Η σύνοδος των G8 στη Γένοβα το 2001
Η σύνοδος των G8 -των οκτώ πιο ισχυρών κρατών του πλανήτη- με σκοπό την επιτάχυνση των διαδικασιών της οικονομικής παγκοσμιοποίησης ήταν προγραμματισμένη να λάβει χώρα στις 19 με 22 Ιουλίου του 2001 στην πόλη της Γένοβας, το μεγάλο λιμάνι της βορειοδυτικής Ιταλίας. Στη Γένοβα, οι οκτώ πιο ισχυροί ηγέτες του πλανήτη θα σχεδίαζαν και θα αποφάσιζαν για τις τροπές που θα έπαιρνε τις επόμενες δεκαετίες η παγκόσμια οικονομία. Μέσα στο περίφρακτο κέντρο της Γένοβας, το κεφάλι του κτήνους θα συνεδρίαζε για τις τύχες της ανθρωπότητας. Το πείραμα του νεοφιλελευθερισμού θα ξεπερνούσε πλέον τις τοπικές παραλλαγές του και θα εφαρμόζονταν οργανωμένα και συντεταγμένα από άκρη σε άκρη του πλανήτη. Μετά τη σύνοδο του G8, θα γινόταν το παγκόσμιο οικονομικό και ιδεολογικό αφήγημα. Όλα όδευαν προς το «τέλος της ιστορίας» όπως το είχε ονειρευτεί ο Francis Fukuyama μετά την ανατροπή των κομμουνιστικών καθεστώτων. Όλος ο πλανήτης θα ζούσε από εκεί και έπειτα στους διαφορετικούς μετασχηματισμούς του νεοφιλελεύθερου ονείρου. Ακόμη και η αντιπολίτευση θα ήταν απλά διαφορετικές αποχρώσεις του νεοφιλελευθερισμού εντός του κοινοβουλίου.
Παρά τον αποπροσανατολισμό που έφερε στο αντικαπιταλιστικό κίνημα η ανατροπή του ανατολικού μπλοκ και μέσα στον απόηχο των βομβαρδισμών και της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, το κίνημα μετράει ήδη μια μεγάλη νίκη. Είναι η ματαίωση της διάσκεψης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στο Seattle το 1999. Αν η «μάχη του Seattle», όπως ονομάστηκε, κατάφερε να συσπειρώσει ένα αμάλγαμα από πολιτικές και περιβαλλοντικές συλλογικότητες και οργανώσεις -κάποιες προερχόμενες και από το εξωτερικό- και να ταράξει την μέχρι τότε ήρεμη καθεστηκυία τάξη της νεοφιλελεύθερης Αμερικής, ήταν αναμενόμενο ότι η σύνοδος των G8 σε μια παραδοσιακά κινηματική χώρα όπως η Ιταλία θα έμενε στην ιστορία. Όπως και έμεινε, για πολλούς και διάφορους λόγους.
Για αρχή, η δημιουργία της αντί-συνόδου και του κοινωνικού φόρουμ αποτέλεσε για όλο το ιταλικό κίνημα μια πορεία μηνών προετοιμασίας σε επίπεδο διαλόγου, με παγκόσμια καλέσματα, με συγκροτήσεις επιτροπών και συζητήσεις σε όλες τις ιταλικές πόλεις αλλά και σε μεγάλο μέρος της ιταλικής επαρχίας. Η ιταλική εργατική τάξη μαζί με το πρεκαριάτο και όλα τα ριζοσπαστικά πολιτικά και συνδικαλιστικά μορφώματα που τους εξέφραζαν, θα πήγαινε στον παράδεισο της Γένοβας και δεν θα ήταν μόνη της. Θα είχε μαζί της όλο τον τότε προοδευτικό κόσμο του αντί-ιμπεριαλιστικού και ανταγωνιστικού κινήματος, σε μια προσπάθεια να συγκροτηθεί οργανωτικά και ιδεολογικά, με την ελπίδα δημιουργίας σύγχρονων ριζοσπαστικών μετώπων που θα απαντούσαν δυναμικά στις νέες παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια για την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία αποτέλεσε ίσως το πιο πρόσφορο και γόνιμο έδαφος μακροχρόνιων συζητήσεων που ξεκίνησαν από το πλαίσιο του κοινωνικού φόρουμ.
Και είναι η αλήθεια ότι εκείνες ήταν τρεις ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Ο προοδευτικός κόσμος οργανωνόταν για πρώτη φορά σε τόσο μαζικό επίπεδο έπειτα από την ανατροπή του Ανατολικού Μπλοκ. Το κίνημα κατά της Παγκοσμιοποίησης, ένα από τα πολλά ιδεολογικά αφηγήματα που αναδύθηκαν μετά την ανατροπή του κομμουνισμού, ενσαρκωνόταν πλέον σε κύριο ερμηνευτικό και αναλυτικό εργαλείο της σύγχρονης πολιτικής κατάστασης. Αφήνοντας πίσω τον παραδοσιακό σοσιαλισμό, που από πολλούς θεωρούνταν «αποτυχημένος», το παγκόσμιο κίνημα έψαχνε νέους δρόμους συλλογικής αντίστασης. Εάν αυτά, εν τέλει, πέτυχαν ή απέτυχαν είναι άλλη ιστορία.
Παρά τις απανταχού εσωτερικές αντινομίες, ένα πράγμα ήταν σίγουρο: Η πολιτική ώσμωση που έλαβε χώρα μέσα στο πλαίσιο των συζητήσεων και εκδηλώσεων του κοινωνικού φόρουμ στη Γένοβα το 2001, αλλά κυρίως στις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις έξω από αυτό, αποτελούν σημείο αναφοράς αλλά και διαφωνιών του παγκόσμιου κινήματος μέχρι και σήμερα, είκοσι χρόνια αργότερα. Το μεγαλύτερο πολιτικό διακύβευμα, όπως εκφράστηκε μέσω της έλλειψης του στο φόρουμ, δηλαδή η δημιουργία ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου της ριζοσπαστικής αριστεράς με πλήρη απόσχιση από τα ρεφορμιστικά θεσμικά μορφώματα αποτελεί μέχρι τις ημέρες μας σημείο δυναμικών διαβουλεύσεων, μετρώντας στην προσπάθεια κάποιες παταγώδεις αποτυχίες -λ.χ. στην Ελλάδα, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις με δυναμική κινηματική παρουσία που απορροφήθηκαν μέσα στον αστικό ρεφορμισμό του ΣΥΡΙΖΑ-.
“Siammo tutti clandestini” (Είμαστε όλοι παράνομοι)
Με αυτό το προφητικό σύνθημα άνοιγαν οι διαδηλώσεις στη Γένοβα, ως ένδειξη αλληλεγγύης στους μετανάστες, πριν ακόμα αρχίσουν να καταφτάνουν οι καραβιές με τους πρόσφυγες στις ακτές της ανατολικής Ελλάδας και στη Λαμπεντούζα. Ήταν η σαρκωμένη αντίδραση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από όλο τον κόσμο, που με κοινό πρόσημο την φτώχεια και την ανέχεια της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, προσπάθησαν να ενώσουν ένα επαναστατικό παρελθόν με ένα ταξικά συγκρουσιακό μέλλον. Ως απάντηση στο νεοφιλελεύθερο κτήνος που συνεδρίαζε εντός της «κόκκινης ζώνης», αλλά και στη ρομαντική πολιτική ηττοπάθεια της ρεφορμιστικής αριστεράς, ο λαός ύψωσε μαζικά το ανάστημα του στη Γένοβα ενάντια στους κεφαλαιοκράτες και τις κυβερνήσεις τους. Ο λαός πλημμύρισε τους δρόμους της και το σύνθημα ήταν σαφές: ”Είστε η αρρώστια, είμαστε η γιατρειά”.
Η γιγαντιαία διαδήλωση που ξεκίνησε από το πρωί της Παρασκευής της 20ης Ιουλίου 2001, έμελλε να μείνει στην ιστορία για την βίαιη κρατική καταστολή που δέχτηκε από δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας. Η κυβέρνηση του Silvio Berlusconi, υποβοηθούμενη υλικά και στρατηγικά από την Ε.Ε, λειτούργησε στην κυριολεξία ως ο ”σφαγέας” των διαδηλωτών. Σχεδόν όλες οι αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις της Ιταλίας συγκεντρώθηκαν για εκείνες τις ημέρες στη Γένοβα. Είχαν λάβει τις εντολές, αν όχι να διαλύσουν τη διαδήλωση, τουλάχιστον να τη δυσφημίσουν. Έχοντας ήδη εμπειρία από τέτοιου είδους πρακτικές διάσπασης από προηγούμενες εκτεταμένες διαδηλώσεις, ήταν σαφές ότι και σε αυτή τη διαδήλωση υπήρχαν ασφαλίτες με πολιτικά μέσα στους κύκλους των διαδηλώσεων. Η παρείσφρηση των προβακατόρων, όμως, δεν μπορεί με τίποτα να αμαυρώσει τη δυναμική συγκρουσιακή διάθεση των διαδηλωτών, και αυτό φάνηκε μέσα από τις μαζικές αντιδράσεις που παρέμεναν ακμαίες όταν οι δρόμοι της Γένοβας έγιναν πεδία μάχης. Τμήματα της διαδήλωσης προσπαθούν, χωρίς επιτυχία, να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό που προστατεύει την «κόκκινη ζώνη» και να εισέλθουν μέσα στους χώρους του συνεδρίου. Αντίστοιχα, δυνάμεις της αστυνομίας εισβάλουν μέσα στο κάμπινγκ του φόρουμ και συλλαμβάνουν ακόμα και λουόμενους κατασκηνωτές που δεν ήταν καν στη διαδήλωση.
Οι δρόμοι της Γένοβας φλέγονται, και αυτό είναι γεγονός. Η ατμόσφαιρα καλύπτεται από τις αύρες, τα δακρυγόνα, τα χημικά και τις κρότου λάμψης που ρίχνουν οι δυνάμεις της αστυνομίας. Ταυτόχρονα, όλος ο πλανήτης σείεται μαζί της. Όλος ο προοδευτικός κόσμος παρακολουθεί τις αμέτρητες αστυνομικές δυνάμεις να βασανίζουν τους διαδηλωτές στην κυριολεξία μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.
Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού
Ήταν κοντά πέντε το απόγευμα, λίγο μετά από την προσπάθεια εισβολής στην «κόκκινη ζώνη», όταν στρατιωτικά τζιπ με καραμπινιέρους εισέβαλλαν στα οδοφράγματα, κυνηγώντας και χτυπώντας διαδηλωτές. Στην Piazza Alimonda, την ώρα που οι συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας κλιμακώνονται, ο 23χρονος αναρχικός φοιτητής Carlo Guiliani θα κατευθυνθεί προς ένα όχημα των καραμπινιέρων που εισέβαλλε με βία μέσα στη διαδήλωση, κρατώντας στα χέρια έναν πυροσβεστήρα. Στα επόμενα δευτερόλεπτα, ο Mario Placanica, ένας εκ των δύο καραμπινιέρων επιβατών του οχήματος, θα πυροβολήσει τον Carlo Guiliani σε ευθεία γραμμή στο κεφάλι.
Ο Guliani πέφτει αιμόφυρτος στο έδαφος. Αμέσως μετά, το αστυνομικό τζιπ περνάει με όπισθεν ακριβώς πάνω από το σώμα του Carlo και στη συνέχεια το όχημα ξεκινάει προς τα εμπρός και περνάει για δεύτερη φορά από πάνω του, αποτελειώνοντας τον. Όπως θα δείξει αργότερα το ιατροδικαστικό πόρισμα, ο Guliani εξέπνευσε αφού τον πάτησε το στρατιωτικό όχημα, μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ακόμα ζωντανός.
Τη σκηνή παρακολουθούμε άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη σε απευθείας μετάδοση στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Το νεκρό σώμα του Carlo κείτεται στο οδόστρωμα που έχει ποτίσει με το αίμα του. Η κρατική δολοφονία ήταν ολοφάνερη. Παρ’ όλα αυτά, ολοφάνερη θα γίνει λίγο αργότερα και η αλλαγή στάσης στο ίδιο το νομικό σύστημα. Η αντί-σύνοδος όφειλε να ποινικοποιηθεί πάραυτα, ώστε να νομιμοποιηθούν οι αποφάσεις του G8. Ο Carlo Guliani ήταν μια άτυχη στιγμή που ο ίδιος προκάλεσε στον εαυτό του, όπως θα φανεί μέσα από τις δικαστικές διαβουλεύσεις των κατηγόρων του αργότερα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Mario Placanica, ο καραμπινιέρος που πυροβόλησε τον Carlo, θα τεθεί κατευθείαν υπό κράτηση, αλλά θα αθωωθεί στη δίκη που ακολούθησε. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σφαίρα χτύπησε τον Carlo έπειτα από εξοστρακισμό. Για τον οδηγό που πάτησε τον πεσμένο Carlo με το τζιπ, το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν γίνεται να του ασκηθεί καν ποινική δίωξη, καθώς υποτίθεται ότι ο Guliani ήταν νεκρός όταν το όχημα πέρασε από πάνω του. Το δικαστήριο δεν έλαβε καν υπόψιν τις ιατροδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες από όσα ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροί τους στο δικαστήριο. Δικαιοσύνη για τη δολοφονία του Carlo δεν ήρθε ούτε εννιά χρόνια αργότερα, όταν στις 25Αυγούστου 2009 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι ο Mario Placanica βρισκόταν σε αυτοάμυνα τη στιγμή που πυροβόλησε.
Έκτοτε ο Carlo Guliani θα γίνει σύμβολο και πηγή πολιτικής και καλλιτεχνικής έμπνευσης. Θα βρεθεί στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές, σε ποιήματα, σε γκραφίτι που κοσμούν τοίχους, σε έργα τέχνης κάθε είδους. Θα αναφέρεται πάντα ως το αδικαίωτο θύμα της άκρατης αστυνομικής βίας, και το όνομά του θα μπει και αυτό δίπλα στα υπόλοιπα των αδικοχαμένων λαϊκών ηρώων. Ίσως, η φωτογραφία του να κοσμεί μέχρι και σήμερα τα δωμάτια εκείνων που ονειρεύονται ένα καλύτερο, έναν όμορφο κόσμο.
«Το όνομα του ήταν Κάρλος, έχει δύο ρόδες στο κορμί και μια σφαίρα…»
Το «Μεξικάνικο Σφαγείο»
Οι οικονομικές συμφωνίες των G8 υπογράφηκαν με αίμα. Και όχι μόνο με το αίμα του Carlo Guiliani, αλλά και με το αίμα εκατοντάδων ακτιβιστών που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων ή έπειτα από εισβολές στους χώρους όπου διέμεναν οι συμμετέχοντες στο φόρουμ.
Χαρακτηριστικό μνημείο βίας παραμένει η εισβολή της αστυνομίας στο σχολείο Armando Diaz της συνοικίας Albaro στις 21 Ιουλίου 2001, την τελευταία ημέρα του συνεδρίου. Το κτίριο στέγαζε το προσωρινό κέντρο δράσεων του κοινωνικού φόρουμ. Την ίδια νύχτα έγινε εισβολή και στο διπλανό κτίριο, όπου στεγαζόταν το κέντρο αντιπληροφόρησης και οι αλληλέγγυοι δικηγόροι. Η εισβολή έγινε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, την ώρα που οι περισσότεροι ακτιβιστές ξεκουράζονταν ή είχαν κοιμηθεί. Η αστυνομία συμπεριφέρθηκε όπως γνωρίζει καλύτερα, δηλαδή ως συμμορία· φορώντας μάσκες για να αποκρύψουν τα πρόσωπα τους, οι αστυνομικοί έσπασαν στο διάβα τους ό,τι βρήκαν μπροστά τους, κυρίως υπολογιστές, φωτογραφικές μηχανές και κάμερες· στη συνέχεια, κατάσχεσαν όλο το υλικό πληροφόρησης που είχε προκύψει από τις προηγούμενες ημέρες· ταυτόχρονα, χτυπούσαν ανεξέλεγκτα όλους τους παρευρισκόμενους. Το αποτέλεσμα ήταν ο τραυματισμός δεκάδων διαδηλωτών, κάποιοι από αυτούς αρκετά βαριά, η σύλληψη τους και η μεταφορά κάποιων στο στρατόπεδο Bolzaneto, που λειτουργούσε ως κέντρο κράτησης.
Στο κέντρο Bolzaneto, οι 222 προσαχθέντες εξευτελίστηκαν και βασανίστηκαν από την αστυνομία. Κατά την άφιξη τους, οι αστυνομικοί σημάδεψαν τα πρόσωπα τους με σταυρούς, και πολλοί/ές εξαναγκάστηκαν να περάσουν ανάμεσα από δύο παράλληλες σειρές αστυνομικών που τους ξυλοκοπούσαν πριν οδηγηθούν σε κελιά 30 ατόμων. Μέσα στα κελιά τους εξανάγκαζαν να στέκονται όρθιοι για πολλές ώρες με τα χέρια τους υψωμένα και τα πόδια ανοιχτά. Ένας κρατούμενος με τεχνητό πόδι δεν άντεξε και λιποθύμησε. Αμέσως, δέχτηκε βίαιη επίθεση με κλωτσιές και σπρέι πιπεριού. Οι κρατούμενοι που αντιμιλούσαν στην αστυνομία ξυλοκοπούνταν απευθείας. Επίσης, γιατροί της αστυνομίας συμμετείχαν και αυτοί στα βασανιστήρια, απειλώντας τους κρατούμενους με βιασμό και διαρκή εξευτελισμό, στέρηση νερού, φαγητού και ιατρικής περίθαλψης. Όσοι κρατούμενοι είχαν μακριά μαλλιά κουρεύτηκαν γουλί από την αστυνομία.
Όπως κατήγγειλαν αργότερα, οι κρατούμενοι εξαναγκάστηκαν, μεταξύ άλλων, να φωνάξουν φασιστικά συνθήματα και τραγούδια, όπως «Viva Il Duce» (Ζήτω ο Μουσολίνι) και «Un, due, tre. Viva Pinochet». Η ακραία βία με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι κρατούμενοι αναγνωρίστηκε επισήμως ως βασανιστήριο. Και πράγματι, έτσι την εξέλαβαν και οι ίδιες οι δυνάμεις της αστυνομίας, που ονόμασαν τη συγκεκριμένη επέμβαση ως «Μεξικάνικο Σφαγείο».
Έπειτα από τις καταγγελίες των κρατουμένων, 45 αστυνομικοί και γιατροί οδηγήθηκαν σε δίκη, και οι 15 από αυτούς καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για βάναυση κακομεταχείριση κρατουμένων στο στρατόπεδο κράτησης Bolzaneto. Ωστόσο, κανένας ένοχος κατηγορούμενος δεν έκτισε την ποινή του εξαιτίας νομικών περιορισμών, καθυστερήσεων στην ακροαματική διαδικασία και -κυρίως- την ανεπάρκεια του ιταλικού νομικού κώδικα που δεν αναγνωρίζει τους βασανισμούς ως εγκληματικές πράξεις.
Στις 7 Απριλίου 2015, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ιταλία για την παραβίαση του άρθρου 3 όσον αφορά τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς ενάντια στα βασανιστήρια για τα γεγονότα στο σχολείο Diaz το 2001. Επίσης, έκρινε ανεπαρκή την ιταλική νομοθεσία όσον αφορά τα βασανιστήρια.
Επίσης, ο ίδιος οργανισμός αποφάσισε στις 22 Ιουνίου 2017 ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην επιδρομή και την επακόλουθη κράτηση των ακτιβιστών, ήταν ένοχοι βασανιστηρίων. Έγινε, μάλιστα, καταγγελία για «ιδιαίτερα σοβαρή και σκληρή» αστυνομική επιδρομή. Το κράτος της Ιταλίας διατάχθηκε να καταβάλει αποζημίωση στα θύματα με 45.000 – 55.000 ευρώ τον καθένα.
Η κληρονομιά της Γένοβας
Είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Γένοβας, παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις του κάθε πολιτικού μορφώματος που συμμετείχε στο κοινωνικό φόρουμ και στις διαδηλώσεις, όλοι συμφωνούμε ότι η Γένοβα αποτέλεσε ένα κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση των σύγχρονων κινημάτων στην μετά-ΕΣΣΔ εποχή. Για αρχή, έδωσε νέες ιδεολογικές και στρατηγικές πνοές πολιτικής συγκρότησης σε μια σμπαραλιασμένη από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα νεολαία. Είναι αλήθεια ότι κοινωνικό φόρουμ δεν υπήρξε ποτέ ομοιογενές, καθώς συμμετείχαν κόμματα, οργανώσεις, συλλογικότητες και μορφώματα από όλο το φάσμα της αριστεράς και της αναρχίας, που εξέφραζαν διαφορετικές πολιτικές σκοπιμότητες. Παρά αυτή τη σαφή πολιτική ανομοιογένεια, οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν εντός της αντί-συνόδου θα εκφραστούν στις επόμενες αντίστοιχες συνόδους, με αλησμόνητη εκείνη του 2003 στην Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχα, η νεολαία της Γένοβας θα στελεχώσει τα αντί- πολεμικά και αντί-ιμπεριαλιστικά μέτωπα εναντίον των δύο μεγάλων πολεμικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν το 2001 και στο Ιράκ το 2003.
Επίσης, οι αποστολές της Ελλάδας, η οποίες αριθμούσαν συνολικά πάνω από 4000 άτομα που προέρχονταν από ετερογενείς πολιτικούς χώρους, μετέφεραν την πείρα της Γένοβας σε όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού κινήματος. Ως αποκύημα της Γένοβας, ενισχύθηκε κατά κόρον το αντιεξουσιαστικό κίνημα, αλλά και το ρεύμα της ευρωπαϊκής αριστεράς. Το ξέσπασμα του φοιτητικού κινήματος του ‘’Μάη-Ιούνη 2006/2007’’ με αφορμή τον εκπαιδευτικό νόμο της Μαριέττας Γιαννάκου, βασίστηκε αρκετά στην οργανωτική πείρα που προσέδωσε τόσο η αντί-σύνοδος του 2003 όσο και η Γένοβα του 2001.
Για του λόγου το αληθές, όταν τελείωσε το κοινωνικό φόρουμ και η αντί-σύνοδος, υπήρχαν πολλοί που γύριζαν με σκυμμένο το κεφάλι από τη Γένοβα και άλλοι, εξίσου πολλοί, που επέστρεφαν με φουσκωμένα μυαλά και υπερφίαλες ιδέες τόσο για το μέλλον του κινήματος όσο και για τις οργανώσεις τους. Οι πρώτοι, απογοητευμένοι για διαφορετικούς λόγους, κάποιοι ίσως εντοπίζονται στην αποτυχία να εισβάλει η διαδήλωση στην «κόκκινη ζώνη», στη δολοφονία του Guiliani, στην έλλειψη συγκρότησης ενός ενιαίου ριζοσπαστικού αντί-καπιταλιστικού μετώπου, στην έλλειψη σαφούς ταξικού πρόσημου στις περισσότερες συζητήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του φόρουμ· αλλά κυρίως διαισθανόμενοι την οικονομική κρίση που ερχόταν και την ριζική αλλαγή της κοινωνικής δομής μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Οι δεύτεροι, μεθυσμένοι από τον αέρα της μαζικότητας και της συγκρουσιακής διάθεσης της Γένοβας, έμειναν εγκλωβισμένοι στις δάφνες της. Με μια αφηρημένη εγκόλπωση κάποιων βασικών εννοιών που αρθρώθηκαν στο φόρουμ, έχτισαν συλλογικότητες και μορφώματα μέσα στο πλαίσιο ανασυγκρότησης μιας «νέας αριστεράς» μόνο με αντιπολιτευτικά χαρακτηριστικά, για να λειτουργήσουν εν τέλει ως πολιτικά πυροτεχνήματα ή να επιστρέψουν στην κεντροαριστερή κυβερνητική λύση. Παράδειγμα αποτελεί η διάλυση των «Tute Bianche» (Λευκά Γιλέκα), μιας οργάνωσης που ηγήθηκε τις διεργασίες του κοινωνικού φόρουμ της Γένοβας την ίδια χρονιά.
Γενικά, η φοβική αντιμετώπιση σε ταξικές αναλύσεις στις συζητήσεις εντός του φόρουμ αποτελούσαν τα πρώτα σημάδια ατροφίας του κινήματος που δημιουργήθηκε στη Γένοβα. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων ακόμα και σε αναφορές στον καπιταλισμό και στον ιμπεριαλισμό ήταν εμφανείς από τα αρχικά καλέσματα στο φόρουμ. Το ζήτημα της ανατροπής του καθεστώτος των μονοπωλίων ή το ζήτημα της εξουσίας δεν τέθηκε ποτέ με σαφή προσανατολισμό. Αντίστοιχα, η κριτική στην Ε.Ε ήταν ελλιπής ή και απούσα από τα μορφώματα της ευρωπαϊκής αριστεράς -με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις θέσεις του Συνασπισμού. Υπήρξαν καλές προθέσεις, αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, αρκετά αδιέξοδες στρατηγικές.
Σε κάθε περίπτωση, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η κληρονομιά της Γένοβας ήταν και παραμένει βαθιά. Η συσπείρωση του τότε προοδευτικού κόσμου σε μια περίοδο που ο νεοφιλελευθερισμός προέλαυνε κατατροπώνοντας τα πάντα, αποτελεί από μόνο του ένα ιστορικό γεγονός. Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν μόνο στις σελίδες της πολιτικής ιστορίας, αλλά λειτουργούν ως δυναμικά σημεία κριτικής, αυτοκριτικής και επαναπροσδιορισμού των πολιτικών δράσεων μέσα στο διηνεκές.
Έτσι, η συνεχής κριτική ανάγνωση των γεγονότων της Γένοβας, αλλά και των κινηματικών τάσεων των κοινωνικών φόρουμ όπως αυτές αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 2000, οφείλει να αποτελεί σταθερό σημείο κατανόησης και διαμόρφωσης τόσο όσον αφορά την ιστορία των σύγχρονων κινημάτων όσο και των πολιτικών στρατηγικών του μέλλοντος.