Η μεγαλύτερη περιφερειακή οργάνωση στους κόλπους του SPD, η οργάνωση της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, εξέφρασε τη Δευτέρα το βράδυ σοβαρές επιφυλάξεις για μια τέτοια συμμαχία, την οποία η γερμανίδα καγκελάριος έχει ανάγκη προκειμένου να κυβερνήσει.
«Δεν είναι δουλειά του SPD να διατηρήσει το CDU στην εξουσία ώστε να συνεχίσει τη σημερινή του πολιτική», δήλωσε η Χανελόρε Κραφτ, πρωθυπουργός του κρατιδίου. Η δημοκρατία, τόνισε, χρειάζεται μια ισχυρή αντιπολίτευση.
Η παρέμβαση αυτή οδήγησε πολλά στελέχη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος να ζητήσουν τη διεξαγωγή ενός εσωτερικού δημοψηφίσματος πριν συναφθεί μια συμφωνία για ένα Μεγάλο Συνασπισμό. Την ιδέα αυτή έχει απορρίψει κατηγορηματικά η περιφερειακή οργάνωση του Βρανδεμβούργου.
Οι διεργασίες αυτές σημειώνονται ενόψει της συνδιάσκεψης του κόμματος που συγκάλεσε για την ερχόμενη Παρασκευή στο Βερολίνο ο πρόεδρος του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Όπως γράφει η εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, την ώρα που αυξάνονται οι αντιδράσεις μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών για τον Μεγάλο Συνασπισμό, οι παραιτήσεις της ηγεσίας των Πρασίνων ενδέχεται να διευκολύνουν τη συγκρότηση ενός κυβερνητικού συνασπισμού των Χριστιανοδημοκρατών με τους Πράσινους.
Ο Χορστ Ζεεχόφερ, ηγέτης της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης στη Βαυαρία, έχει δηλώσει ότι το κόμμα του προτιμά σαφώς ένα Μεγάλο Συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες και ότι η ηγεσία «δεν είναι έτοιμη» για μια συμμαχία με τους Πράσινους.
Μια θετική ένδειξη για τον Μεγάλο Συνασπισμό είναι η επανεκλογή του Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ ως επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD. Αναπληρωτής καγκελάριος στον προηγούμενο κυβερνητικό συνασπισμό των δύο κομμάτων (2005-2009), ο Σταϊνμάγερ θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια τέτοια συμφωνία, παρόλο που δεν έχει εκφραστεί δημοσίως.
Στους Πράσινους, η παραίτηση του Γιούργκεν Τριτίν και της Ρενάτε Κίναστ ανοίγει τον δρόμο για την εκλογή στην ηγεσία της Κατρίν Γκέρινγκ-Έκχαρτ, που ανήκει στη «ρεαλιστική» πτέρυγα του κόμματος, και του Άντον Χοφράιτερ, που είναι εκπρόσωπος σε θέματα μεταφορών και θεωρείται αριστερός.
Η Μέρκελ, που της λείπουν πέντε έδρες για την αυτοδυναμία, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την απειλή μιας «πρασινόμαυρης» συμμαχίας για να πείσει το SPD να συνάψει μια συμφωνία. Αν συναντήσει αντιδράσεις, μπορεί να απειλήσει με νέες εκλογές. Και αυτό το ενδεχόμενο δεν συμφέρει ούτε τους Σοσιαλδημοκράτες ούτε τους Πράσινους.
Αν και όταν συγκροτηθεί τελικά ένας κυβερνητικός συνασπισμός, σημειώνει ο Φιλίπ Ασκεναζί στη Μοντ, θα έχει να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες ευρωπαϊκές προκλήσεις.
Η μία είναι ένα συμπληρωματικό πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα. Αν η έγκριση ενός τέτοιου πακέτου δεν αναμένεται να συναντήσει δυσκολίες, πιο δύσκολο θα είναι για τη Μέρκελ να πείσει τη γερμανική κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα ένταξης των βαλκανικών χωρών στην Ένωση. Σχετική πολιτική διακήρυξη αναμένεται να υιοθετηθεί σε ειδική σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί επί ελληνικής προεδρίας με τον τίτλο «Ευρωπαϊκή Ένωση – δυτικά Βαλκάνια» (γνωστή ως «Θεσσαλονίκη ΙΙ»).
Η δεύτερη πρόκληση αφορά τις περίφημες «μακροοικονομικές ανισορροπίες» των χωρών της Ένωσης. Τον περασμένο Νοέμβριο, 13 χώρες της ΕΕ (μεταξύ των οποίων η Γαλλία και η Βρετανία) κρίθηκε ότι βρίσκονται σε μια τέτοια ανισορροπία. Για τις δύο αυτές χώρες, όμως, η ανισορροπία κρίθηκε «μη υπερβολική», γεγονός που τις γλιτώνει από τα «διορθωτικά μέτρα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Γερμανία, πάλι, γλίτωσε παρά τρίχα από έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Κι αυτό, επειδή το ισοζύγιο τρεχουσών εξωτερικών συναλλαγών δεν πρέπει να υπερβαίνει σε μέσο όρο τριετίας το 6% του ΑΕΠ. Όλα αυτά δείχνουν πόσο παράλογη είναι η αυτόματη αριθμητική διαχείριση της Ένωσης. Κι αυτό είναι κάτι που η Γερμανία θα πρέπει να το αντιμετωπίσει.
Άλλα ηγετικά στελέχη του SPD προτείνουν να ερωτηθεί η βάση, γνωρίζοντας ότι η τελευταία δεν θέλει συνεργασία με την κεντροδεξιά, ορισμένοι φέρνουν στο τραπέζι το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας CDU/CSU, κάτι που απορρίπτει κατηγορηματικά η Α. Μέρκελ, ενώ ήδη υπάρχουν και οι πρώτες φωνές που δεν αποκλείουν ακόμη και νέα προσφυγή στις κάλπες. Επίσημα πάντως, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα παραπέμπει στην απόφαση του μίνι συνεδρίου της ερχόμενης Παρασκευής.
Την ίδια ώρα στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών φλερτάρουν με τους Πράσινους –που βρίσκονται εν μέσω σοβαρών εσωκομματικών ανακατατάξεων- προφανώς για να στριμώξουν τους Σοσιαλδημοκράτες και να τους αναγκάσουν να πουν χωρίς πολλές αξιώσεις το «ναι» στην συγκυβέρνηση. Ακόμη και ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ καλεί έμμεσα τους Σοσιαλδημοκράτες να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται ότι αυτή τη φορά οι Σοσιαλδημοκράτες θα περάσουν το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής τους ατζέντας στην κυβερνητική συμφωνία με τους Χριστιανοδημοκράτες προκειμένου να ικανοποιήσουν τη βάση τους. Για παράδειγμα: την καθιέρωση του κατώτατου μισθού σε όλους τους κλάδους. Εάν αυτό δεν συμβεί, ανοίγουν όλα τα πιθανά σενάρια.
Το γερμανικό Σύνταγμα προβλέπει ότι η νέα βουλή πρέπει να έχει συσταθεί σε σώμα το αργότερα 30 μέρες μετά τις εκλογές, στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή η καταληκτική ημερομηνία είναι η 22α Οκτωβρίου. Αμέσως μετά πρέπει να ακολουθήσει η δεύτερη συνεδρίαση, κατά την οποία εκλέγεται ο/η καγκελάριος. Στο παρελθόν η διαδικασία αυτή διαρκούσε συνήθως μια έως δύο μέρες, σε ορισμένες περιπτώσεις όμως ακόμη και μια εβδομάδα. Ο υποψήφιος καγκελάριος προτείνεται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έχοντας σχηματίσει εικόνα για το πολιτικό τοπίο μετά και τις διαβουλεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης που έχουν προηγηθεί, ο πρόεδρος προτείνει τον/την υποψήφια που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αποσπάσει την απαιτούμενη πλειοψηφία.
Ο υποψήφιος καγκελάριος πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Στη νέα βουλή χρειάζεται 316 ψήφους. Εάν δεν τα καταφέρει, ακολουθεί εντός 14 ημερών και δεύτερη ψηφοφορία, στην οποία μπορούν να κατέβουν θεωρητικά και άλλοι υποψήφιοι. Εάν και πάλι κανείς δεν αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία, διεξάγεται άμεσα τρίτος γύρος. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί και τότε η απόλυτη πλειοψηφία, αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος ρόλος του Προέδρου: είναι στη διακριτική του ευχέρεια να αποφασίσει (εντός 7 ημερών) εάν θα διορίσει καγκελάριο έναν υποψήφιο που έχει συγκεντρώσει την απλή πλειοψηφία ή εάν θα προχωρήσει στη διάλυση του κοινοβουλίου, δρομολογώντας έτσι τη διενέργεια πρόωρων εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση και μέχρι να εκλεγεί νέος καγκελάριος, η νυν κυβέρνηση θα συνεχίσει να ασκεί υπηρεσιακώς τα καθήκοντά της.