Μιλώντας σε εκδήλωση για τις περιφερειακές εκλογές στη Λαμία, ο Κ. Μητσοτάκης ανέβασε τους τόνους και συνέχισε να πατά πάνω στο αφήγημα του κόμματος για «ένοχα μυστικά» που συνδέουν τον πρωθυπουργό με τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ. Τόνισε πως η κυβέρνηση συναλλάσσεται με βουλευτές, προκειμένου να μείνει στην εξουσία για λίγες ακόμα εβδομάδες.
«Είναι κυβέρνηση μειοψηφίας που δανείζεται βουλευτές κατά περίπτωση και για κάθε νομοσχέδιο, ψάχνει δανεικά και δεκανίκια να περάσει μερικές ακόμη εβδομάδες στην εξουσία. Άλλοι είναι βουλευτές που δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, άλλοι που κυρώνουν την συμφωνία των Πρεσπών και άλλοι βουλευτές που ψηφίζουν τα νομοσχέδια. Τα κυβερνητικά χαρτοφυλάκια γίνονται αντικείμενο συναλλαγής. Η συμπολίτευση έχει σηκώσει σημαία ευκαιρίας. Θα μπορούσε να γίνει και λόγος για βουλευτές σε τιμές ευκαιρίας. Ποτέ άλλοτε η ελληνική πολιτική δεν είχε πέσει τόσο χαμηλά».
Υποστήριξε πως ο Π. Καμμένος εκβιάζει τον πρωθυπουργό και αυτό αποτελεί απειλή για τη χώρα. «Ο αναντικατάστατος σύμμαχος κ. Καμμένος εκβιάζει δημόσια τον πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση επιχειρεί να κακοποιήσει τον κανονισμό της βουλής και να τον αλλάξει ώστε ο κ. Καμμένος να μη χάσει τα προνόμια του αρχηγού κόμματος».
Γιατί φοβούνται τόσο πολύ; πόσο αποτιμάται η σιωπή του κ. Καμμένου για τα ένοχα μυστικά που τον ενώνουν με τον πρωθυπουργό. Ο κ. Τσίπρας είναι ένας δημόσια εκβιαζόμενος πρωθυπουργός. Όλοι ξέρουν ότι ένας εκβιαστής δεν σταματά ποτέ ότι και αν πάρει. Όλοι ξέρουν ότι ένας εκβιαζόμενος πρωθυπουργός δεν μπορεί να υπηρετήσει το αξίωμά του και αποτελεί απειλή για τη χώρα».
Αναφερόμενος στη Συμφωνία των Πρεσπών, δήλωσε ότι «το θέμα αυτό δεν κλείνει» και επανέλαβε πως είναι ανοικτό το ενδεχόμενο να ασκήσει ως πρωθυπουργός βέτο για τις διαδικασίες ένταξης της Β. Μακεδονίας στην ΕΕ. «Θα αξιοποιήσω κάθε νομικό και διπλωματικό μέσο για να αμβλυνθούν οι αρνητικές συνέπειες των Πρεσπών. Και δεν απεμπολώ το δικαίωμα του βέτο σε κάθε κεφάλαιο που θα αφορά την ένταξη των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», ανέφερε χαρακτηριστικά και ισχυρίστηκε πως ο ίδιος δεν δίστασε δημόσια «να διαφωνήσει με ισχυρούς παράγοντες όπως με την καγκελάριο Μέρκελ, αφού αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον».