Κεφάλαιο πρώτο: Μνημόνια

Την περίοδο της διαμάχης γύρω από τα μνημόνια και τη λιτότητα, το ακραίο κέντρο θεωρούσε πως εκπροσωπεί τη φωνή της οικονομικής επιστήμης απέναντι σε έναν αχαλίνωτο λαϊκισμό.

Αποδείχτηκε ότι αυτά που ισχυριζόταν τότε ο αχαλίνωτος λαϊκισμός, δηλαδή ότι τα χρήματα που δανειζόμασταν ήταν τρόπος για να πληρώνονται οι γερμανικές τράπεζες και όχι οι συντάξεις, και ότι η λιτότητα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει κατά κανέναν τρόπο θεραπεία της κρίσης χρέους, αληθεύουν. Έκτοτε τα έχουν επαναλάβει με διαφορετικούς τρόπους αρκετοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι, αφότου εγκατέλειψαν το πόστο τους.

Παρόλα αυτά, το ακραίο κέντρο φώναζε τότε, είτε απέναντι στους αγανακτισμένους είτε απέναντι στους ψηφοφόρους του “όχι” στο δημοψήφισμα, ότι αμερόληπτοι τεχνοκράτες απειλούνταν με κρεμάλες και λιντσάρισμα, επειδή έλεγαν αυτό που μαρτυρούσαν τα αριθμητικά στοιχεία της οικονομίας.

Το κίνημα των Αγανακτισμένων στην πραγματικότητα ήταν ένα μαζικό ειρηνικό κίνημα που επέφερε θεσμικές πολιτικές αλλαγές. (Αυτό δεν πήγε πολύ καλά, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία). Η ελληνική κοινωνία δεν αντέδρασε βίαια. Η πιο βίαιη έκφραση της εποχής ήταν η ανοχή στα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, για τα οποία όμως ήταν και πάλι το ακραίο κέντρο που κράτησε ντροπιαστικά ανεκτική στάση.

Κρατώ από αυτή τη διαμάχη το γεγονός ότι μπροστά σε ένα δίλημμα με ουσιαστικά οικονομικά στοιχεία και επιχειρήματα, το ακραίο κέντρο επέλεγε να σκιαμαχεί ενάντια στα συνθήματα για κρεμάλες και να ουρλιάζει ότι διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη της χώρας.

Με λίγα λόγια, επέλεξε έναν βολικό αντίπαλο για να προσποιηθεί ότι αντιμετωπίζει μία ακραία και ανορθολογική φωνή και να καταφέρνει έτσι να προσπερνά στον δημόσιο διάλογο εντελώς εύλογα επιχειρήματα τα οποία στη συνέχεια δικαιώθηκαν.

Κεφάλαιο δεύτερο: Πανδημία

Αυτή τη στιγμή έχουμε ξεπεράσει σε αριθμό θανάτων ανά εκατομμύριο του πληθυσμού και την Ιταλία και το Βέλγιο. Χιλιάδες ζωές έχουν χαθεί άδικα, με ευθύνη της κυβέρνησης. Το να πει κανείς ότι η Ελλάδα έχει επιτύχει στη διαχείριση της πανδημίας είναι κραυγαλέο σύμπτωμα δημοσιογραφικού εκμαυλισμού.

Εις ό,τι αφορά το πώς και γιατί χάθηκαν ανθρώπινες ζωές που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί, έχουμε πια ερευνητικά δεδομένα στα χέρια μας για να το συζητήσουμε.

Ξέρουμε ότι παίζει ρόλο η πρόσβαση σε μονάδες εντατικής θεραπείας, καθώς επίσης και το αν κάνεις έτυχε να αρρωστήσει στην Αθήνα ή την επαρχία.

Ο επίσημος λόγος, που ξεκινά από τη χρήση της λέξης “ψεκασμένοι” από τον πρωθυπουργό και φτάνει μέχρι τους πειθήνιους προπαγανδιστές των καναλιών, πασχίζει εδώ και πάρα πολύ καιρό να μας πείσει ότι το πρόβλημά μας είναι οι συνωμοσιολόγοι.

Δόθηκε βήμα με τεράστια απήχηση σε κεντρικά δελτία ειδήσεων, σε ανθρώπους που υποστηρίζουν εντελώς ανυπόστατες ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, για να διασπείρουν σύγχυση και φόβο.

Και πάλι εδώ ο συστημικός λόγος αντί να επιτρέψει μία συζήτηση που αφορούσε ουσιώδεις παραλείψεις κατά τη διαχείριση της πανδημίας, όπως είναι η ενίσχυση του ΕΣΥ, προτιμούσε να κατασκευάζει έναν εχθρό από το τίποτα, όπως έκανε με τους αρνητές της μάσκας, και να τσακώνεται μετά με πάρα πολύ πάθος με τον εχθρό που είχε δημιουργήσει.

Διαβάζω στο ειρωνικό Λεξικό των κοινών τόπων του Μπαλζάκ τη φράση «Να συγχρωτιζεστε μόνο με εμβολιασμένσ άτομα» και φαντάζομαι τον Δήμο Αθηναίων να ζωγραφίζει το απόφθεγμα στην Πανεπιστημίου.

Η ελληνική κοινωνία συνεργάστηκε ευλαβικά με την κυβέρνηση, τηρώντας ακόμη και εντελώς παράλογα μέτρα, όπως ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας σε εξωτερικούς χώρους. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι η κυβέρνηση δυσκολεύτηκε να διαχειριστεί την πανδημία εξαιτίας των αντιστάσεων του κοινωνικού σώματος στα μέτρα.

Η κυβέρνηση δηλαδή κατασκεύασε έναν εχθρό και μετά τσακωνόταν μαζί του προκειμένου να μη συζητήσει τι θα έπρεπε όντως να γίνει.

Και στις δύο περιπτώσεις ο τσακωμός με αυτόν τον κατασκευασμένο εχθρό βρίσκεται στα όρια της δημοκρατικής εκτροπής.

Η απόλαυση της αποστέρησης των δικαιωμάτων των ανεμβολίαστων γινόταν η μεγάλη παντιέρα υπό την οποία έπρεπε να συνταχθεί ο κόσμος του ορθού λόγου και της επιστήμης. Αυτή η αντιπαράθεση δεν εξυπηρετούσε τίποτε από υγειονομική άποψη, διότι γενικά οι προσβολές στους ανεμβολίαστους δεν θεωρούνται πρόσφορος τρόπος για να τους μεταπείσει κάνεις.

Κεφάλαιο τρίτο: Πόλεμος στην Ουκρανία

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει παραλείψει ποτέ να δώσει επαρκείς διαβεβαιώσεις νατοϊκής πίστης. Ως κυβερνώσα Αριστερά έχει αποφασίσει ότι δεν μπορεί ούτε ρητορικά να κρατήσει αποστάσεις από την νατοϊκή πολιτική.

Δεν υπάρχει κόμμα της αριστεράς στη Βουλή το οποίο να υποστηρίζει τον Πούτιν.

Το ΜεΡΑ25 έχει τηρήσει μία στάση καταδίκης του Πούτιν η οποία δεν αποσιωπά τις ευθύνες του ΝΑΤΟ και το ίδιο έχει κάνει και το ΚΚΕ, παρά τον σταθερά κυρίαρχο αντιαμερικανικό προσανατολισμό του.

Φτάσαμε στο σημείο να γίνεται μείζον ζήτημα μία συναυλία στην οποία όσες φορές και αν αναφερθεί ότι καταδικάζεται η εισβολή του Πούτιν, η κυβέρνηση παριστάνει ότι δεν ακούει.

Φιλελεύθεροι διανοούμενοι γράφουν “είμαστε ακραίοι” και ο Πρετεντέρης γράφει για “δωσικωλους”, υποχωρητικούς στρατιωτικούς. Όσο για τον Γρηγόρη Ψαριανό, το γεγονός ότι ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως Στέφανο Χίο με προνόμια μετακλητού, είναι απλώς ζήτημα ελλιπούς αυτογνωσίας. Δεν είναι όμως μία προσωπική του αδυναμία. Όλο το ακραίο κέντρο φαντάζεται τον εαυτό του σαν κάτι πολύ λογικότερο, ηπιότερο και ευγενέστερο από αυτό που όντως είναι.

Και πάλι έχει κατασκευαστεί ένας εσωτερικός εχθρός, που είναι ο υποστηρικτής του Πούτιν: ανορθολογιστής, λαϊκιστής ρωσόφιλος, ενάντια στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.

Αυτό δεν αντιστοιχεί σε καμία πραγματική κοινωνική δύναμη και καμιά ανάλυση.

Είναι για μία ακόμη φορά ένας κατασκευασμένος εχθρός που επιτρέπει στην κυβέρνηση να μην εμπλέκεται σε καμία συζήτηση με πραγματικά επιχειρήματα.

Όλοι αυτοί οι κεντρώοι, φιλελεύθεροι διανοούμενοι που μας κατηγορούν ότι είμαστε των άκρων, πιστεύουν αυτή τη στιγμή ότι θα πρέπει μια ανυποχώρητη Ουκρανία να παρασύρει τον πλανήτη σε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και εμείς θα πρέπει να επιδιώξουμε τη στρατιωτική ενίσχυση της έντασης και όχι την αποκλιμάκωση.

Ακόμη και στο ThePressProject, όσες φορές και αν ακουστεί η καταδίκη της εισβολής του Πούτιν, θα υπάρχει ένας δυσώδης μηχανισμός που θα κραυγάζει ότι αυτή η καταδίκη δεν είναι αρκετή.

Καταδίκη που “δεν είναι αρκετή” δεν συνιστά επιχείρημα. Συνιστά συναισθηματική χειραγώγηση. Διότι δεν καλούμαστε εδώ να ζυγίσουμε το πόσο έντονη είναι η οργή και η αποδοκιμασία του καθενός.

Επιστρέφοντας στο πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο, το τέχνασμα εδώ είναι ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ενδιάμεσες θέσεις. Η κριτική στην οικονομική πολιτική των μνημονίων σήμαινε πρόσδεση στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ και διακινδύνευση της πορείας της χώρας. Κριτική στη διαχείριση της πανδημίας σημαίνει ότι αφήνεις χώρο στους “ψεκασμένους”. Κριτική στη στάση του ΝΑΤΟ σημαίνει ότι έχεις συνταχθεί με τον Πούτιν ή ακόμη καλύτερα ότι χρηματίζεσαι από τη ρωσική πρεσβεία.

Αυτό το έξαλλο κλίμα διαλόγου το καλλιεργεί βεβαίως πάρα πολύ ο ατακαδόρικος χρυσαυγιτισμός που προωθεί ο στρατός των κομματικών τρολ στα social media.

Εν ολίγοις το επιχείρημά μου είναι ότι όλα αυτά τα ζητήματα παραμένουν κατ’ ουσίαν αδιάφορα για την κυβέρνηση. Σιγά μην απέκτησε φιλοπροσφυγικές ανησυχίες όλος αυτός ο κόσμος που στην καλύτερη περίπτωση προσβάλλει και στη χειρότερη πνίγει τους πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα μας. (Υποθέτω όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η διαφορά στο χρώμα του δέρματος είναι εντελώς ασήμαντη. Ο ελληνικός ρατσισμός λειτούργησε μια χαρά τη δεκαετία του ’90 εναντίον των Αλβανών.)

Το ουσιαστικό νήμα που συνδέει αυτές τις τρεις περιπτώσεις είναι η επικοινωνιακή πολιτική της πόλωσης εναντίον ενός κατασκευασμένου αντιπάλου.

Δεν είμαστε εμείς έξαλλοι. Αν θέλετε τη γνώμη μου, ίσως είμαστε υπερβολικά ψύχραιμοι. Η κυβέρνηση είναι σε πόλεμο μαζί μας. Διαρκώς δυναμιτίζει κάθε συζήτηση τολμώντας παρόλα αυτά να μιλά συνεχώς για μετριοπάθεια. Είναι ο κλέφτης που φωνάζει “πιάστε τον κλέφτη”.

Ο catacanthus incarnatus, μας λέει ο Σινιόσογλου, είναι ένας τύπος αρθρόποδου, στο κέλυφος του οποίου διαγράφεται ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή, οι αλλόκοτοι σχηματισμοί στο καυκί συνιστούν αμυντικό μηχανισμό, λέει, προκειμένου το έντομο να απομακρύνει την προσοχή από το πραγματικό κεφάλι του.

Χρειάζεται λοιπόν να μάθουμε να βλέπουμε καλύτερα. Απαντούμε συνεχώς αμυνόμενοι απέναντι σε εξωφρενικές κατηγορίες. Επιχειρηματολογούμε συστηματικά για να πείσουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες, λέγοντας ορίστε, δεν έχω προβοσκίδα και κοιτάξτε πόσο λεπτή είναι η μέση μου.

Τίποτε από αυτά δεν έχει νόημα. Οι άνθρωποι της εξουσίας κάνουν είτε σκι είτε συμφωνίες για να μας στερήσουν το ψωμί που τρώμε και το πετρέλαιο που ζεσταίνει τα σπίτια μας. Απέναντι σε αυτή τη διαρκή επίθεση, όχι μόνο δεν είμαστε ακραίοι, είμαστε ανυπόφορα μαλθακοί. Μας κλέβουν και μας βρίζουν και όλη μας η μέριμνα είναι να τους πείσουμε ότι δεν είμαστε εμείς επιθετικοί.

Απαντάμε λες και είμαστε ο διαβόητος ληστής Θύμιος Ρέντζος, που είχε πει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Πολλά κάναμε στη ζωή μας και δικαίως μας τουφεκίζουν».

Ανησυχούμε μήπως μας πουν λαϊκιστές, την ώρα που δικοί μας άνθρωποι κλαίνε μπροστά σε συσσωρευμένα χρέη, την ώρα που συγκεντρώνονται στοιχεία που δείχνουν ότι χάθηκαν χιλιάδες ζωές με κυβερνητική ευθύνη.

Εκτιμώ ότι έρχονται τόσο δύσκολοι καιροί, που αυτή η αμυντική στρατηγική θα φαντάζει κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο εκτός τόπου και χρόνου. Δεν χρειάζεται να γίνουμε αγενείς, χυδαίοι, Ψαριανοί. Χρειάζεται όμως αλλαγή ρότας.