Ο άνθρωπος που έφυγε σήμερα από τη ζωή, ο Νίκος Αλέφαντος, υπήρξε από τις πιο εμβληματικές καλτ φυσιογνωμίες του Ελληνικού Ποδοσφαίρου. Η παρουσία του και η πορεία του σηματοδοτούν την εποχή -γέφυρα ανάμεσα στο λαϊκό σπορ που όλοι αγαπάμε και την μαφία των καρχαριών που το λυμαίνονται σήμερα, και που τον βρήκαν απέναντί τους.

Μια τέτοια φυσιογνωμία δε θα μπορούσε να ξεκινήσει από πουθενά αλλού, παρά από τον Αστέρα. Και την ποδοσφαιρική του καριέρα, που ξεκινά το 1949, αμέσως μετά τον εμφύλιο, και την μετέπειτα προπονητική, που ξεκινά μέσα στη χούντα, το 1969, τις ξεκίνησε από την ιστορική ομάδα της γειτονιάς των Εξαρχείων. Λάτρης και γνώστης του ποδοσφαίρου όσο ελάχιστοι, ποτέ οι γνώσεις του δεν αμφισβητήθηκαν. Εκείνο που αμφισβητήθηκε και για το οποίο πολεμήθηκε όσο λίγοι, ήταν ο εκρηκτικός του χαρακτήρας κι αυτή η επιμονή του, η υπέροχη λαϊκή επιμονή του, να λέει την αλήθεια, όπως την εννοούσε κι όπως την καταλάβαινε. Δεν προσκύνησε ούτε προέδρους ούτε φανέλες ο Νίκος Αλέφαντος. Προσκύνησε κι αγάπησε το ποδόσφαιρο, το λαϊκό του χαρακτήρα, την εικόνα που ήλπιζε να αποκτήσει το σπορ, αυτή που ονειρεύτηκε.«Ο Αλέφαντος για τον κόσμο είναι ο έντιμος, ο γίγαντας, αυτός που δεν τα έχει πάρει ποτέ και δεν αντέχει να φοράει κοστούμια και να κάνει δημόσιες σχέσεις», έλεγε, και είχε απόλυτο δίκιο. Το γεγονός δε ότι το απέδιδε στον όρκο που έδωσε στον πατέρα του, χτυπούσε ακόμη πιο βαθιά φλέβα στη λαϊκή ψυχή.

Μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα!

Μπορεί η θερμή του φύση να τον μετέτρεπε εύκολα σε στόχο, αλλά παρά τις προσπάθειες των «σοβαρών» κι όσων υπηρετούσαν συμφέροντα, ο Αλέφαντος παρέμεινε αγαπημένος των λαϊκών φαν του αληθινού ποδοσφαίρου. Ο χαρακτήρας του κι οι αδικίες που έχει υποστεί τραγουδήθηκαν, τιμή που δεν επιφύλαξε το λαϊκό τραγούδι σε κανέναν άλλο προπονητή.

Εκφράσεις του έχουν περάσει στην καθημερινή μας γλώσσα, κι ας μη το γνωρίζουμε – από το «μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα» μέχρι το «τα πάντα όλα», ή εκείνο το θεϊκό «τι πάει να πει ζώνη; ζώνη θέλουν τα πανταλόνια!».

Όσο για την υπόθεση της «κλοπής του αιώνα», από τον προπονητή Δούρο, σε εκείνο το ιστορικό ντέρμπι της Λεωφόρου, με ένα άδικο τελικό 2-2 που έδωσε το προβάδισμα στον Παναθηναϊκό, αυτή κι αν έχει μείνει στη μνήμη όλων, και όχι μόνο των αδικημένων γαύρων: ο Αλέφαντος ζητούσε τουλάχιστον να αναγνωριστεί το δίκηο του από το Δούρο, έστω και τηλεφωνικά, έφτασε να το ζητάει σε συνεντευξεις στην τηλεόραση, χωρίς ποτέ να δικαιωθεί. Δεν το ’χε και σε τίποτε να πιαστεί στα χέρια, αν θεωρούσε ότι τον αδικούν, αλλά ο Δούρος τη γλίτωσε μάλλον πολύ φτηνά τότε – για να παραδεχθεί αργότερα (και αργά) το λάθος του.

Τη θερμοκεφαλιά του την πλήρωνε πάντα ο Νίκος Αλέφαντος. Κουβαλούσε ολόλαμπρο εντός του το παιδί που μεγάλωσε στις αλάνες με περηφάνια, ακόμη κι όταν μας εξευρωπάισε το ΚΛΙΚ του Κωστόπουλου και ο Σημίτης. Και αυτή τη θερμοκεφαλιά αγάπησε σε εκείνον όλος ο λαϊκός κόσμος του ποδοσφαίρου: δεν είναι τυχαίο ότι τον «έβλεπαν» προπονητή του ΠΑΟΚ άνθρωποι ταγμένοι στο δικέφαλο του Βορρά, σαν τον θρυλικό Μανάβη της Θύρας4, αν και ήξεραν ότι είναι οπαδός του Ολυμπιακού. Εκείνο που αναγνώριζαν είναι πως ήταν ένας άνθρωπος έντιμος, καθαρός, παθιασμένος, λαϊκός ως το μεδούλι. Κι αυτό έφτανε. Υπήρξαν δε εποχές, που το είχαμε ανάγκη και που η στάση του γινόταν υπόδειγμα ζωής.