικίλει, ανάμεσα στον μαθητή που συγκλονίζεται και τον εργαζόμενο που προειδοποιούσε. Πίσω από την οργή όμως και πέρα από το αυτονόητο αίτημα για απόδοση Δικαιοσύνης, μέσα σε αυτό το συλλογικό βίωμα ενός απλού ταξιδιού με τρένο, υπάρχουν ψήγματα ενός κοινού αιτήματος.
Ζωή αξιοβίωτη. Όχι επιβίωση, όχι «τύχη», όχι αναλώσιμη, όχι νεκροί κάτω από εκατομμύρια κερδών. Δεν είμαστε όλοι μαζί σε αυτό. Δεν βγάζουμε όλοι εκατομμύρια από τον σιδηρόδρομο. Δεν μπαίνουμε όλοι σε τρένο. Δεν αγχωνόμαστε όλοι το ίδιο για την επόμενη μέρα και το μέλλον μας.
Οι ευθύνες έχουν ονόματα, οι εγκληματικές πολιτικές επίσης. Ο ελάχιστος σεβασμός είναι να ζητάμε Δικαιοσύνη, αλλά και να επιμένουμε να μιλάμε για την ουσία.