του Κωνσταντίνου Πουλή

Δεν θα σχολιάσω την ομιλία του πρωθυπουργού για τα αποτελέσματα του Eurogroup, διότι αποφεύγω να γράφω σε οργίλο ύφος. Θα πω μόνο ότι διαθέτει πια όλα τα χαρακτηριστικά της κατεστημένης πολιτικής αγυρτείας, και κυρίως το απαραίτητο θράσος διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.

Με ενδιαφέρει, σε όσα έχει επιλέξει να επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ για την υπεράσπισή του, ένα επιχείρημα, το οποίο θεωρώ κομβικό ως προς την αποτίμηση αυτών που συμβαίνουν αυτή την περίοδο. Αντιγράφω από την ομιλία του πρωθυπουργού:

Ποια είναι η λαθροχειρία η οποία (sic) διαπράττετε διαρκώς στον πολιτικό σας λόγο, στην ρητορική σας; Με έναν μαγικό τρόπο ξεχνάτε το γεγονός ότι στον τόπο έγιναν εκλογές τον Σεπτέμβρη μετά τη συμφωνία. Και έρχεστε διαρκώς να συγκρίνετε τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ζήτησε εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές τον προηγούμενο Γενάρη.
[…]

Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τιμήσαμε την πρώτη εντολή, που ήταν εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης, μέχρις εκεί που δεν έπαιρνε. Και αμέσως μόλις καταλήξαμε σε συμφωνία, είχαμε την εντιμότητα, την ειλικρίνεια, τη δημοκρατική ευθιξία να πούμε στον ελληνικό λαό: «Αυτό καταφέραμε. Ματώσαμε και αυτό καταφέραμε. Έλα να μας κρίνεις».

Αυτή νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη λαθροχειρία όλων των εποχών, και όχι αυτή που διαπράττει ο Μητσοτάκης, υπενθυμίζοντας τις προεκλογικές υποσχέσεις των πρώτων εκλογών.

Θα εξηγήσω αμέσως γιατί. Κατ’ αρχάς αυτό που περιγράφει ο πρωθυπουργός ως έντιμη και ειλικρινή πράξη συνίσταται στο ότι πρώτα ελήφθη η κρίσιμη απόφαση της συνθηκολόγησης, προδίδοντας μαζί εκλογές και δημοψήφισμα, και μετά ζητήθηκε η γνώμη του ελληνικού λαού. Το επίδικο συνεπώς ήταν πια όχι τι πρέπει να γίνει, αλλά αν πιστεύουμε ότι πρέπει να συνεχίσει τη διεκπεραίωση ο Τσίπρας ή να αναλάβει πάλι ο Σαμαράς. Αυτό δεν είναι πολιτικό ερώτημα, είναι σιωπηρή αποδοχή των όρων των δανειστών, και μετά επιλογή διαχειριστή. Όταν οι πολίτες είχαν ερωτηθεί για το περιεχόμενο της πολιτικής, στο δημοψήφισμα, είχαν απαντήσει.

Το δεύτερο ζήτημα είναι πιο ουσιαστικό: ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι ο κόσμος τον ψήφισε γνωρίζοντας. Πράγματι, θα μπορούσε ο κόσμος να στραφεί μαζικά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή τη ΛΑΕ και δεν το έκανε, συμφωνώντας έτσι εμπράκτως με τη θέση ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν είναι για να καμαρώνεις, είναι η μεγαλύτερη ζημιά που θα μπορούσε να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά.

Αυτό που περιγράφει κατ’ ουσίαν συνίσταται στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε όχι μόνο να υπογράφει μνημόνιο και μετά μνημόνια, (λέγοντας τα γνωστά καλαμπούρια για «Συμφωνία που θα υλοποιηθεί χωρίς να καταδικάζει την κοινωνία στην ύφεση» και «αξιοποίηση της ευελιξίας που προσφέρει το πρόγραμμα», όπως ο Σαμαράς μιλούσε για το «άλλο μείγμα πολιτικής»), αλλά να πάρει τον λαό με το μέρος των μνημονίων. Να εκμηδενίσει κάθε αντίσταση. Αυτό, αντί να είναι το επιχείρημά τους, θα είναι το παντοτινό τους όνειδος. Μέχρι τώρα, η πολιτική που ακολουθούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις συναντούσε ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να κάνει κάτι που δεν θα κατάφερνε ποτέ η άλλη πλευρά: Ενσάρκωσε την αμφισβήτηση, την οδήγησε σε ένα απολύτως προβλέψιμο και προκαθορισμένο αδιέξοδο, και έκτοτε σέρνει τον χορό του διασυρμού κάθε αντίστασης λέγοντας «Προσπαθήσαμε και αποτύχαμε», άρα όλες οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες. Η αποτυχία όμως είναι δική τους, δεν είναι αποτυχία κάθε αντίστασης και κάθε αντίλογου. Λένε με απαράμιλλο θράσος πως ο κόσμος ήξερε τι ψήφιζε. Έχουν δίκιο. Παραλείπουν να αναφέρουν πως το γεγονός ότι κατάφεραν τον ελληνικό λαό να ψηφίσει μνημόνιο είναι το ιστορικών διαστάσεων χτύπημα που κατάφεραν εις βάρος της μάχης κατά των πολιτικών λιτότητας. Φτάσαμε στο «Δεν μπορείτε να αμφισβητήσετε την ειλικρίνεια των προθέσεών μας». Πραγματικά, νομίζετε ότι ενδιαφέρει κανέναν η πρόθεση του υπουργού, όταν θα υπογράψει απελευθέρωση των πλειστηριασμών;

Ρωτούν πολλές φορές οι συριζαίοι: μα το ίδιο είμαστε; Το ίδιο είναι να έχεις τον Τσακαλώτο ή τον Δρίτσα, το ίδιο να έχεις τον Δένδια και τον Σταϊκούρα; Δεν είναι. Να αντιστρέψω όμως το ερώτημα: τι σημασία έχει; Θα έλεγα πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο: από τη σκοπιά του κατεστημένου, είναι απείρως βολικότερο να έχεις έναν γλυκούλη κύριο να εφαρμόζει μνημόνια, παρά τον Σαμαρά. Η εμμονή τους λοιπόν στο πόσο διαφέρουν κάνει τα πράγματα χειρότερα, για τον ίδιο λόγο. Για τους υπουργούς έχει διαφορά αν είναι εκείνοι ή άλλοι που διαχειρίζονται την κατάσταση. Για μας όχι. Για μας σημασία έχει ο Δρίτσας μόνο στο βαθμό που συζητούμε για το λιμάνι του Πειραιά, ο Τσακαλώτος στο βαθμό που συζητούμε για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί στην προσωρινή (!) προστασία της πρώτης κατοικίας και την πώληση των δανείων σε κοράκια, μετά δεν μένει τίποτα να συζητήσουμε. Μόνο πόσο γρήγορη είναι η εξαχρείωση που προκαλεί η εξουσία. Το ότι κάθονται και παριστάνουν ότι κυβερνούν οφείλεται στο ότι η εξουσία είναι γλυκιά, υπό οποιουσδήποτε όρους. Όποιος έχει τσίπα, δεν γλείφει εκεί που έφτυνε. Δεν ταυτίζεται με όσους έκρινε, δεν επαναλαμβάνει τα επιχειρήματά τους.

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερο δώρο στους δανειστές από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο λόγος είναι απλός και εκείνοι τον ήξεραν από την αρχή. Ο κόσμος που αντιστεκόταν και διαδήλωνε ήταν πραγματικό εμπόδιο, το ίδιο και η άνοδος των αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων. Η επιλογή να πιεστεί να συνθηκολογήσει η ίδια η πλευρά που διαφωνούσε, αντί να συνεργάζονται οι πρόθυμοι, ήταν στρατηγική επιλογή των δανειστών, εξ ου και η απόσυρση της στήριξης προς τον Σαμαρά. Με αυτή την έννοια, το ίδιο το γεγονός για το οποίο ο πρωθυπουργός επαίρεται είναι ότι εκμηδένισε κάθε αντίσταση στην ασκούμενη πολιτική, εντός και εκτός βουλής. Τελευταία πράξη αυτής της αποπολιτικοποιημένης διαδικασίας είναι η αυτόματη λήψη πρόσθετων μέτρων που παρακάμπτει το κοινοβούλιο, με προεδρικό διάταγμα.

Ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στη βουλή επιδόθηκε στην αναίρεση της κριτικής που του ασκεί η Νέα Δημοκρατία, λέγοντας ότι:

«Δεν μπορεί να λέτε τις μονές μέρες ότι οδηγούμε τη χώρα εκτός ευρώ και να κατηγορείτε ακόμα και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις ζυγές μέρες ότι τα υπογράφουμε όλα και έχουμε γονατίσει στους δανειστές. Δεν μπορεί να λέτε τις μονές μέρες ότι είμαστε ταξικοί αποστάτες και τις ζυγές ιδεοληπτικοί Αριστεριστές».

Όντως, η επικοινωνιακή στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας είναι αφελής και αντιφατική. Η αλήθεια βρίσκεται στις ζυγές μέρες για το πρώτο δίλημμα και στις μονές για το δεύτερο, δηλαδή: τα υπογράφουν όλα και είναι ταξικοί αποστάτες.

Επιμένουν ότι το ζήτημα είναι πώς φτάσαμε ως εδώ. Πόσον καιρό διαρκεί αυτό το επιχείρημα; Ως πότε θα μπορούν να επικαλούνται ότι οι προηγούμενοι ήταν χειρότεροι; Αντί για απάντηση, κλείνω με μία τελευταία ιστορία βύθισης, σαν αυτή με την οποία ξεκίνησα:

Το έτος 1790 στο Καράκας, στη διάρκεια ενός σεισμού, ένα μέρος του γρανιτώδους εδάφους βυθίστηκε και σχηματίστηκε μια λίμνη διαμέτρου εφτακοσίων μέτρων και βάθους 24-30 μέτρων. Ήταν μέρος του δάσους του Αριπάο αυτό που βυθίστηκε και τα δέντρα παρέμειναν πράσινα κάτω από το νερό για αρκετούς μήνες.

Αρκετούς μήνες, αγαπητοί συριζαίοι, θα πει «όχι για πάντα». Όσο και να κρατήσει αυτό το παραμύθι με το «τι κακοί που ήταν οι προηγούμενοι», κάποια στιγμή αυτό το δέντρο θα σαπίσει.

Υ.Γ.: Για το ότι ο κόσμος των διαδηλώσεων είναι μπερδεμένος και αμήχανος ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβε την εξαπάτηση αυτή με χαμόγελα και κέφια, χωρίς καμία τσίπα, αλλά οπωσδήποτε και ο ίδιος ο κόσμος, που πόνταρε τις ελπίδες του σε όποιον του έλεγε ότι τα πράγματα γίνονται χωρίς ρίσκο. Ο pitsirikos με τα κείμενά του επέμενε να σπάει ένα ταμπού που είναι απαράβατο για όποιον θέλει να είναι αρεστός: έβριζε τον κόσμο που ψηφίζει, χάφτει και λέει ασυναρτησίες. Το βρισίδι στους πολιτικούς και τους τραπεζίτες είναι κοινός τόπος, δεν ωφελεί από ένα σημείο και μετά. Είναι χρήσιμο να υπάρχουν άνθρωποι που με ταλέντο και αιχμηρότητα θα υπενθυμίζουν ότι ο πολυαγαπημένος μας λαός δεν είναι αλάνθαστος.