Μία από τις πιο έντονες επικρίσεις που δέχεται αυτή η κυβέρνηση έγκειται στην έλλειψη δημοκρατική νομιμοποίησης. Προερχόμενη από ένα παιχνίδι πολιτικών συμμαχιών που έγινε εκτός κάθε λαϊκής εντολής, η κυβέρνηση Μπαρνιέ δεν αντικατοπτρίζει σε καμία περίπτωση τη βούληση που εξέφρασαν οι ψηφοφόροι στις βουλευτικές εκλογές. Η εκλογική αναμέτρηση, που σημαδεύτηκε από μια ισχυρή δυναμική του Νέου Λαϊκού Μετώπου (NFP, Αριστερά) και μια έκκληση για «δημοκρατικό μέτωπο» ενάντια στην ακροδεξιά, είχε στείλει ένα σαφές μήνυμα υπέρ μιας αλλαγής πολιτικής κατεύθυνσης με προοδευτικό πρόσημο. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι ο πρόεδρος Μακρόν, αντί να εμπιστευτεί τα ηνία της εξουσίας στο NFP, προτίμησε να συνεχίσει μια πολιτική στο ίδιο μοτίβο, σε πλήρη ρήξη με τις προσδοκίες των πολιτών.
Η κυβέρνηση Μπαρνιέ χαρακτηρίζεται επίσης από μια άνευ προηγουμένου στροφή προς τα δεξιά. Η παρουσία εμβληματικών μορφών της σκληρής δεξιάς, όπως ο Μπρούνο Ρεταϊό στο υπουργείο Εσωτερικών (Δημόσιας τάξης), ο Πατρίκ Ετζέλ στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ή ακόμη και η Λοράνς Γκαρνιέ στη γραμματεία Κατανάλωσης, μαρτυρά αυτόν τον ανησυχητικό προσανατολισμό. Αυτές οι προσωπικότητες, γνωστές για τις υπερσυντηρητικές τους θέσεις σε κοινωνικά ζητήματα όπως ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών, οι αμβλώσεις ή η μετανάστευση, ανησυχούν τους υπερασπιστές των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η παρουσία τους στην κυβέρνηση στέλνει ένα σαφές μήνυμα: αυτό της οπισθοδρόμησης σε υπερσυντηρητικές και αντιδραστικές πολιτικές.
Πέρα από τους συντηρητικούς της προσανατολισμούς, η κυβέρνηση Μπαρνιέ διακρίνεται από την εγγύτητά της με την ακροδεξιά. Το κόμμα της Μαρίν Λεπέν Rassemblement National (RN), ισχυρό με τους 143 βουλευτές του, βρίσκεται σε θέση ρυθμιστή, θέτοντας τους όρους του και απαιτώντας εγγυήσεις υποταγής από την κυβέρνηση. Ο διορισμός του Μπρούνο Ρεταϊό, ένθερμου υποστηρικτή μιας σκληρής γραμμής για τη μετανάστευση και την ασφάλεια, εκλαμβάνεται ως τέτοια. Ομοίως, οι απειλές για μομφή που εκτοξεύει το RN σε κάθε ευκαιρία καταδεικνύουν την επιρροή της ακροδεξιάς στην εξουσία. Ο Μισέλ Μπαρνιέ φαίνεται να συμβιβάζεται με την κηδεμονία της RN, φτάνοντας στο σημείο να «καθησυχάσει» την Μαρίν Λεπέν μετά από δηλώσεις υπουργών που άσκησαν κριτική στο κόμμα της. Αυτή η οπορτουνιστική συμμαχία μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα: μέχρι πού είναι διατεθειμένη να φτάσει η κυβέρνηση Μπαρνιέ για να παραμείνει στην εξουσία;
Τέλος, σε οικονομικό επίπεδο, η κυβέρνηση Μπαρνιέ εντάσσεται στην ίδια γραμμή με τον μακρονισμό, υπόσχοντας μια πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας και μείωσης των δημόσιων δαπανών. Παρόλο που ο πρωθυπουργός ανέφερε το ενδεχόμενο φορολόγησης των μεγάλων επιχειρήσεων και των πλουσιότερων, οι δηλώσεις του παρέμειναν αόριστες και ασαφείς. Είναι πολύ πιθανό αυτές οι ανακοινώσεις να αποτελούν βιτρίνα, ένα μέσο για να κατευναστούν οι ανησυχίες του πληθυσμού απέναντι στην επερχόμενη οικονομική κρίση. Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση Μπαρνιέ, δέσμια μιας νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, σκοπεύει να συνεχίσει τις πολιτικές διάλυσης των δημόσιων υπηρεσιών και συρρίκνωσης της κοινωνικής προστασίας, απαντώντας έτσι στις απαιτήσεις της ΕΕ.
Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή εικόνα, ποιες είναι οι προοπτικές της Αριστεράς; Ο βασικός φορέας της γαλλικής Αριστεράς, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP), αντιμετωπίζει εσωτερικές διαιρέσεις που αναδεικνύουν την αναντιστοιχία του με τις προσδοκίες του γαλλικού κοινωνικού κινήματος και του λαού γενικότερα. Ένας από τους κύριους διαχωρισμούς είναι μεταξύ εκείνων που, όπως ο Ζαν Λυκ Μελανσόν και η France Insoumise (LFI), πιστεύουν ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην κινητοποίηση των νέων και των εργατικών αστικών γειτονιών όπου ζουν πολίτες ξένης καταγωγής και εκείνων που, όπως ο Φρανσουά Ρουφάν, υποστηρίζουν μια ευρύτερη προσέγγιση που θα στοχεύει επίσης τα αμιγώς γαλλικά μεσαία στρώματα της περιφέρειας και τους εργαζόμενους στην ύπαιθρο. Αυτός ο διαχωρισμός αναδεικνύει τη δυσκολία συμφιλίωσης των κοινωνικών και αντιρατσιστικών αγώνων, με ορισμένους αντιρατσιστές ακτιβιστές να επικρίνουν την Αριστερά ότι υποβαθμίζει τη σημασία του αγώνα κατά του ρατσισμού για να μην αποξενώσει ένα τμήμα του εκλογικού σώματος.
Η εκδίωξη βασικών στελεχών της LFI, όπως η Κλεμεντίν Οτάν και ο Φρανσουά Ρουφάν, κατά τη διάρκεια των τελευταίων βουλευτικών εκλογών δημιούργησε επίσης συνεχείς εντάσεις. Ορισμένοι βουλευτές της LFI, ενώ παραμένουν πιστοί στο κίνημα, στηλιτεύουν την έλλειψη εσωτερικής δημοκρατίας και τη βιαιότητα αυτής της «εκκαθάρισης». Το αίσθημα αυτό ενισχύεται από την ανησυχία που προκαλούν οι αυταρχικές και συγκεντρωτικές τάσεις της ηγεσία και κυρίως του Μελανσόν. Παράλληλα με αυτές τις εσωτερικές διαιρέσεις, η πολιτική στρατηγική του NFP, και ιδίως η ικανότητά του να προσφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση στον Μακρονισμό και να αντιμετωπίσει την άνοδο του Rassemblement National (RN), εγείρει ερωτήματα. Η αδυναμία του NFP να αξιοποιήσει τη νίκη του στις βουλευτικές εκλογές και να επιβάλει την υποψήφιά του Λουσί Καστέ στην πρωθυπουργία, τροφοδότησε απογοήτευση και εσωστρέφεια εντός του κοινωνικού κινήματος.
Η τοποθετήσεις ορισμένων μελών του NFP, όπως ο Raphaël Glucksmann και το κόμμα του Place Publique αλλα και της μειοψηφίας του Σοσιαλιστικού κόμματος, οι οποίοι αντιτίθενται με σκληρό λόγο στη γραμμή Mélenchon και προσπαθούν να ενσαρκώσουν μια «ανανεωμένη» σοσιαλδημοκρατία, περιπλέκει περαιτέρω το πολιτικό τοπίο. Αυτή η προσπάθεια ανασύνθεσης, η οποία εκλαμβάνεται από ορισμένους ως μια ξαναζεσταμένη εκδοχή της αποτυχημένης φιλελεύθερης συνταγής, κινδυνεύει να αποδυναμώσει περαιτέρω το NFP και να το καταστήσει ανυπόληπτο μπροστά στις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις. Εν ολίγοις, η Αριστερά βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Η ικανότητά της να ξεπεράσει τις εσωτερικές του διαιρέσεις, να συνδεθεί στα κοινωνικά κινήματα και να διατυπώσει ένα σαφές και πειστικό πολιτικό σχέδιο μέχρι τις επόμενες εκλογές που δεν αποκλείεται να γίνουν σε λιγότερο από ένα χρόνο θα είναι καθοριστική για το μέλλον της χώρας.