«Η Ευρώπη δυστυχώς δεν φαίνεται ικανή να διαμορφώσει κοινή θέση στο μείζον αυτό θέμα. Η Ιταλική ειρηνευτική πρόταση για να τερματιστεί η ρωσική εισβολή στηρίζεται μόνο από την Κύπρο και την Ουγγαρία (από την τελευταία για τους δικούς της λόγους). Και, φυσικά ο κ. Μητσοτάκης, ενδιαφέρεται περισσότερο να δίνει διαπιστευτήρια πιστού και δεδομένου συμμάχου στις ΗΠΑ, παρά να συντάσσεται με τις προσπάθειες που καταβάλλει ο Ιταλός Πρωθυπουργός, ή με –  άλλο τρόπο- ο Γάλλος Πρόεδρος ή ο Αυστριακός Καγκελάριος. Μιλάει θεωρητικά για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, χωρίς όμως να υποστηρίζει έμπρακτα τη θέση αυτή», τονίζει ο Γιώργος Κατρούγκαλος και συνεχίζει:

«Η πολιτική αυτή είναι αδιέξοδη και υποβαθμίζει, δεν αναβαθμίζει την διεθνή θέση της χώρας. Στον απόηχο του ταξιδιού Μητσοτάκη και του μεγάλου δώρου της επ’ αόριστο παραχώρηση ελληνικών εγκαταστάσεων, είχαμε μία πρωτοφανή έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας, με υπερπτήσεις 2,5 μίλια από την Αλεξανδρούπολη. Και ποια ήταν η αντίδραση των ΗΠΑ; Μια δήλωση ίσων αποστάσεων: «προτρέπουμε τους συμμάχους μας να αποφεύγουν τη ρητορική που θα μπορούσε να αυξήσει τις εντάσεις.»  Ανάλογα χλιαρή ήταν και η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ πλήρη αφωνία επέδειξε και η Γαλλία,  παρά την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, τόσο τώρα, αλλά και όταν η Τουρκία συνέδεσε προκλητικά την εδαφική κυριαρχία στα νησιά μας με την αποστρατιωτικοποίηση τους. Δηλαδή, ενώ  ο κ. Μητσοτάκης τους τα δίνει όλα, ως “αντάλλαγμα” οι ΗΠΑ όχι μόνον δεν ασκούν καμία πίεση να τερματιστούν οι τουρκικές προκλήσεις, αλλά εντάσσουν την Τουρκία άνευ όρων στον νέο ενεργειακό χάρτη, ετοιμάζονται να πουλήσουν F16 στην Τουρκία και μας καλούν να αγοράσουμε F35 για να τα αντιμετωπίσουμε».

Τέλος, επαναλαμβάνει τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για το ζήτημα: «Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ήταν από την αρχή αυτή που έδινε πάντα η αριστερά, αλλά και σε μεγάλο βαθμό η πάγια μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική της χώρας μας: έμφαση στην διπλωματία, εμμονή στο ότι η πατρίδα μας είναι ευρωπαϊκή δύναμη ειρήνης και ήπιας ισχύος. Η επιλογή αυτή έδινε περιθώρια στην Ελλάδα να τηρεί τις διεθνείς συμβατικές της δεσμεύσεις της αλλά και να έχει τα μεγαλύτερά δυνατά περιθώρια να ασκήσει την απαραίτητη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική μιας χώρας που βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αντίθετη επιλογή του κ. Μητσοτάκη για αποστολή θανατηφόρων όπλων αποτελεί ανατροπή πάγιου δόγματος της εξωτερικής πολιτικής,  όπως και η προηγούμενη απόφαση του να στείλει Πάτριοτ στην Σαουδική Αραβία. Μάλιστα οι σχετικές αποφάσεις ελήφθησαν αντιθεσμικά, χωρίς σύγκληση του ΚΥΣΕΑ, η δε τελευταία αποστολή όπλων εν κρυπτώ και αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις του Υπουργού Άμυνας ενώπιον της Βουλής ότι δεν θα ξαναστείλουμε οπλισμό. Ούτε ισχύει το επιχείρημα ότι έτσι θα εξασφαλίσουμε ανάλογη υποστήριξη απέναντι στην Τουρκία. Η Άγκυρα σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί επαμφοτερίζουσα στάση στο Ουκρανικό, χωρίς να υποστεί συνέπειες. Αντιθέτως, προβάλλεται ως διαμεσολαβητική δύναμη. Από την αποστολή πολεμικού υλικού η Ελλάδα μπορεί, ίσως,  να δεχθεί εύσημα από τις ΗΠΑ, αλλά δεν κερδίζει σε σχέση με την Τουρκία και την επιθετικότητα της, καθώς η γείτονας γίνεται ακόμα πιο σημαντική για τις ΗΠΑ μετά την ουκρανική κρίση».