Μπορεί μια καθημερινή εφημερίδα, με δεκαετίες ιστορία, που αποτέλεσε φωνή της αριστεράς και που η κυκλοφορία της είναι σεβαστή- σήμερα πάνω από 25.000 φύλλα, κάποτε εκατοντάδες χιλιάδες-  να θεωρηθεί “εξτρεμιστική οργάνωση”; Η απάντηση σε κάθε αστική Δημοκρατία που σέβεται τα στοιχειώδη του κοινωνικού συμβολαίου είναι ένα ξεκάθαρο “Οχι”. Μόνο που τα στοιχειώδη, η ελευθερία του τύπου και της έκφρασης στην περίπτωσή μας, καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων όταν το κράτος χρειάζεται να δώσει ένα “μάθημα” στους δημοσιογράφους και να κρατήσει το από τα πάνω αφήγημα αδιαμφισβήτητο. Από την εκδικητική στάση των ΗΠΑ απέναντι στο Τζούλιαν Ασσάνζ ως την περίπτωση της εφημερίδας junge Welt (jW, Ο Καινούριος Κόσμος), το μήνυμα είναι το ίδιο: η ελεύθερη, ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι ακόμη πιο επικίνδυνη όταν οι ελευθερίες περιορίζονται, περικόπτονται και καταργούνται.

Η περίπτωση της jW είναι τόσο σκανδαλώδης όσο και η υπόθεση Ασσάνζ. Για την Ελλάδα, φέρνει μνήμες από άλλες γενιές, όταν, ακόμη και στην πρώιμη αντιπολίτευση, για να διαβάσουν τον Ριζοσπάστη, τον τύλιγαν στην εθνικόφρονα “Απογευματινή”, και τον έφερναν κρυφά στο σπίτι. Μόνο να υποθέσει μπορεί κανείς τι υφίσταντο και πως παρακολουθούνταν οι τότε κομμουνιστές συνάδελφοί μας.

Η ιστορική εφημερίδα της γερμανικής αριστεράς, πανεθνικής κυκλοφορίας, καθημερινή, αντιμετωπίζει σήμερα ακριβώς αυτή την κατάσταση, και γνωρίζει τις παρακολουθήσεις χαρτί και καλαμάρι: Έχει την τιμητική της στην «Έκθεση για την Προστασία του Συντάγματος» της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών κάθε χρόνο, από το 1998, και δεν αντιμετωπίζεται από τις αρχές ως εφημερίδα αλλά ως  “εξτρεμιστική οργάνωση”.

Για την αρχισυντάκτη της junge Welt, Στέφαν Χαθ (Stefan Huth), η κατάσταση είναι ξεκάθαρη: το Γερμανικό κράτος έχει ποινικοποιήσει, χαρακτηρίζοντας ως εξτρεμιστική, οποιαδήποτε αναφορά στον κομμουνισμό. «Η junge Welt, η οποία είναι ανεξάρτητη από πολιτικά κόμματα, εταιρείες, εκκλησίες κ.λπ., δεν θεωρείται εφημερίδα [από τις γερμανικές αρχές]. Μάλλον, η εφημερίδα, ο εκδοτικός οίκος (8η Μάη, 8. Mai GmbH) ως εκδότης, και βεβαίως ο συνεταιρισμός των εργαζομένων, που είναι ο βασικός μέτοχός της της, αντιμετωπίζονται ως “εξτρεμιστικές ομάδες” που επιδιώκουν ανατρεπτικούς στόχους. Αυτό το παράλογο κατασκεύασμα των μυστικών υπηρεσιών της Γερμανίας, δικαιολογείται [γι αυτούς] από τον μαρξιστικό προσανατολισμό της εφημερίδας. Καταγγέλλουν ότι η εφημερίδα μας αναφέρεται στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ, όπως επίσης ότι γράφει ευνοϊκά για τη σοσιαλιστική Κούβα. Επίσης κατηγορούμαστε ότι περιγράφουμε ως “κινήματα απελευθέρωσης” οργανώσεις στη Λατινική Αμερική ή τη Μέση Ανατολή που θεωρούνται “τρομοκρατικές” από την κυβέρνηση. Ακόμη και αναφορές, σε κάτι που αναγνωρίζουν πολλοί ακαδημαϊκοί ειδικοί, δηλαδή πως η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις, παραβιάζει το σύνταγμα, σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση και τις μυστικές υπηρεσίες της. Εν ολίγοις: επειδή στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας δεν αρέσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στη jW , μια κρατική αρχή ανέλαβε να μας στριμώξει»,  μου λέει.

Η περίληψη αυτής της φρίκης έχει βρει το δρόμο της και για την αγγλική Wikipedia. «Η Junge Welt είναι γερμανική καθημερινή εφημερίδα, που εκδίδεται στο Βερολίνο. Αυτοχαρακτηρίζεται ως αριστερή και μαρξιστική εφημερίδα. Οι γερμανικές αρχές το κατηγοριοποιούν ως ακροαριστερό μέσο εχθρικό προς τη συνταγματική τάξη», ξεκινά το λήμμα.

Το ζήτημα δεν άπτεται μόνο της Ελευθεροτυπίας, αλλά αφορά και την επιβίωση της εφημερίδας. Η junge Welt δεν μπορεί να διαφημιστεί, ακόμη και επί πληρωμή, σε ενοικιαζόμενους διαφημιστικούς χώρους, στα τραίνα και τους σταθμούς τους, δεν μπορεί να πληρώσει για τη μετάδοση  διαφημιστικών μηνυμάτων στο δημόσιο ραδιόφωνο, χάνει επιχειρηματικούς εταίρους λόγω των πιέσεων κλπ. Φυσικά, επηρρεάζεται και η διανομή τη. Κι όλα αυτά το κράτος τα επιβεβαιώνει. Το Μάη του 2021, σε σχετική επερώτηση του Die Linke, αναφέρθηκε ξεκάθαρα ότι η έκθεση χρησιμοποιείται για να «άρει το πρόσφορο έδαφος για τέτοιες αντισυνταγματικές προσπάθειες (…) και να περιορίσει την εμβέλεια της εφημερίδας».

Πέρα από την Ελευθερία του Λόγου, του Τύπου, της Έκφρασης, το νεοφιλελεύθερο κράτος αρνείται και την ελευθερία του εμπορίου, ενώ παράλληλα φροντίζει να τρομοκρατεί και πιθανούς συνεργάτες ή να πλήττει την αξιοπιστία των ρεπορτάζ, σκορπώντας φόβο: οι παρακολουθήσεις είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οργανισμοί συνδεόμενοι με το κράτος δεν της δίνουν στοιχεία και δεν απαντούν σε ερωτήματά της, ή ακόμη και πολίτες ή ακαδημαϊκοί αρνούνται να δώσουν συνέντευξη στην εφημερίδα… Σε αυτό το παράλογο πλαίσιο, η η εκδότρια εταιρία, “8η Μάη”, εκπροσωπώντας και το συνεταιρισμό των εργαζομένων, απόφάσισε, το 2021, να ασκήσει αγωγή κατά του γερμανικού κράτους. Η δίκη, με ουσιαστικό στόχο την επανανομιμοποίηση της Ελευθεροτυπίας στη Γερμανία, θα γίνει στις 18 Ιουλίου 2024 στο Βερολίνο. Οι εργαζόμενοι επικαλούνται και μιαν προηγούμενη απόφαση, του 2005, όταν το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε, εδώ περίπτωση μιας ακροδεξιάς εβδομαδιαίας εφημερίδας, ότι η παρακολούθηση των ακροδεξιών στοιχείων παραβίαζε την ελευθερία του Τύπου. Παρά την απόφαση αυτή, η jW συνέχισε να αποτελεί στόχο των μυστικών υπηρεσιών: η ακροδεξιά είχε συνταγματικά δικαιώματα για τον Τύπο της, εν τέλει, αλλά η αριστερά όχι. Ακόμη χειρότερα, στα τρία χρόνια από την κατάθεση της αγωγής της jW ως την εκδίκασή της, οι μυστικές υπηρεσίες της Γερμανιας δε σταμάτησαν να την παρακολουθούν και να καταγράφουν… Το σχετικό αίτημα της εφημερίδας για ασφαλιστικά μέτρα, είχε απορριφθεί εξ αρχής. Από τη μιά, το δικαστήριο παραδέχθηκε ότι η ελευθερία του Τύπου περιοριζόταν, από την άλλη το έκρινε  “δικαιολογημένο” γιατί υπήρχαν «επαρκείς και σημαντικές ενδείξεις για ανάληψη αντισυνταγματικών προσπαθειών» από την εφημερίδα. Ακριβώς γι αυτό, οι εργαζόμενοι ανησυχούν ότι η κύρια δίκη μπορεί να μην έχει θετική έκβαση, υπέρ της ελευθερίας του Τύπου.

Ρωτώ στον Στέφαν Χαθ, αν θεωρεί πως η σημερινή πολιτική κατάσταση, η στάση της Γερμανίας στον πόλεμο στην Ουκρανία και στην γενοκτονία στη Γάζα, θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στον αριστερό Τύπο και, φυσικά στη jW. «Είναι για μας εμφανής η ραγδαία επιταχυνόμενη αντιδραστική – μιλιταριστική αναδιοργάνωση του κράτους, με στόχο να καταστεί η Γερμανία “πλήρως ετοιμοπόλεμη”, όπως διακηρύσσουν μέλη της κυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, με φόντο τον πόλεμο μέσω πληρεξουσίου που διεξάγει το ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία, και τον πόλεμο στη Γάζα, γινόμαστε μάρτυρες των πιο σκληρών επιθέσεων κατά της ελευθερίας της γνώμης σε όλη τη Γερμανία, μετά τις διώξεις των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τη δεκαετία του 1950, και  τον κρατικό πόλεμο κατά της Φράξιας Κόκκινος Στρατός [RAF, γνωστή στην Ελλάδα ως Μπααντερ Μάινχοφ] και όσους θεωρούσε το κράτος συμπαθούντες τους τη δεκαετία του 1970. Όποιος αντιτίθεται δημοσίως στον γερμανικό raison d’état, δηλαδή στην άνευ όρων αλληλεγγύη προς το Ισραήλ, σήμερα κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Κι αυτό δεν αφορά μόνο σε δημοσιογράφους στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, ορισμένοι από τους οποίους έχουν απολυθεί για αυτό..  Σε αυτό το κλίμα, πρέπει οπωσδήποτε να περιμένουμε περαιτέρω επιθέσεις κατά της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου. Ήδη έχουν προχωρήσει σε αυστηροποιήσεις του νόμου, και ετοιμάζουν κι άλλα, περισσότερα. Για παράδειγμα, η κατηγορία της υποκίνησης μίσους, που προηγουμένως αφορούσε κυρίως την άρνηση του Ολοκαυτώματος, επεκτάθηκε και σε ότι άλλο θεωρεί γενοκτονία ή έγκλημα πολέμου η κυβέρνηση της Γερμανίας.  Λ.χ., η βουλή (Bundestag) έχει κατηγοριοποιήσει τον λιμό που κόστισε εκατομμύρια ζωές στη Ρωσία, το Καζακστάν και την Ουκρανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως «Χολοντομόρ», δηλαδή ως γενοκτονία κατά των Ουκρανών που διέταξε ο Στάλιν. Όποιος έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την αντιεπιστημονική άποψη, η οποία βασίζεται στην προπαγάνδα των Ουκρανών εθνικιστών, κινδυνεύει με ποινική δίωξη. Έχει ήδη ξεκινήσει τέτοια έρευνα εναντίον δημοσιογράφου μας, λόγω άρθρου του στο junge Welt, αλλά ευτυχώς απορρίφθηκε. Ομως, τα κατασταλτικά νομικά μέσα υπάρχουν και θα χρησιμοποιηθούν εναντίον των αντιπάλων του πολέμου και του ΝΑΤΟ όποτε χρειαστεί».

Η “8η Μάη” είναι αποφασισμένη να φτάσει μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο εάν χρειαστεί, παρά τα τεράστια κόστη της δικαστικής προσφυγής: όπως υπολογίζουν οι εργαζόμενοι,  τα κόστη θα ξεπεράσουν τις 100.000 ευρώ. Ποσό δυσβάστακτο για την εφημερίδα, που ήδη απευθύνεται στους αναγνώστες της και σε υπερασπιστές της Ελευθεροτυπίας για να συγκεντρώσει τα χρήματα..

Στο βίντεο που ακολουθεί, γερμανικά, η τελευταία έκθεση των μυστικών υπηρεσιών, με την παραδοχή της συνεχιζόμενης παρακολούθησης της jW. Αξιοσημείωτος -μεταξύ άλλων- είναι ο ισχυρισμός ότι οι λέξεις «απαρτχάιντ» και «κατοχή» («Besatzung»), όταν αναφέρονται για τη γενοκτονία στη Γάζα, αποτελούν θέσεις της Χαμάς, και χρησιμοποιούνται για να  εξισώσουν “την πολιτική του Ισραήλ με τα ναζιστικά
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας”… (μια αγγλική περίληψη μπορείτε να βρείτε εδώ και το πλήρες κείμενο στα γερμανικά εδώ):