Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα για τον Τερματισμό της Ατιμωρησίας για Εγκλήματα κατά Δημοσιογράφων, Γαλλία, Ελλάδα και Λιθουανία επανέλαβαν τη δέσμευσή τους στην υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου. Οι τρεις χώρες τόνισαν ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να εργάζονται «χωρίς να διακινδυνεύουν την ασφάλειά τους» και κάλεσαν σε «πλήρεις και διαφανείς έρευνες» για τις δολοφονίες συναδέλφων τους.
Η Γαλλία, η Ελλάδα και η Λιθουανία, ως συμπρόεδροι της Ομάδας Φίλων για την Προστασία των Δημοσιογράφων στον ΟΗΕ, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα για τον Τερματισμό της Ατιμωρησίας για Εγκλήματα κατά Δημοσιογράφων, επανέλαβαν τη δέσμευσή τους στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, καθώς και στην ανάγκη «ελεύθερης, ανεξάρτητης και πολυφωνικής δημοσιογραφίας».
Τόνισαν ότι θα συνεχίσουν «να υπερασπίζονται τον ελεύθερο, ανεξάρτητο και πολυφωνικό Τύπο», υπογραμμίζοντας ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να μπορούν να αποκαλύπτουν αδικίες και «να απαιτούν λογοδοσία – χωρίς να διακινδυνεύουν την ασφάλειά τους».
Αναφερόμενοι στην αυξανόμενη απειλή κατά της ελευθερίας του Τύπου παγκοσμίως, υπογράμμισαν στοιχεία της UNESCO σύμφωνα με τα οποία «πάνω από 80 δημοσιογράφοι έχουν σκοτωθεί μέχρι στιγμής φέτος», επισημαίνοντας ότι οι δημοσιογράφοι «δεν πρέπει ποτέ, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να αποτελούν στόχο».
Οι τρεις χώρες κάλεσαν σε «πλήρεις και διαφανείς έρευνες» για τις δολοφονίες δημοσιογράφων, σημειώνοντας ότι «η ατιμωρησία… παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις», γεγονός που καθιστά την απόδοση ευθυνών βασικό στοιχείο για την πρόληψη μελλοντικών επιθέσεων.
Με αφορμή τη 10η επέτειο του Ψηφίσματος 2222 του Συμβουλίου Ασφαλείας, τόνισαν την ανάγκη προστασίας των δημοσιογράφων σε ένοπλες συγκρούσεις, καταδικάζοντας «με τον εντονότερο τρόπο τις δολοφονίες» εργαζομένων στα ΜΜΕ, οι οποίοι «θεωρούνται άμαχοι βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και πρέπει να προστατεύονται».
Επισήμαναν ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν εξίσου τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός αυτού», καταδικάζοντας τις επιθέσεις και παρενοχλήσεις κατά δημοσιογράφων και τις «ανησυχητικά υψηλές» βαθμίδες ατιμωρησίας. Παράλληλα, κάλεσαν τις διαδικτυακές πλατφόρμες να «κάνουν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν αυτό το φαινόμενο».
Ιδιαίτερη ανησυχία εξέφρασαν για τις γυναίκες δημοσιογράφους, οι οποίες «πλήττονται δυσανάλογα» από διαδικτυακή έμφυλη βία, ψευδές περιεχόμενο (deepfake), «μη συναινετικής δημοσίευσης προσωπικού περιεχομένου» και «αυτοματοποιημένων επιθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης».
Όπως τόνισαν, τέτοιοι κίνδυνοι δημιουργούν ένα «αποτρεπτικό αποτέλεσμα», ωθώντας πολλές να «αυτολογοκριθούν ή να εγκαταλείψουν το επάγγελμα». Προειδοποίησαν επίσης ότι η τεχνητή νοημοσύνη «δεν πρέπει να καταστεί εργαλείο φίμωσης φωνών και υπονόμευσης της ελευθερίας του Τύπου».
Κλείνοντας, κάλεσαν όλα τα κράτη να εφαρμόσουν πλήρως τους μηχανισμούς του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένου του Σχεδίου Δράσης του ΟΗΕ για την Ασφάλεια των Δημοσιογράφων, και ενθάρρυναν τη στήριξη του φετινού ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης για την «Ασφάλεια των Δημοσιογράφων και το Ζήτημα της Ατιμωρησίας».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 89η θέση στην ετήσια κατάταξη των RSF (Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα), διατηρώντας όμως τη χαμηλότερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Σύμφωνα με τους RSF, το ελληνικό μιντιακό τοπίο χαρακτηρίζεται από συγκέντρωση ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης, πολιτική επιρροή και ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης των πολιτών στην Ευρώπη.
Η δολοφονία του αστυνομικού συντάκτη Γιώργου Καραϊβάζ το 2021 που παραμένει ανεξιχνίαστη, και οι παρακολουθήσεις δημοσιογράφων από την ΕΥΠ εξακολουθούν να σκιάζουν την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Οι RSF υπογραμμίζουν επίσης ότι οι νομοθετικές αλλαγές που ακολούθησαν το σκάνδαλο παρακολουθήσεων με το λογισμικό Predator υπολείπονται των ευρωπαϊκών προτύπων.
Οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν οικονομική ανασφάλεια, συχνές νομικές απειλές όπως οι στρατηγικές αγωγές SLAPP, και κινδύνους για τη σωματική τους ακεραιότητα. Την κατάσταση επιδεινώνει το κατακερματισμένο μιντιακό τοπίο, το οποίο ελέγχεται από λίγες ισχυρές ιδιωτικές ομάδες, κάποιες από τις οποίες έχουν στενές σχέσεις με την πολιτική εξουσία, με αποτέλεσμα έναν ιδιαίτερα πολωμένο Τύπο.