Η δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα σηματοδοτείται από την πρώτη μεγάλη μεταπολιτευτική ήττα της Δεξιάς από το ΠΑΣΟΚ (το παλιό το ορθόδοξο) που γέννησε και το παραπάνω σύνθημα όπως και το «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία». Στη Δύση, πάλι (στην οποίαν ανήκομεν), η δεκαετία του ’80 είναι γνωστή ως η περίοδος κατά την οποία γεννήθηκε και μεσουράνησε το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού με κυριότερους, φυσικά, εκπροσώπους του τη Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ. Αν κάτι ενώνει, όμως, αυτά τα δυο ιδεολογικά, ας τα πούμε, αντίθετα στρατόπεδα είναι η κοινή αισθητική των 80s, γνωστή και ως «εϊτίλα»: βάτες, μαλλί περμανάντ για τις γυναίκες, χαίτη για τους άντρες, ντισκομπάλες, λίκρα κολάν, φλούο χρώματα, Δυναστεία στην τηλεόραση, φλιπεράκια και ουφάδικα, τζιν τζιν τζιν (μπουφάν), βίντεο και Θάντερ-θάντερ-θάντερκατς. Αυτό που με μία λέξη θα ονομάζαμε κιτς.
Τι μας ενδιαφέρει, όμως, άραγε η κιτς αισθητική των 80s ή εν πάση περιπτώσει η αισθητική γενικότερα σε μια στιγμή που έχουμε μπροστά μας ένα σημαντικό πολιτικό διακύβευμα; O Βάλτερ Μπένγιαμιν, στο δοκίμιό του Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας (1936), παίρνοντας σαν παραδείγματα τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία της εποχής, υποστήριξε ότι ο φασισμός αλλά και ο καπιταλισμός αισθητικοποιούν την πολιτική, κάνοντας τον ανθρώπινο πόνο των μαζών εντός αυτών των συστημάτων όχι απλά υποφερτό αλλά και «όμορφο». Ειδικά τα νέα μέσα που μαζικοποιούν την αισθητική— όπως ο κινηματογράφος όταν έγραφε ο Μπένγιαμιν, το βίντεο και η τηλεόραση τη δεκαετία του ’80 αλλά και το Ίντερνετ σήμερα – και άρα έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν συλλογικές ταυτότητες και κοινή αίσθηση του ανήκειν, όπως π.χ. η μόδα, λειτουργούν εις βάρος της χειραφέτησης των μαζών και προς όφελος αυτού που θα ονομάζαμε δανειζόμενοι τον όρο του Αντόνιο Γκράμσι «ηγεμονική ιδεολογία».
Αν δεχτούμε, λοιπόν τη θέση του Μπένγιαμιν, για την αισθητικοποίηση της πολιτικής, η κιτς αισθητική της δεκαετίας του ’80 δεν είναι άσχετη από τα ιστορικά και πολιτικά διακυβεύματα της εποχής. Μια μεταβατική δεκαετία αναδίπλωσης για τη Δύση, το τέλος του σύντομου «καλοκαιριού της σοσιαλδημοκρατίας», περεστρόικα και γκλάσνοστ στη Σοβιετική Ένωση, φρένο στα κοινωνικά κινήματα των προηγούμενων δεκαετιών αλλά και στη σεξουαλική απελευθέρωση λόγω της επιδημίας τρόμου από τον HIV. Στην Ελλάδα ένα ΠΑΣΟΚ που με την ανάληψη της διακυβέρνησης και παρά την πραγματική εντύπωση που είχε μεγάλο μέρος του λαού ότι όντως έρχεται στην εξουσία και επανορθώνεται μια αδικία πολλών δεκαετιών τραύματος και διωγμών γλίστρησε γρήγορα μακριά από τον κάποτε ριζοσπαστικό λόγο του. Όλες αυτές οι ματαιώσεις ίσως έμοιαζαν πιο όμορφες σε φλούο χρώματα υπό τον ήχο του Michael Jackson ή, μάλλον, η κιτς και κάπως παράταιρη αισθητική του ’80 ήταν ταιριαστή με την παράταιρη εμπειρία των ανθρώπων ως πολιτικών υποκειμένων.
Όλη αυτή η εισαγωγή για να έρθουμε στο σήμερα και την εκτεταμένη συζήτηση που έχει ανοίξει για τις αισθητικές επιλογές της νέας κυβέρνησης. Ας σταθούμε σε κάποια σημεία που έχουν αναφερθεί τελευταία:
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη νικητήρια δήλωσή του το βράδυ των εκλογών, έξω από τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας όχι στο Ζάππειο ή το Σύνταγμα, δηλώνει: «Από αύριο ο ουρανός θα είναι πιο γαλανός, ο ήλιος πιο φωτεινός. Ξημερώνει μια νέα ημέρα για την πατρίδα μας». Το κόμμα. Και η Πατρίδα. Γαλάζια και τα δύο, άρρηκτα συνδεδεμένα και σε αισθητικό επίπεδο. Ό,τι είναι φωτεινό για το ένα, είναι και για το άλλο. Το γαλανό είναι συνώνυμο με την Ελλάδα, το γαλανό ενώνει σαν τον γαλάζιο ουρανό, τη γαλάζια θάλασσα, τις γαλάζιες φλέβες του κληρονομικού δικαιώματος. Και δεν μιλώ για το κληρονομικό δικαίωμα του Μητσοτάκη αυτή τη φορά. Μιλώ για το κληρονομικό δικαίωμα του κόμματος, τη βαθιά πεποίθηση των στελεχών και υποστηρικτών της μεγάλης γαλάζιας παράταξης ότι η εξουσία τους ανήκει και έμειναν μακριά της πολύ παραπάνω από όσο ήλπιζαν ή φαντάζονταν ποτέ. Η γαλάζια Πατρίδα που πήγε να αλλοιωθεί από τους «λαθρομετανάστες», όρο που υιοθέτησε ο πρώην πρόεδρος της γαλάζιας παράταξης και πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Ο ίδιος που έδωσε χαριστικά ιθαγένεια στον Γιάννη Αντετοκούνμπο να πάει να παίξει στο ΝΒΑ αλλά καταψήφισε, μαζί με την υπόλοιπη γαλάζια παράταξη, το άρθρο για την απόκτηση ιθαγένειας σε μετανάστες δεύτερης γενιάς. Μα ο Μητσοτάκης είναι φιλελεύθερος θα βιαστούν να πουν πολλοί. Φυσικά, και επειδή ακριβώς είναι φιλελεύθερος και στοχεύει στη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας χωρίς να κόπτεται για τους μετανάστες, μία από τις πρώτες κυβερνητικές πράξεις ήταν η κατάργηση εγκυκλίου που απλούστευε τη διαδικασία απόκτησης ΑΜΚΑ σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Μια κουστουμαρισμένη και, κυρίως, γραβατωμένη ανδροκρατούμενη νεοσυσταθείσα κυβέρνηση ορκίζεται ενώπιον της μισής ιεραρχίας της Εκκλησίας, της μίας και αδιαιρέτου από το Κράτος Θρησκείας μας. Της Εκκλησίας με τη χιλιετή παράδοση, που κράτησε και κρατήθηκε μέσα στην κρίση, που μπορεί οι εκπρόσωποί της να φορούν χρυσοποίκιλτα και το στόμα τους να στάζει φαρμάκι για τη διαφορετικότητα, αλλά διατηρούν το προνόμιο να θεωρούνται προστάτες των φτωχών και κήρυκες της αγάπης.
Τα γυναικόπαιδα παραταγμένα καμαρώνουν με συγκίνηση τους άντρες του σπιτιού να ορκίζονται υπουργοί. Την επόμενη μέρα όλες οι εκπομπές λάιφστάιλ συζητούν τις εμφανίσεις των κυριών σαν να ήταν το κόκκινο χαλί στη βραδιά των Όσκαρ. 51 τα μέλη τις κυβέρνησης, 5 οι γυναίκες, λιγότερο από 10%. Ζήτησε, λέει ο Μητσοτάκης, «από πολλές γυναίκες να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, αλλά είναι πολύ πιο διστακτικές από τους άνδρες». Έτσι είναι οι γυναίκες. Φοβισμένες, διστακτικές, δεν είναι άλλωστε γι’ αυτές τούτες οι δουλειές. Καλύτερα να τις προστατεύσουμε. Μπορούν να βοηθήσουν αλλιώς. Με το φιλανθρωπικό τους έργο. Με το να γεννήσουν Έλληνες και Ελληνίδες, να κάτσουν στο σπίτι να αναθρέψουν σωστούς Έλληνες και Ελληνίδες. Κάτι θα βρεθεί. Το παν είναι να σωθεί η Οικογένεια. Η Οικογένεια, ο άλλος πυλώνας που κράτησε την κοινωνία μέσα στην κρίση. Που πήγαν να την αλλοιώσουν με σύμφωνα συμβίωσης, νομικές αναγνωρίσεις ταυτοτήτων φύλου, αναδοχές από ομόφυλα ζευγάρια και άλλα τέτοια συναφή.
Πατρίς. Θρησκεία. Οικογένεια. Αυτή είναι, εν πολλοίς, η αισθητική της νέας κυβέρνησης. Και δεν μπορεί κανείς παρά να τη συγκρίνει με την αισθητική της Πρώτης Φοράς Αριστερά πριν από 4,5 χρόνια.
Ο Τσίπρας έκανε τη νικητήρια δήλωση στα Προπύλαια – μπροστά από το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία, την Εθνική Βιβλιοθήκη. Τον κλασικό τόπο προσυγκέντρωσης για τις πορείες που έχει ζήσει τουλάχιστον η δική μας η γενιά της δεκαετίας του ’80. Παιδεία, βιβλία, αγώνες, η αισθητική. Χρωματική παλέτα μιξ. Κόκκινο αλλά και μωβ, και ουράνιο τόξο, και πράσινο, και πού και πού καμιά γαλανόλευκη. «Θα σηκώσουμε τον ήλιο ψηλά πάνω από την Ελλάδα», χωρίς χρώμα ο ήλιος, φωτίζει πάντως κι αυτός, ανατέλλει, δύει βέβαια καμιά φορά και έρχεται το σκοτάδι. Την επόμενη μέρα πήγε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής να αποτίσει φόρο τιμής στους κομμουνιστές που εκτελέσθηκαν μέσα στην Κατοχή. Σαν να έλεγε, η Αριστερά έχει συνέχεια, εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα που έμεινε στη μέση. Χωρίς γραβάτες και χωρίς συνοδεία συγγενών κατέφθασαν οι υπουργοί για την ορκωμοσία τους στο Προεδρικό Μέγαρο, οι περισσότεροι ορκίστηκαν με πολιτικό όρκο. Είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας, θα έλεγε ο Τσίπρας λίγες μέρες μετά στην ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή.
Σε επίπεδο αισθητικής, ο ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν να κάνει πράγματι τομή με το παλιό στα πρώτα του βήματα. Για μισό λεπτό, όμως. Η μνήμη μπορεί να έχει κοντά ποδάρια, εμείς, όμως όχι. Ήταν απούσα η αισθητική της Πατρίδας-Θρησκείας-Οικογένειας από τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία 4,5 χρόνια; Δεν είναι οι ΑΝΕΛ γαλάζιοι καταγάλανοι; Δεν καταψήφισαν το νομοσχέδιο για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς και όλα τα νομοσχέδια για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ; Δεν προσπάθησαν να καρπωθούν οφέλη από τον ανένδοτο μακεδονικό αγώνα; Δεν έκανε ο Καμμένος τρισάγιο στα νερά της Σαλαμίνας εις μνήμην της ομώνυμης ναυμαχίας; Δεν μπλόκαραν την κατάργηση των Θρησκευτικών στα σχολεία; Τον αυτονόητο για ευρωπαϊκό κράτος του 21ου αιώνα διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους (εδώ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να σπάσει αυγά); Δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που επέλεξε να μοιραστεί την εξουσία με εκπροσώπους αυτής της αισθητικής;
Με άλλα λόγια, ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά διότι η αισθητική της νέας κυβέρνησης δεν είναι καινούρια, ούτε, άλλωστε, διεκδικεί έναν τέτοιο χαρακτηρισμό – «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι το μότο των τελευταίων ημερών. Σίγουρα είναι πιο παρούσα, πιο απενοχοποιημένη, πιο συνεπής αν το θέλετε, με την ιδεολογία της Δεξιάς. Και ενώ έχει σημασία, πολιτική σημασία, να στεκόμαστε καμιά φορά στη σημειολογία και τους συμβολισμούς αυτής της αισθητικής, είναι επίσης κρίσιμο να βλέπουμε τι θα φέρει στο διάβα της. Και πώς θα μπορέσουμε να το εμποδίσουμε.