Μετά την έναρξη του πολέμου, η πρώτη αναφορά του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στον Γερμανό ομόλογό του, Φραν Βάλτερ Στάινμάγερ, γίνεται τον Απρίλιο που μας πέρασε, και είναι αρνητική: Ο Στάινμάγερ είναι ανεπιθύμητος στο Κίεβο, θα πει, και η είδηση που θα κάνει το γύρο του κόσμου και θα αποτελέσει ένα ακόμη πλήγμα στην διπλωματική αξιοπρέπεια της Γερμανίας – τότε είναι ακόμη πρεσβευτής της Ουκρανίας στο Βερολίνο ο ακροδεξιός και προκλητικός Αντρίι Μέλνικ, που απασχόλησε ουκ ολίγες φορές με τις υβριστικές του δηλώσεις, ειδικά εκείνο περί του «προσβεβλημένου λουκάνικου» που είναι ο Σολτς.

Επισήμως, το ζήτημα που έκανε τόσο αντιπαθή το Γερμανό πρόεδρο στην Ουκρανία ήταν «οι σχέσεις του με τη Ρωσία», οι οποίες ήδη ποινικοποιούνταν αυτές καθ’ αυτές, ακόμη και για έναν διπλωμάτη καριέρας και υπηρετήσαντα ως ΥΠΕΞ. Οι «σχέσεις» αυτές, σε δεύτερη ανάγνωση, ήταν ο ρόλος του στην επίτευξη των συμφωνιών του Μινσκ, η περίφημη Φόρμουλα Στάινμάγερ, που όταν είχε προταθεί είχε θεωρηθεί «νίκη της Ρωσίας», γιατί έδινε το δικαίωμα στους κατοίκους των δύο αυτοανακηρυχθεισών δημοκρατιών της Ουκρανίας να ψηφίσουν και να αποφασίσουν μόνοι – σε δημοψηφίσματα με βάση τον ουκρανικό νόμο και υπό την επίβλεψη του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη – για την επιστροφή ή μη των εδαφών αυτών στην Ουκρανία. Η Φόρμουλα Στάινμάγερ υπεγράφη από την Ουκρανία το 2019, και την αποδοχή της ανακοίνωσε ο ίδιος ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Από πλευράς των αποσχισθέντων, χαιρετίστηκε ως «νίκη» γιατί θεωρήθηκε δεδομένο το αποτέλεσμα. Βεβαίως, όλα έμειναν στα χαρτιά, όπως και οι συμφωνίες του Μινσκ.

Η εμπλοκή και παρουσία του προέδρου της Γερμανίας, όμως, γίνεται και πάλι επίκαιρη, μετά την πρόσφατη επαφή του με τον Κινέζο ομόλογό του. Στις αρχές της εβδομάδας, στις 20 Δεκεμβρίου, και σύμφωνα με την κινεζική ανακοίνωση «ο Πρόεδρος Σι είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Γερμανό πρόεδρο Φρανκ Βάλτερ Στάινμάγερ μετά από αίτημα του τελευταίου».

Στό ίδιο ανακοινωθέν σημειώνονταν πως, το Πεκίνο μετέφερε στον Γερμανό πρόεδρο ότι «η Κίνα υποστηρίζει τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ και ελπίζει ότι η ΕΕ θα διατηρήσει τη βασική θέση των σχέσεων Κίνας-ΕΕ ως στρατηγικής εταιρικής σχέσης, θα παραμείνει προσηλωμένη στον αμοιβαίο σεβασμό, την αμοιβαία προσαρμογή, την πρακτική συνεργασία και τα αποτελέσματα που θα ωφεληθούν από όλους και θα διασφαλίσει ότι η Η σχέση Κίνας-ΕΕ δεν στοχεύει κατά τρίτου, όπως και ότι δεν υποτάσσεται σε ή ελέγχεται από τρίτους».

Από πλευράς Στάινμάγερ, σύμφωνα πάντα με το κινέζικο ανακοινωθέν, υπήρξαν αναφορές στις «συγκλονιστικές αλλαγές» που έχουν επέλθει φέτος στη διεθνή κατάσταση, υπενθύμιση ότι «η Γερμανία στηρίζει αμετακίνητα την πολιτική της μίας Κίνας».

Ως κατακλείδα, η αναφορά στην ουκρανική κρίση: «Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν απόψεις και για την κρίση στην Ουκρανία. Ο Σι τόνισε ότι η Κίνα παραμένει προσηλωμένη στην προσπάθεια για ειρηνευτικές συνομιλίες και στην άποψη ότι μια παρατεταμένη και περίπλοκη κρίση δεν είναι προς συμφέρον κανενός εμπλεκόμενου. Η Κίνα υποστηρίζει την ΕΕ, ώστε η τελευταία να επιδεικνύει  στρατηγική αυτονομία, υπέρ μιας ισορροπημένης, αποτελεσματικής και βιώσιμης αρχιτεκτονικής για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ώστε να έχει σταθερά θεμέλια η ειρήνη αλλά και να επιτευχθεί μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο». Οσο για την γερμανική πλευρά, ζήτησε καθαρά και ξάστερα – λένε οι γερμανικές πηγές – την κινεζική βοήθεια στην επίτευξη ειρήνης.

Είναι προφανές ότι η συνομιλία των δύο επεκτάθηκε πολύ πέραν των τυπικών, και άρα έχει τις ευλογίες του Γερμανού καγκελάριου (αν και όχι της υπουργού του των Εξωτερικών*). Και πιθανότατα είχε και ελαφρώς διορθωτικό χαρακτήρα, μετά τις δηλώσεις Μέρκελ περί του ρόλου των καθυστερήσεων στην επιβολή των συμφωνηθέντων στο Μινσκ ως «κέρδος πολύτιμου χρόνου» για την στρατιωτική προετοιμασία της Ουκρανίας.

Μόλις μία ημέρα μετά την συνομιλία Στάινμάγερ – Ζι, ο κινέζος ηγέτης υποδεχόταν τον ιστορικό «αντ’ αυτού» του Πούτιν, τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ, στο Πεκίνο, σε μια επίσκεψη με πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ανέδειξαν διεθνείς αναλυτές. Πρώτα απ’ όλα δεν είχε ανακοινωθεί, ήταν «ξαφνική». Ύστερα, γινόταν μετά τις επαφές του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν με τους στρατηγούς του και (κατόπιν) με το Λευκορώσο ηγέτη, Αλεξάντρ Λουκασένκο, στο Μινσκ αλλά και λίγο μετά την πιο πρόσφατη ένταση μεταξύ Ινδίας και Κίνας. Ειρήσθω εν παρόδω πως, ο Μεντεβέντεφ είναι αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, θέση που δεν δικαιολογεί το επίπεδο των επαφών του στην Κίνα, που καλύφθηκαν με το προκάλυμμα των «κομματικών επαφών» – έκτακτες κομματικές επαφές, ωστόσο, δεν είναι συνήθεις. Ήταν σαφές, μόνον από αυτό, ότι βρισκόταν και πάλι σε θέση «αντ’ αυτού».

Οικονομία, βιομηχανία, ουκρανικό ήταν αυτά που αναφέρθηκε ότι μπήκαν στο τραπέζι. Βάσει του ανακοινωθέντος, οι δύο συζήτησαν «τη συνεχιζόμενη ουκρανική κρίση» και αναφέρθηκαν στην «άνευ ορίων στρατηγική συνεργασία» των δύο κρατών τους και των δύο κυβερνώντων κομμάτων, στις «χρήσιμες» κατά Μεντβέντεφ συνομιλίες. Τα δυτικά μέσα, με πρώτο το πρακτορείο Ρώυτερς, ερμήνευσαν την ξαφνική επίσκεψη Μεντβέντεφ ως νέα προσπάθεια της Ρωσίας «να καλλιεργήσει στενότερους οικονομικούς, πολιτικούς και σε θέματα ασφάλειας δεσμούς με την Κίνα, ώστε να υποκαταστήσει τους απωλεσθέντες τέτοιους δυτικούς δεσμούς και βλέπει τον Ζι ως πιθανό σύμμαχο σε έναν αντιδυτικό συνασπισμό». Κάτι γνωστό, τετριμμένο και άνευ ουσίας, και μάλιστα με την μορφή του κατεπείγοντος – προφανώς και κάτι τέτοιο δεν έχει βάση. Το κρατικό κινεζικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Ζινχουά άφησε να εννοηθούν άλλα, πολύ πιο αρμόζοντα στο άξαφνο της επίσκεψης Μεντβέντεφ, καταγράφοντας τα εξής ως λεχθέντα του Ζι (η υπογράμμιση δική μου): «Κατά τη συνάντηση, εξέφρασε την ελπίδα ότι όλες οι πλευρές θα συνεχίσουν να επιδεικνύουν λογική, αυτοσυγκράτηση και θα επιλύσουν τις κοινές ανησυχίες για την ασφάλεια με πολιτικά μέσα».

Η αναφορά σε όλες τις πλευρές, ειδικά μετά τις στρατιωτικού χαρακτήρα συναντήσεις κορυφής Πούτιν – από το υπουργείο Αμύνης ως τη Λευκορωσία- μάλλον αφορά μία πλευρά, τη ρωσική. Ασχέτως των (αγνώστων σε όλους) μεταφερθέντων στο Ζι, είναι προφανές ότι κάποια από τα μεταφερόμενα δεν ευχαρίστησαν την κινεζική πλευρά, που, ωστόσο, έχει πολλούς λόγους να συνεχίσει να διατηρεί τις σχέσεις με τη Ρωσία σε υψηλό επίπεδο, και όχι μόνον λόγω ενεργειακού. Από την άλλη, είναι πιθανό να αποτελεί και ένα μισοάνοιγμα της πόρτας σε μια σινο- γερμανική πρωτοβουλία για την ειρήνευση, που η Γερμανία έχει κάθε λόγο να επιδιώκει, ειδικά τώρα που βλέπει και τη βιομηχανία της στο αμερικανικό στόχαστρο.

Όπως πρόσφατα κατέγραψε το Euronews, ένας σημαντικός αριθμός εταιριών σκέφτεται πολύ σοβαρά να μετακινήσει τις «πράσινες» βιομηχανικές παραγωγές τους στις ΗΠΑ, μετά τα μέτρα ενίσχυσης που προσφέρουν οι νέοι αμερικανικοί νόμοι για την μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act, IRA). Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, πριμοδοτούνται και απαλλάσσονται φόρων οι εταιρίες που κατασκευάζουν στις ΗΠΑ προϊόντα «πράσινης» τεχνολογίας.

Στο άρθρο, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι μία και μόνη εταιρία, η σκανδιναβικών συμφερόντων Northvolt, που κατασκευάζει μπαταρίες λιθίου, εξετάζει την μεταφορά των εργοστασίων της στις ΗΠΑ, όπου ένα μόνο εργοστάσιο κατασκευής μπαταριών για αυτοκίνητα θα της φέρει ενίσχυση ύψους περίπου 830 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό τετραπλάσιο από αυτό που δίνει η γερμανική κυβέρνηση. Και, βεβαίως, τα κόστη της εταιρίας θα μειωθούν ακόμη περισσότερο αν πάει στις ΗΠΑ, γιατί εκεί η ενέργεια παραμένει πολύ πιο φτηνή. «Αυτή τη στιγμή σκεφτόμαστε σοβαρά να θέσουμε ως προτεραιότητα την επέκτασή μας στις ΗΠΑ», δήλωσε ο διευθυντής της Northvolt. Και δεν είναι η μόνη εταιρία, όπως διαπίστωσε στο ρεπορτάζ του το Euronews, που διαπιστώνει ότι ο μεγάλος χαμένος στην Ευρώπη θα είναι η Γερμανία, που αποτελεί και την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, πριν ψηφιστεί και ενώ ακόμη συζητούνταν ο αμερικάνικος νόμος, περίπου 40% των εταιριών  άρχισαν να εξετάζουν την μετακίνηση των εργασιών τους και την αύξηση των επενδύσεών τους στις ΗΠΑ – ποσοστό που, λογικά, μόνο προς τα πάνω θα πάει- με βασικότερο θιγόμενο τομέα την βιομηχανία του αυτοκινήτου κι όσων συνδέονται με την παραγωγή πράσινων οχημάτων. Τον μεγάλο κίνδυνο έχουν δει και δηλώσει τόσο ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας – που είχε σχετικές συναντήσεις ώστε να επιτευχθούν αντίμετρα με το γάλλο ομόλογό του- όσο και η αντιπολίτευση στη χώρα, που εξέφρασε σαφώς φόβους ότι «οι βιομηχανικές δουλειές θα φύγουν από την Γερμανία και την Ευρώπη» – με όσα αυτό σημαίνει οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και ενεργειακά. Και, βεβαίως, δεν είναι μόνο οι γίγαντες της γερμανικής οικονομίας που πλήττονται σήμερα.

Ο ίδιος αμερικάνικος νόμος έχει ανησυχήσει και την Κίνα, όπως ήταν αναμενόμενο. Στο πεδίο αυτό, Κίνα και Γερμανία έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα προερχόμενο από τις ΗΠΑ, και η πρώτη σχετική επικοινωνία υπήρξε κατά την προ εβδομάδων επίσκεψη του Σολτς στο Πεκίνο, όπου και το καρφί του τελευταίου προς ΗΠΑ, για την «συνεργασία επί ίσοις όροις» που έχουν Γερμανία και Κίνα και την ανάγκη «η πρόσβαση στις επενδύσεις να γίνεται ισότιμα».

Τα περί ανάγκης «να συντηρήσει την αυτονομία της» η Γερμανία, που δήλωσε ο Ζι στον Γερμανό πρόεδρο προχθές, και πάλι αυτό ακριβώς το ζήτημα αναδεικνύουν. Και αυτό φαίνεται ότι υπονόησε ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Γουανγκ Γι, αναφερόμενος στο έκτακτο (κι αυτό) τηλεφώνημα που έλαβε από τον επικεφαλής της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, Αντονυ Μπλίνκεν, την Παρασκευή. Προφανώς, και αναλυτές του Στέητ Ντηπάρτμεντ εκτιμούν ότι η επίσκεψη Μεντβέντεφ συνδέεται με την επικοινωνία Ζι  -Στάινμάγιερ όπως και με την επερχόμενη, εντός του μηνός, συνάντηση Ζι- Πούτιν. Η δήλωση,  του Γι, για το ουκρανικό, ήταν αυτή: «Η Κίνα στεκόταν πάντα στην πλευρά της ειρήνης, της χάρτας του ΟΗΕ, και της διεθνούς κοινότητας που επιθυμεί την προώθηση της ειρήνευσης και των συνομιλιών. Και θα συνεχίσει να παίζει δημιουργικό ρόλο ώστε η κρίση να λυθεί με τον κινεζικό τρόπο».

Η γερμανική / ευρωπαϊκή οικονομία και το ενεργειακό οδηγούν την Γερμανία σε μια λιγότερο φιλο-αμερικανική πολιτική, υπό την πίεση της πιθανής αποχώρησης των βιομηχανικών της γιγάντων, του δυσβάσταχτου βάρους της ενεργειακής κρίσης, και της αδυναμίας της να απαντήσει άμεσα μέσω της ΕΕ, λόγω των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων της τελευταίας. Η ειρήνευση στην Ουκρανία και η αντιμετώπιση των αμερικάνικων οικονομικών προκλήσεων, όμως, είναι δύο πολύ δύσκολα «γήπεδα», και σε αυτά μόνον η Κίνα μπορεί να απλώσει χείρα βοηθείας, όπως φαίνεται να πιστεύει το Βερολίνο.

Σε σεναριακό επίπεδο, ας αναφερθεί εδώ πως η συνεργασία του Βερολίνου με το Πεκίνο, σε βάθος χρόνου, είναι πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα στην αντίστοιχη Ρωσο- Κινεζική (πολύ ευρύτερη και ως τώρα σταθερότατη) συνεργασία. Ο κίνδυνος για τη Ρωσία – όπως και για τις ΗΠΑ- είναι ο «κινεζικός τρόπος», που μπορεί να την φέρει σε ρόλο μη ισότιμου εταίρου, για να το πούμε ευγενικά, κάτι που η Μόσχα φαίνεται και να φοβάται και να επιδιώκει να αποφύγει, αν και οι σινο- σαουδαραβικές επαφές και όσα σημαίνουν για το Ιράν δεν μπορεί παρά να την ανησυχούν. Η Κίνα δεν έχει κανένα λόγο να μην επιθυμεί έναν νέο διπολικό κόσμο, με αυτήν στη θέση της πάλαι ποτέ Σοβιετίας, τηρουμένων των αναλογιών και με γνώση των (πολλών και σοβαρών) διαφορών, ενώ η Ρωσία επιδιώκει την πολυπολικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ρωσία έρχεται κάθε μέρα όλο και πιο κοντά με την – μη φιλική προς την Κίνα – Ινδία, με την οποία έχει ιστορική καλή σχέση, και η οποία φιλοδοξεί, και το λέει, να υποκαταστήσει την Κίνα στο διεθνές οικονομικό σκηνικό. Με την ρευστότητα των διεθνών πραγμάτων των τελευταίων μηνών, κανένα σενάριο δεν αποκλείεται και κανένας δεν μπορεί να κινηθεί μόνο σε έναν διπλωματικό άξονα, κάτι που αυξάνει τη διεθνή επισφάλεια και ξαναφέρνει στο νου το ρηθέν των παλαιών και έμπειρων γερακιών ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να απομονώνουν και την Κίνα και τη Ρωσία παράλληλα.

 

*Στα απόνερα όλων αυτών, ας προστεθεί ότι φαίνεται να τρίζει η καρέκλα της Αναλένα Μπέρμποκ, προερχόμενης από τους Πράσινους και υπάκουης σε κάθε κέλευσμα των ΗΠΑ, η οποία είχε μάλιστα λάβει αποστάσεις από την επίσκεψη Σολτς στην Κίνα.