του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη
Μείζον στοιχείο που δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή στην κατά τα άλλα γνωστή αποφθεγματική ρήση –στο δεύτερο, βιβλικό τμήμα (βλ. Ιωάννης 8: 7) του τίτλου αυτού του κειμένου– είναι πως εδώ δεν ψέγεται η άσκηση κριτικής (και επ’ αυτού πλούσια σχετική βιβλιογραφία). Το ακριβώς αντίθετο: την επαύριο σφαλμάτων, η κριτική είναι όχι μόνο αναπόδραστη, είναι και καλοδεχούμενη και επιβεβλημένη. Το θέμα είναι τι επιδιώκουμε με αυτήν που, με η σειρά του, (α) απορρέει από το σε ποιαν/-ον την απευθύνουμε και (β) εκβάλλει στον τρόπο με τον οποίο την εκφέρουμε.
Ας προσπαθήσω να το αποδώσω με ένα παράδειγμα. Αν ασκούμε κριτική σε κάποιαν/-ον που για λόγους πολιτικούς, προσωπικούς, ή άλλους σεβόμαστε και εκτιμούμε, στόχος μας είναι να της/του υποδείξουμε ένα ατόπημα στη συμπεριφορά της/του με στόχο «παιδευτικό» (έστω και αν πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος του απωθητικού και τελικά αντιπαραγωγικού διδακτισμού –ένα ρίσκο που, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος αλλά και ως πολιτικός δρών, γνωρίζω ότι πρέπει πάντα να αναλαμβάνουμε). Είναι φανερό πως, στην περίπτωση αυτή, ο τόνος της εκφοράς μας θα είναι αντίστοιχος: θα εξηγεί υπομονετικά, θα αντικρούει –ακόμα πιο υπομονετικά– τις επιφυλάξεις του αποδέκτη της κριτικής, θα της/του δίνει χώρο να σκεφτεί, και δημιουργική ενέργεια για να αποδεχτεί το σφάλμα της/του, ώστε να μην το επαναλάβει (διότι αυτό υποτίθεται πως είναι ο στόχος μας). Στην κινηματική πολιτική το λέμε και «συντροφική κριτική».
Αν αντίθετα παρεκκλίνουμε σε ανοίκεια επιθετικότητα, όχι μόνο η φίλη/-ος που θεωρητικά εκτιμούμε εξωθείται rebus ipsis, από το βάρος των πραγμάτων, στο να μας θεωρήσει εχθρούς (με τον επιπλέον κίνδυνο να εθιστεί στην εσφαλμένη συμπεριφορά, έστω από αμυντική αντίδραση), αλλά αποκαλύπτεται και κάτι περί ημών των ασκούντων την κριτική: ότι, παρά τα αρχικώς μας λεγόμενα και διακηρυγμένα, τελικά όχι μόνο δεν εκτιμούμε την/τον αποδέκτη της κριτικής, αλλά και ότι στόχος της παρέμβασής μας δεν είναι η μη επανάληψη του σφάλματος, αλλά η συντριβή εκείνης/-ου που υπέπεσε στο περί ου ο λόγος σφάλμα, γαία πυρί μιχθήτω.
Δεν είναι το ίδιο όταν η κριτική μας ασκείται σε πιστοποιημένους εχθρούς: στους κυρίαρχους φαύλους της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής που δεν κάνουν βέβαια «λάθη», αλλά αδίστακτα και μεθοδικά υλοποιούν προς ίδιον όφελος το καταστρεπτικό τους έργο. Όμως τότε δε μιλάμε για κριτική, μιλάμε για πολεμική –που, μια και το κείμενο ξεκίνησε θεολογικά, ευλογημένη να ’ναι. Η πολεμική είναι όχι μόνο απαραίτητη, είναι και το νήμα που πρέπει να πιάσουμε και πάλι προκειμένου να ανασυγκροτήσουμε τις αντιστάσεις της χειμαζόμενης κοινωνίας. Ο λόγος τότε πρέπει να είναι αιχμηρός, σαν όπλο όπως θα έλεγε ο Μπρεχτ, διότι στόχος δεν είναι η μη επανάληψη ενός ατοπήματος, αλλά η αποκάλυψη της εμπρόθετης φαυλότητας όπως, λ.χ., της φαυλότητας που διέπει τις προεκλογικές «παροχές» της κυβέρνησης ή το σύνθημα της ούτω αποκαλούμενης «προοδευτικής διακυβέρνησης» των ημερών.
Οι αναγνώστες θα έχουν –κατά πάσα πιθανότητα– καταλάβει ότι με το αναλογικό μου αφήγημα αναφέρομαι στο πρόσφατο περιστατικό στο οποίο ενεπλάκη η Σοφία Σακοράφα. Είναι αλήθεια ότι το σφάλμα της δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί όσο ρητά θα έπρεπε (και είναι επίσης αλήθεια πως αυτό εξακολουθεί να δημιουργεί προβλήματα). Όμως οι πολύτιμες κινηματικές οργανώσεις μας πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσουν αν στελέχη όπως η Σοφία με τις ικανότητες, το ήθος και την άμεμπτη πολιτική της διαδρομή είναι τελικά φίλοι που εν προκειμένω έκαναν λάθος (οπότε δικαιούνται συντροφική κριτική), ή εχθροί (οπότε τους πρέπει πολεμική). Συναφή ισχύουν διασταλτικά και για πολιτικά εγχειρήματα όπως το ΜέΡΑ25 που, εκτός από τις εξαιρετικά πολύτιμες θεωρητικές του συνεισφορές –κυρίως με την επεξεργασία εύρωστων μεταβατικών αιτημάτων που είχα και σε πρόσφατο κείμενο επισημάνει– τόλμησε να μιλήσει με ονόματα και διευθύνσεις (αναλαμβάνοντας δυσανάλογο κόστος και ρίσκα που άλλοι είτε δεν μπόρεσαν είτε δεν τόλμησαν να αναλάβουν), να ασκήσει δηλαδή κρίσιμη και χρήσιμη πολεμική εκεί που πρέπει με όλη τη σημασία της λέξης. Θεωρείται λοιπόν το ΜέΡΑ25 χώρος δημιουργικός στον οποίο ενδεχομένως διακρίνονται κενά που με επιχειρήματα και διάλογο μπορούν να καλυφθούν (συντροφική κριτική), ή τελικά έχει αποφασιστεί πως πρόκειται για εχθρό (για να του ασκείται πολεμική);
Στη συγκυρία και τον χρόνο που διανύουμε, θεωρώ πως ενώ η πρώτη επιλογή είναι επιβεβλημένη και επιτακτική, η δεύτερη θα ήταν ολέθρια –και έχει νόημα να τονιστεί και πάλι εδώ πως αυτό –η πρώτη επιλογή– όχι μόνο δεν αποτρέπει την κριτική, την επιβάλλει –αλλά ως κριτική συντροφική. Κάτι τέτοιο απηχεί άλλωστε και την βαθύτερη σημασία της ρήσης του τίτλου: διότι επίσης γνωστό είναι και ότι ουδείς αναμάρτητος.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)