Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της Emnid για λογαριασμό της κυριακάτικης «Bild», ο Πέερ Στάινμπρουκ άργησε αλλά καρπώθηκε τελικά τα οφέλη της καλής του εμφάνισης στο ντιμπέιτ των «μονομάχων»: εάν η εκλογή καγκελαρίου γινόταν απευθείας, ο Στάινμπρουκ θα συγκέντρωνε το 35% των ψήφων, ανεβαίνοντας επτά ολόκληρες μονάδες σε σχέση με την περασμένη εβδομάδα. Η Ανγκελα Μέρκελ εξακολουθεί να προηγείται βέβαια άνετα, με 50% των προτιμήσεων, χάνοντας μία μονάδα σε σύγκριση με την προηγούμενη δημοσκόπηση.

Το ενδιαφέρον, όμως, είναι οι συσχετισμοί των δυνάμεων όπως αυτοί διαμορφώνονται μεταξύ των δύο παρατάξεων του κοινοβουλίου. Οι Χριστιανοδημοκράτες βρίσκονται στο 40% (μείον 1 μονάδα) και οι Φιλελεύθεροι ακροβατούν στο 5%, το οποίο είναι το όριο για την είσοδό τους στην Μπούντεσταγκ. Αντιθέτως, οι Σοσιαλδημοκράτες αυξάνουν το ποσοστό τους κατά δύο μονάδες και ανεβαίνουν στο 25%, όμως οι παραδοσιακοί τους σύμμαχοι, οι Πράσινοι, παραμένουν καθηλωμένοι στο 11%. Η Αριστερά βρίσκεται στο 9%.

Τα νέα αυτά δεδομένα σηματοδοτούν τη δυσκολία που θα έχει η Ανγκελα Μέρκελ να σχηματίσει την κυβέρνηση προτίμησής της, δηλαδή με τους Φιλελεύθερους, ενώ από την άλλη καθιστούν πολύ ελκυστική για το SPD τη συνεργασία με την Αριστερά (die Linke), καθώς τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης συγκεντρώνουν 45%, όσα δηλαδή και το CDU με το FDP.

F.T.: Η γερμανική κάλπη βγάζει… αστάθεια

Εχει γίνει η επικρατούσα άποψη σε όλες τις πολιτικές τάξεις της Ευρώπης: Μέχρι τις γερμανικές εκλογές στα τέλη Σεπτεμβρίου δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα σπουδαίο και μετά, μέσα σε μια στιγμή στις 12.01 π.μ. στις 23 Σεπτεμβρίου, ο κόσμος θα είναι εντελώς διαφορετικός.
 
Εγώ δεν τρέφω μεγάλες ελπίδες. Δεν περιμένω καμία κοσμογονική αλλαγή, κανένα άνοιγμα του δρόμου εξόδου από την κρίση που εξακολουθεί να μαστίζει την Ευρώπη: Περιμένω ότι η πραγματική κωλυσιεργία θα ξεκινήσει εκείνο ακριβώς το λεπτό. Αντί να κοιτάζουμε ποιες θα είναι οι επιδράσεις των γερμανικών εκλογών στην Ευρώπη, θα πρέπει να κοιτάζουμε τις επιδράσεις στην Γερμανία. Με βάση τις δημοσκοπήσεις, έστω και με μεγάλα περιθώρια στατιστικού λάθους, είναι δύσκολο να συλλάβω ένα σενάριο κατά το οποίο η Γερμανία θα καταλήξει με σταθερή κυβέρνηση για τέσσερα χρόνια. Υπάρχει μόνο ένα τέτοιο σενάριο που μπορώ να σκεφτώ, και αυτή την στιγμή δεν έχει πολλές πιθανότητες.
 
Ο λόγος είναι ένας συνδυασμός από τα περίπλοκα μαθηματικά των γερμανικών εκλογών και την ισορροπία της εξουσίας στην Bundesrat, την άνω βουλή όπου εκπροσωπούνται οι τοπικές κυβερνήσεις των κρατιδίων.
 
Σήμερα υπάρχουν πέντε κόμματα στην Bundestag, την Κάτω Βουλή. Στην κεντροδεξιά βρίσκονται οι Χριστιανοδημοκράτες CDU της καγκελαρίου Angela Merkel (που αποτελούν κοινή ομάδα με το «αδελφό» βαυαρικό κόμμα Christian Social Union) και οι Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί. Στην αριστερή πτέρυγα βρίσκονται οι Σοσιαλδημοκράτες SPD, οι Πράσινοι και το κόμμα της Αριστεράς. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μπορεί να ενταχθεί και μια έκτη παράταξη: Το Alternative für Deutschland, το μόνο κόμμα που θέλει έξοδο από το ευρώ.
 
Στις δημοσκοπήσεις ευνοείται μια ισχνή πλειοψηφία της σημερινής κεντροδεξιάς συμμαχίας CDU και FDP. Αλλά αυτά τα κόμματα δεν έχουν την πλειοψηφία στην Bundesrat (Ανω Βουλή) και, με δεδομένο τον εκλογικό κύκλο των γενικών εκλογών στην χώρα, δεν θα μπορούν να την έχουν για τα επόμενα τρία χρόνια.
 
Είναι δύσκολο να φανταστώ πώς θα μπορούσε να κυβερνήσει ο σημερινός συνασπισμός, ειδικά καθώς, σύμφωνα με όσα προβλέπω, το SPD θα παραμείνει στην αντιπολίτευση και δεν θα υποστηρίξει τις στρατηγικές της κας Merkel όσο τις υποστήριξε στην σημερινή κοινοβουλευτική σύνθεση. Τα στελέχη του SPD θα δυσκολευτούν να αποδεχτούν μια κεντρώα κατεύθυνση και θα μετακινηθούν προς τα αριστερά για να υιοθετήσουν πιο φιλολαϊκές θέσεις.
 
Η εναλλακτική λύση που προτιμούν πολλοί, είναι η τυπική ευρωπαϊκή διευθέτηση: Ενας ευρύς συνασπισμός των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, όπου σχεδόν όλοι συμμετέχουν εντέλει στην κυβέρνηση. Το CDU και το SPD θα απολαμβάνουν άνετη πλειοψηφία και στα δύο σώματα της γερμανικής βουλής.
 
Ο μεγάλος συνασπισμός θα επιτευχθεί μόνο αν το CDU και το FDP δεν καταφέρουν να εξασφαλίσουν πλειοψηφία. Αυτό θα σημαίνει ότι τα κόμματα της αριστεράς θα έχουν πλειοψηφία στην πεντακομματική βουλή. Είναι μια υποθετική πλειοψηφία, γιατί το SPD έχει αποκλείσει μια συμμαχία με το Αριστερό Κόμμα, για την ώρα. Όμως οι Σοσιαλδημοκράτες μπορούν να αλλάξουν τακτική. Οπότε η κα Merkel θα έχει έναν εταίρο που θα μπορούσε να αποχωρήσει οποιαδήποτε στιγμή για να συστήσει μια τρικομματική συνεργασία της αριστεράς ή μια δικομματική κυβέρνηση μειοψηφίας με τους Πράσινους, τους οποίους τακτικά στηρίζει το Αριστερό κόμμα.
 
Αυτή η τελευταία σύνθεση έχει δοκιμαστεί σε επίπεδο κρατιδίων και αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία για το SPD. Θα είναι δύσκολο για το κόμμα να αντισταθεί στον πειρασμό να λήξει την «βασιλεία» της κας Merkel κάπου μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
 
Σε κάθε περίπτωση βέβαια δεν πιστεύω ότι το SPD θα συνιστούσε αμέσως τρικομματικό συνασπισμό της αριστεράς. Θα ήταν ατιμία να το κάνει, μετά τις υποσχέσεις που έχει δώσει. Οπότε απομένουν τα δύο πιο πιθανά σενάρια είτε μιας ασταθούς κυβέρνησης της κεντροδεξιάς, που δεν θα έχει πλειοψηφία στην Ανω Βουλή, είτε ενός ασταθούς μεγάλου συνασπισμού, που θα κινδυνεύει να καταρρεύσει κάθε ώρα και στιγμή. Κανένα δεν μπορεί να συντηρηθεί σε πλήρη θητεία.
 
Τι σημαίνει αυτό για την υπόλοιπη Ευρώπη; Στο πρώτο σενάριο, η γερμανική κυβέρνηση θα έχει ακόμη λιγότερα περιθώρια κινήσεων στην κρίση της ευρωζώνης. Ενας ευρύς συνασπισμός ίσως ακούγεται πιο φιλο-ευρωπαϊκός, αλλά πρέπει να προσέχουμε τι ζητάμε στις προσευχές μας. Η πολιτική κωλυσιεργία μπορεί να επιστρέψει γρήγορα καθώς θα επικρέμεται η απειλή νέων εκλογών πάνω από έναν τέτοιο συνασπισμό. Σύντομα ίσως ακούμε πάλι ότι πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις επόμενες γερμανικές εκλογές.
 
Το μόνο σενάριο στο οποίο μπορώ να διαβλέψω μια κάποια σταθερότητα, είναι εκείνο όπου τόσο το AfD όσο και το FDP κερδίζουν πάνω από 5% των ψήφων και άρα εισέρχονται στο κοινοβούλιο. Τότε στην Bundestag θα υπάρχουν έξι κόμματα και ούτε το CDU με το FDP, ούτε το SPD, με Πράσινους και Αριστερά θα έχουν απόλυτη πλειοψηφία. Σε αυτή την περίπτωση, η μόνη λύση θα είναι ο ευρύς κυβερνητικός συνασπισμός –και θα είναι σταθερός. Κανένας εταίρος δεν θα έχει κίνητρο να φύγει. Θα είναι παρόμοιος με την μεγάλο συνασπισμό της πρώτης θητείας της κας Merkel το 2005-09. Το πρόβλημα αυτό είναι μακροπρόθεσμο. Το AfD ίσως καταστεί πιο δυνατός παρονομαστής, ωθώντας το CDU σε μια πιο ευρωσκεπτικιστική στάση.
 
Η απόλυτη ειρωνεία είναι ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την συνέχιση της σημερινής στρατηγικής της κας Merkel –ότι κι αν θεωρείτε γι' αυτήν- είναι η εκλογή ενός αντι-ευρωπαϊκού κόμματος. Αν το AfD δεν εξασφαλίσει το 5% -το οποίο περιμένουν οι περισσότεροι παρατηρητές, περιλαμβανομένου εμού- τότε δύσκολα μπορώ να διαβλέψω αποτέλεσμα που θα φέρει σταθερότητα στην γερμανική πολιτική. Τα τέσσερα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ πιο διαφορετικά από τα προηγούμενα.