γράφει ο Μηνάς Κωνσταντίνου
Για αρχή και για να εξηγούμαστε. Οι μόνοι που δουλεύουν πέντε μήνες και όχι δώδεκα δεν είναι οι εργαζόμενοι, εκτός εάν πιάσουν κανένα λαχείο. Στην επιχείρηση του εν λόγω επιχειρηματία -και άλλων ομοίων του- εργάζεται πράγματι ένας εργαζόμενος για ένα διάστημα πέντε – έξι μηνών. Στη συνέχεια, η μεγάλη πλειοψηφία των «εποχιακών» εργαζόμενων βρίσκεται στη γύρα για αναζήτηση εργασίας, ενώ η επιχείρηση μένει κλειστή περιμένοντας την επόμενη σεζόν. Άλλωστε, ποιος δεν έχει ακούσει επιχειρηματία του τουρισμού να διαμαρτύρεται για τη βαριά φορολογία, για τους ελέγχους, ακόμα και απέναντι σε αιτήματα εργαζομένων με επιχειρήματα όπως «εμείς τώρα προσπαθούμε να δουλέψουμε, μη μου κόψεις πρόστιμο/ σε παρακαλώ, άσε με να δουλέψω, που να βρω λεφτά για όλα τα ένσημα/ δε βλέπεις τι γίνεται, τώρα άνοιξε η δουλειά, αν κόβω όλες τις αποδείξεις όλα τι θα μου μείνει».
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της κατάστασης για την οποία μιλάμε -αν και για την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων αυτό είναι ήδη βιωμένο- αρκεί μία ματιά στα στοιχεία για τους εργαζόμενους του 2017 στον τουρισμό, για την οποία υπάρχει συνολική εικόνα. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία του ΣΕΤΕ, του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (SETE Intelligence), οι εργαζόμενοι στον Τουρισμό το 2017 άγγιξαν τους 400.000 ανθρώπους. Αριθμός που από το 2008 και έπειτα αυξάνει σταθερά, και ειδικά μετά το 2014, περιγράφοντας έναν κλάδο που ουδώλως επλήγη από την κρίση, συγκριτικά βέβαια με όλους τους υπόλοιπους. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι αναφορές «παραγωγικών φορέων» της χώρας στην άνοιξη που επέφεραν οι «διαρθωτικές αλλαγές» των μνημονίων στην αγορά εργασίας όλα αυτά τα χρόνια.
Για το 2017, κατά τα αποτελέσματα της ελεγκτικής δράσης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και του ΕΦΚΑ, επισιτισμός, χονδρικό και λιανικό εμπόριο αποτελούν τα βαριά χαρτιά της ανασφάλιστης εργασίας στη χώρα μας. Στους τομείς αυτούς, σύμφωνα με τα στοιχεία, εντοπίστηκαν τότε σχεδόν 5.500 επιχειρήσεις έναντι 36.683 που ελέγχθηκαν. Με μια απλή αναγωγή και στην περίπτωση που το «δείγμα» των ελέγχων αντικατοπτρίζει πλήρως την εικόνα στην αγορά εργασίας του Τουρισμού, περίπου 60.000 εργαζόμενοι αποτελούν έρμαιο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Είναι όμως πραγματική αυτή η αντιστοίχιση;
Πριν από αρκετά χρόνια, προμνημονιακά, εργαζόμουν στον κλάδο του επισιτισμού, με τα καλοκαίρια μου να τα περνάω σε κάποιο από τα «βαριά χαρτιά» της τουριστικής βιομηχανίας, ως σερβιτόρος σε εστιατόριο, και μάλιστα ξενοδοχείου. Εκεί, εκτός των άλλων, έμαθα πως η ταχύτητα με την οποία ταξιδεύει η είδηση της έλευσης κλιμακίου των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών (ΙΚΑ, επιθεώρηση εργασίας, υγειονομικό κλπ) συγκρίνεται μόνο με αυτές που πιάνουν σωματίδια στον επιταχυντή του CERN στη Γενεύη.
Χάρη στις έντονες καταστάσεις μίας εργασιακής σεζόν σε νησί (οι έχοντες προσωπική εμπειρία καταλαβαίνουν τι εννοώ) αλλά και το καλό μνημονικό μου, τη μνήμη μου συντροφεύουν αρκετές ιστορίες… τουριστικής τρέλας κατά την περίοδο που σέρβιρα στις υπηρεσίες της βαριάς βιομηχανίας της χώρας. Από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου, μία επίσκεψη κλιμακίου του σώματος επιθεώρησης εργασίας στο νησί, για την οποία η εργοδοσία του ξενοδοχείου και κάθε άλλης επιχείρησης της περιοχής ήταν ενήμερες με το που κατέβηκαν από το καράβι. Έτσι, όταν εκείνη την ημέρα ξεκίνησα τη βάρδιά μου, ενημερώθηκα για τον «κίνδυνο» να έρθουν τις επόμενες ώρες για έλεγχο, όπως και το υπόλοιπο προσωπικό, καθώς και για το τι θα έπρεπε να κάνουμε.
Οι καμαριέρες έκαναν για τις επόμενες ώρες εργασίες «κλειστού χώρου» για παν ενδεχόμενο, ο βοηθός του μάγειρα είχε ενημερωθεί πως εάν ερωτηθεί από τους ελεγκτές, τα παιδιά στο μπαρ και την παραλία να σερβίρουν διακριτικά, και εγώ έτοιμος ανά πάσα στιγμή να βγάλω την ποδιά μου και να κάνω τον πελάτη σε κάποιο από τα τραπέζια -οι πελάτες θα έδειχναν κατανόηση. Ο δε βοηθός μάγειρα, που μαζί με τη λατζιέρισσα ήταν κλεισμένοι στην κουζίνα χωρίς δυνατότητα «διαφυγής» σε περίπτωση ελέγχου, είχε δασκαλευτεί να δηλώσει πως τον λένε «Γιώργο», όπως τα χαρτιά ενός προηγούμενου εργαζόμενου που είχε το ξενοδοχείο. Και ας τον έλεγαν Βασίλη…
Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα πριν από τα μνημόνια, και με βάση τα στοιχεία, τους ελέγχους αλλά και την εμπειρία, ουδόλως έχει αλλάξει έκτοτε. Αντιθέτως, σήμερα έχουν βρεθεί ακόμα πιο σύγχρονοι και εύκολοι τρόποι ενημέρωσης και απόκρυψης εργαζόμενων. Μπορεί η απειλή προστίμων και κυρώσεων σήμερα να είναι αυστηρότερη, όμως το κέρδος στην περίπτωση που το ρίσκο του εργοδότη «πιάσει τόπο» παραμένει δέλεαρ. Και για την πλειοψηφία των περιπτώσεων, συνήθως πιάνει. Πόσοι να είναι άραγε οι εργαζόμενοι στον Τουρισμό που μπορούν να υποστηρίξουν πως έχουν εργαστεί απολαμβάνοντας τα δικαιώματά τους στο σύνολό τους, ικανοποιητική αμοιβή για τις υπηρεσίες τους, πλήρη ασφάλιση, πληρωμένες υπερωρίες και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης; Τι ποσοστό θα έγραφε μία τέτοια έκθεση, εάν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσε να καταγράψει την πλήρη εικόνα που αντιμετωπίζουν ημεδαποί και αλλοδαποί εργαζόμενοι σε νησιά και τουριστικές περιοχές της χώρας;
Δεν είναι λοιπόν τα μάτια των εργαζόμενων αυτά για τα οποία ο επιχειρηματίας από την Κω, ο συνάδελφός του από την Κρήτη, ο άλλος από την Πάρο και όλοι μαζί σε συγχορδία ζητούν χαλάρωση των ήδη πλημμελών ελέγχων της αγοράς. Είναι το ωμό, κυνικό συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας των επιχειρηματιών του κλάδου που μπαίνει στο τιμόνι του οδοστρωτήρα τους, που ισοπεδώνει κάθε εργασιακό δικαίωμα όταν βρει χώρο. Και που η κάθε «χαλάρωση» των ελέγχων, τους παρέχει όλο και περισσότερα μέτρα για να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους, να κλέβουν παντοιοτρόπως το κράτος, και να παραχαράσσουν τον ανταγωνισμό με τους νόμιμους και ευσυνείδητους ανταγωνιστές τους.
Του ίδιου κλάδου που στην αρχή κάθε καλοκαιριού κάνουν παράπονα, και στο τέλος της σεζόν, το φθινόπωρο, όλοι μαζί πανηγυρίζουν για το νέο ρεκόρ στον Τουρισμό. Γι’ αυτό και εάν μια συζήτηση πρέπει να υπάρχει γύρω από τους ελέγχους του κράτους στην αγορά εργασίας δεν είναι κανένας «σεβασμός στη συμφωνία με τον εργαζόμενο», αλλά η αυστηροποίηση του πλαισίου, η ένταση των ελέγχων και η αύξηση των δυνατοτήτων του να προστατέψει τους εργαζόμενους από την έξαλλη εργοδοτική αυθαιρεσία.
Η ρήση του Κ. Μητσοτάκη στο βίντεο από την Κω, κατά την οποία δεσμεύεται «να σαρώσουμε ως οδοστρωτήρες τα εμπόδια που κρατούν δέσμια την επιχειρηματικότητα», μπορεί, και πάλι -όπως υποστηρίζει το γραφείο Τύπου της Νέας Δημοκρατίας- να μην αποτελεί συναίνεση στο «αίτημα» των επιχειρηματιών, αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν μοιάζει με τη στάση ενός πρωθυπουργού που προτίθεται να εφαρμόσει τη νομιμότητα απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές. Είτε μιλάει για την «επταήμερη εργασία», είτε για την «επταήμερη λειτουργία» μίας επιχείρησης, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη για την ανατροπή της ανομίας που ανθίζει στον κλάδο.
Αντί επιλόγου, θα μοιραστώ ένα σημείο του απολαυστικού διαλόγου μάγειρα και βοηθού που έλαβε τότε χώρα επάνω από τα αναμμένα μάτια της κουζίνας και σε θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου από τους ανεμιστήρες των ψυγείων, όσο όλοι μας περιμέναμε εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου τους ελεγκτές, για να παίξουμε ο καθένας τον ρόλο του σε αυτό το θέατρο του παραλόγου:
– Ρε ‘συ, πως είπαμε πως με λένε, ρώτησε αγχωμένος ο βοηθός τον μάγειρα, την ώρα που καθάριζε μερικές πατάτες.
– Καλά ρε μαλάκα, μια τηγανιά πατάτες σε έβαλα να καθαρίσεις και ξέχασες το όνομά σου; του αποκρίθηκε ο μάγειρας, από τους μπαρουτοκαπνισμένους της βαριάς βιομηχανίας της χώρας.
Αφιερωμένο, λοιπόν, αυτό το κείμενο, σε κάθε εργαζόμενο και εργαζόμενη που σήμερα καθαρίζει τις πατάτες του, υπακούοντας στις «γραφές» του εργοδότη του, «βάζοντας πλάτη» την ώρα που «περιμένουν τόσοι εκεί έξω». Για αρχή, ας μην ξεχάσουμε τα ονόματά μας. Στη συνέχεια, ας θυμηθούμε και την τάξη μας…