Εάν επιδιώκουμε να υψώσουμε σταθερό ανάχωμα στον φασισμό, καλούμαστε πρώτα απ’ όλα να σκύψουμε αναστοχαστικά πάνω από το παρελθόν για να εντοπίσουμε τα σημεία εκείνα που επέτρεψαν την εξάπλωση της Χρυσής Αυγής σε βάθος δεκαετιών. Παρακάμπτοντας τα δημοκρατικά ρήγματα που προέκυψαν από τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, των πολιτικών ελίτ, του κατασταλτικού μηχανισμού και των ΜΜΕ, καθώς και τη διασάλευση των κοινωνικών συντεταγμένων εξαιτίας της μνημονιακής κρίσης, θα μπορούσαμε να επικεντρωθούμε στην επισήμανση ορισμένων τυφλών σημείων της κοινωνίας των πολιτών χωρίς να υπεισέλθουμε εδώ στην ανάλυση των γενεσιουργών τους αιτίων.
Ενώ η Ελλάδα διακρίνεται πάλι ως η μοναδική μεταπολεμικά ευρωπαϊκή χώρα που ρυθμίζει δικαστικά τις θεσμικές αποκλίσεις από το δημοκρατικό πολίτευμα, έχοντας καταδικάσει άλλοτε τον αυταρχισμό μιας δικτατορίας και τώρα τον φασισμό ενός πρώην κοινοβουλευτικού κόμματος, οι δικαστικές αυτές αποφάσεις δεν μπορούν να αποκρύψουν το παράδοξο ότι ένα μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας είχε αποδεχθεί παθητικά για χρόνια τόσο τον αλλοτινό αυταρχισμό όσο και τον τωρινό φασισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιστροφή στην κοινοβουλευτική κανονικότητα μετά την πτώση των αντίστοιχων πολιτικών σχημάτων χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, από μια διαδικασία επιβολής μιας οιονεί συλλογικής λήθης μέσω της μαζικής εμφάνισης όψιμων επώνυμων και ανώνυμων αντιχουντικών ή αντιφασιστών, καθώς και της ευρείας κοινωνικής καταδίκης του παρελθόντος. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανάμνηση και ο επετειακός εορτασμός της εκάστοτε λαϊκής αντίστασης διαρθρώθηκαν γύρω από ένα γεγονός – την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα αντίστοιχα – του οποίου η πραγματική και συμβολική βαρύτητα απέκρυπτε τις συλλογικές ενοχές και αποδυνάμωνε κάθε δημόσιο διάλογο για την προγενέστερη κοινωνική παθητικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, διογκώθηκε στο φαντασιακό των αντιστεκόμενων η δυναμικότητά τους, ως να αισθάνονταν την ανάγκη να ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα ομοϊδεατών και συνοδοιπόρων, σε ένα «κίνημα» που στην πραγματικότητα δεν είχε υπάρξει ποτέ ελλείψει μαζικότητας.
Εάν επιδιώκουμε να αναχαιτίσουμε σε μόνιμη βάση τον φασισμό, θα πρέπει, ωστόσο, να καταλάβουμε γιατί η δράση της Χρυσής Αυγής κατά τη δεκαετία του 1990, με δεκάδες επιθέσεις σε μετανάστες και με αποκορύφωμα τη δολοφονική επίθεση εναντίον των Δημήτρη Κουσουρή, Γιάννη Καραμπατσόλη και Ηλία Φωτιάδη το 1998, δεν προκάλεσε την άμεση συσπείρωση αντιφασιστικών δυνάμεων ικανών να διαμορφωθούν σε κίνημα. Πρέπει να εξηγήσουμε γιατί παρόμοια απουσία συλλογικής αντίδρασης παρατηρήθηκε και στις επόμενες δεκαετίες, όταν οι φασίστες κλιμάκωναν σταδιακά τις βίαιες δράσεις τους. Γιατί το πογκρόμ του 2004, που άφησε πίσω του εκατοντάδες τραυματίες, και το πογκρόμ του 2011, που στοίχισε τη ζωή στον Αλίμ Αμπντούλ Μάναν και προκάλεσε δεκάδες τραυματίες, καθώς και οι δολοφονικές επιθέσεις των φασιστών εναντίον μεταναστών τελέστηκαν σε κλίμα γενικής αδιαφορίας; Παρόλο που η είσοδος της Χρυσής Αυγής στο Δήμο Αθηναίων και ιδίως στη Βουλή πυροδότησε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις σε όλη την επικράτεια, η δολοφονική επίθεση εναντίον των Αιγύπτιων αλιεργατών, προκάλεσε μόνο τη συγκέντρωση λίγων εκατοντάδων διαδηλωτών στο Πέραμα. Η αντίδραση στη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν και στη δολοφονική επίθεση εναντίον μελών του ΠΑΜΕ περιορίστηκε σε δύο αντίστοιχες μαζικές διαδηλώσεις χωρίς εμφανή συνέχεια. Είναι προφανείς οι πολιτικά σεχταριστικοί και άδηλα πολιτισμικοί λόγοι που υποτείνουν την εκδήλωση συγκροτημένων αντιφασιστικών δράσεων και πρωτοβουλιών μόνο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Έστω. Πώς θα τους αντιπαλέψουμε; Τι όπλα θα προτάξουμε στους δικούς μας δαίμονες ώστε να πείσουμε τους γύρω μας ότι πρέπει να εναντιωθούν στο ρατσισμό και τη ξενοφοβία που, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποθάλπουν τον φασισμό;
Πώς θα εναντιωθούμε αποτελεσματικά στον φασισμό όταν, πέρα από έναν έντονο καταγγελτικό λόγο, δεν καταφέραμε να συσπειρωθούμε και να οργανωθούμε ώστε να απαιτήσουμε τη συστηματική τήρηση των δημοσιογραφικών κανόνων δεοντολογίας, αν όχι τη σύννομη λειτουργία των ΜΜΕ; Καμία πολιτική, καμία ιδεολογία δεν μπορεί να επεκταθεί αν δεν εδραιώσει τη νομιμοποίησή της εξασφαλίζοντας μια ικανή βάση κοινωνικής συναίνεσης, η οποία επιτυγχάνεται πρωτίστως μέσω της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Όσο απαραίτητες κι αν ήταν οι αντιφασιστικές δράσεις στο δρόμο, που όντως αναχαίτισαν την κατά τόπους εξάπλωση του φασισμού, όσο νικηφόρες και εμψυχωτικές κι αν ήταν αυτές οι μάχες, σε στρατηγικό επίπεδο ο πόλεμος διεξαγόταν αλλού. Απορροφηθήκαμε από την καταγγελία των ΜΜΕ και πολλών επιμέρους δημοσιογράφων με αποτέλεσμα να μην ασκήσουμε ποτέ ισχυρές πιέσεις στους ελεγκτικούς τους μηχανισμούς που τελούσαν εν υπνώσει. Δεν οργανώθηκε ποτέ μια διαδήλωση διαμαρτυρίας για την κανονικοποίηση του φασισμού στην οποία επιδίδονταν πολλά ΜΜΕ όλα αυτά τα χρόνια. Αγνοήσαμε τους κανόνες λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος και δεν οργανώσαμε ποτέ εκστρατείες μποϋκοτάζ των ΜΜΕ εκείνων που πρωτοστατούσαν στην ανάδειξη των φασιστών ως ανθρώπων της διπλανής πόρτας ενώ παράλληλα ελαχιστοποιούσαν τις φασιστικές δολοφονικές επιθέσεις.
Η απουσία σθεναρών αντιδράσεων ενάντια στις δημοσιογραφικές απόπειρες κανονικοποίησης του φασισμού μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης άφησε ελεύθερο το ενδιάμεσο πεδίο του εκφασισμού της κοινωνίας. Η επικινδυνότητά του θεωρήθηκε υπόρρητα, και ορισμένες φορές ρητά, ως υποδεέστερη της επικινδυνότητας των ταγμάτων εφόδου, παραγνωρίζοντας τη μακροπρόθεσμη βαρύτητά του στη λειτουργία του πολιτικού πεδίου. Προβαίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο σε μια άδηλη ιεράρχηση της επικινδυνότητας των διαφόρων εκφάνσεων του φασισμού, ουσιαστικά παραιτηθήκαμε από την αξίωση του παράλληλου αγώνα ενάντια στην υλική και την άυλη βία του. Μεταθέσαμε την αντιμετώπιση του δεύτερου σκέλους σε ένα απώτερο μέλλον, όταν το πρώτο θα είχε παταχθεί, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι εν τω μεταξύ ένα μέρος της κοινωνίας θα είχε ήδη εκφασισθεί.
Καλούμαστε εφεξής να δράσουμε έχοντας παρακαταθήκη μια μεγάλη αντιφασιστική νίκη. Από εμάς εξαρτάται το πώς θα τη μετατρέψουμε σε μόνιμη εξουδετέρωση του υπάρχοντος και πιθανόν περαιτέρω εκφασισμού του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου.