του Κωνσταντίνου Πουλή

Περισσότερον ήθελ’ ωφελήσειν το γένος σήμερον
 όστις καίει παρά όστις γράφει Γραμματικάς
Αδ. Κοραής, 1805

Ποιο θα ήταν ένα πιο πειστικό κατ’ εμέ επιχείρημα υπέρ της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο; Ούτε η μαθηματική δομή, ούτε η λογική των αρχαίων, ούτε η άδολη δόξα των προγόνων. (Την τελευταία προτάσσει δυστυχώς και ο Κακριδής) Τότε; Η απλή επιθυμία να μην κλωτσήσει ένας άνθρωπος που μιλάει σήμερα ελληνικά την ευκαιρία να ασκηθεί στις δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να διαβάσει τα αριστουργήματα της αρχαίας γραμματείας στο πρωτότυπο με πολύ λιγότερο κόπο από άλλους. Κάθε εκμάθηση γλώσσας απαιτεί δουλειά αποστήθισης, λεξιλογίου και γραμματικής, που είναι άχαρη και πληκτική, αλλά συνιστά ταυτοχρόνως το κλειδί του παραδείσου. Όπως μαθαίνει κανείς δυο λέξεις στα ισπανικά και τρέχει να πιάσει τον Θερβάντες για να διαβάσει με το λεξικό τις πρώτες αράδες του Δον Κιχώτη. 
 
 Πολλοί άνθρωποι σε όλον τον κόσμο (όλο και λιγότεροι από τη δεκαετία του ’70 και μετά) διανύουν μια τεράστια απόσταση για να μάθουν αυτή τη γλώσσα και να γευτούν τους καρπούς αυτής της γραμματείας. Εμείς πώς δυσπιστούμε απέναντι σε ένα (συγκριτικά) μικρό βήμα που χρειάζεται; Διότι, χωρίς να ακολουθήσουμε τις ανοησίες για το πώς τα αρχαία είναι εύκολα και οικεία και ήδη γνωστά, που είναι και αντιφατικές ως προς το ίδιο το αίτημα να διδάσκονται, το γεγονός παραμένει: Η εκμάθηση των αρχαίων είναι ευκολότερη για τους σημερινούς Έλληνες, όπως και η εκμάθηση των νέων ελληνικών είναι ευκολότερη για τους ξένους κλασικούς φιλολόγους. (Ελπίζω ότι μπορούμε να τα δεχτούμε αυτά χωρίς να χρειαστεί να τα συνοδεύσουμε με ολόκληρη την πολιτική αφήγηση της αδιάσπαστης συνέχειας). Συνεπώς, πώς αποφασίζει κανείς να γυρίσει την πλάτη του σε αυτό το θαύμα; Επειδή το ζητούν και οι εθνικιστές; 
 
Από τις αντιρρήσεις, διαλέγω αυτές που με προβληματίζουν περισσότερο. Διδασκαλία από μετάφραση: Το επιχείρημα που εξηγεί ότι οποιοδήποτε κείμενο μπορεί να διαβαστεί και από μετάφραση είναι παλαιότατο. Αυτό ισχύει γενικά. Θα μπορούσε να ισχύει για όλες τις λογοτεχνίες, και ακριβώς αυτό ισχυρίζεται προκλητικά ο Φοίβος Παναγωτίδης («Μίλα μου για γλώσσα», Π.Ε.Κ.) λέγοντας ότι «Τίποτε δεν αντικαθιστά μια καλή μετάφραση»! Αυτό σημαίνει άραγε ότι κανείς ποτέ δεν ευχαριστήθηκε μια ανάγνωση από το πρωτότυπο ή ότι, όταν προχωρήσει κανείς, η γλωσσομάθεια έχει νόημα, αλλά στα πρώτα βήματα είναι μια ανοησία; Ή ότι η γλωσσομάθεια είναι σπορ αυστηρά γλωσσολογικής απόλαυσης, όχι λογοτεχνικής;
 
 Διαβάζουμε από μετάφραση τη λογοτεχνία των γλωσσών που αγνοούμε, γιατί «Από το ολότελα, καλή και η Παναγιώταινα». Το ερώτημα είναι γιατί να στερηθούμε αυτοβούλως την απόλαυση της ανάγνωσης στο πρωτότυπο, σε μια περίπτωση που κατά τεκμήριο σημαντικότατα έργα γράφτηκαν σε μια γλώσσα που βρίσκεται συγκριτικά δίπλα μας. Αρχικά ψελλίζοντας, στη συνέχεια ίσως κατανοώντας περισσότερα. Όχι όσα κατανοεί ο ειδικός μελετητής, αλλά τόσα ώστε να αξίζει τον κόπο.
 
Το επόμενο αντεπιχείρημα είναι η μαρτυρία κάποιων καθηγητών που έχουν διδάξει αρχαία στην τάξη. Έχω την εντύπωση ότι οι κακές εμπειρίες τους δεν λύνουν οριστικά το ζήτημα. Το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η διδασκαλία των αρχαίων έχει αποτύχει δεν είμαι σίγουρος ότι είναι τόσο πειστικό. Το σχολείο αποτυγχάνει, πολύ συχνά. Δεν αφορά μόνο τα αρχαία αυτό. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η διδασκαλία των νέων ελληνικών περιλαμβάνει τους λιγοστούς τονικούς κανόνες του μονοτονικού συστήματος. Παρ’ όλ’ αυτά, το ποσοστό των χρηστών του μονοτονικού που εφαρμόζει τον κανόνα με βάση τον οποίο «τονίζονται οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών όταν στην ανάγνωση υπάρχει περίπτωση να θεωρηθούν εγκλιτικές» είναι εξαιρετικά χαμηλό, ίσως ακόμη και μεταξύ φιλολόγων. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι λαθροχειρία να ισχυρίζεται κανείς ότι το σχολείο αποτυγχάνει ειδικά στη διδασκαλία των αρχαίων.
 
Οι ανάγκες της πολεμικής όμως απαιτούν να ειπωθεί ότι τα αρχαία όχι μόνο δεν βοηθούν στη βελτίωση των νέων ελληνικών, αλλά ότι επιδεινώνουν την κατάσταση, γιατί ο μαθητής μπερδεύεται. Θεωρείται ότι πρόκειται για διαφορετικές μορφές της ίδιας γλώσσας, γι’ αυτό καλύτερα να προστατεύονται οι μαθητές (όπως οι Ισπανοί από τα Πορτογαλικά, οι Γερμανοί από τα Ολλανδικά;),  για να μην κάνουν λάθη φτιάχνοντας υβριδικούς τύπους.
 
Ο διαχωρισμός των αναγνωστών της αρχαίας λογοτεχνίας ανάμεσα σε αυτούς που την προσεγγίζουν μέσα από μεταφράσεις και εκείνους που την προσεγγίζουν από το πρωτότυπο είναι σαφής και ιεραρχικός. Οι πρώτοι αντιμετωπίζονται από τους φιλολόγους με συγκατάβαση. Μάλιστα, οφείλω να πω ότι μου προκαλεί μια μικρή ενόχληση η υπεροψία με την οποία όσοι αμφισβητούν τη σημασία της διδασκαλίας των αρχαίων δεν παύουν να επιδεικνύουν την αρχαιομάθειά τους διορθώνοντας τα λάθη διαφόρων ερασιτεχνών αρχαιομαθών. Θεωρούν ότι πετυχαίνουν χτύπημα νοκ άουτ, έτσι, εκθέτοντας τον εξυπνάκια που νομίζει ότι ξέρει αρχαία αλλά δεν ξέρει. Στην πραγματικότητα αποδεικνύουν το αντίθετο. Αντλούν από την παμπάλαιη παράδοση που θέλει τον γνώστη της αρχαίας να κυριαρχεί και να επαίρεται, ειρωνευόμενος τον δυστυχή αμόρφωτο, εξ ου και η χαιρεκακία με την οποία διορθώνουν την ερασιτεχνική αρχαιομάθεια των πληβείων. 
 
Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι δεν πρόκειται για ανταγωνισμό. Η ερασιτεχνική ενασχόληση μπορεί να είναι πηγή μεγάλης ευχαρίστησης (Ο ερασιτεχνισμός είναι από τα λίγα αντικείμενα για τα οποία μπορώ να μιλήσω με αξιώσεις ειδικού). Δεν γνωρίζω λαϊκό μουσικό που να μην αποθαρρύνει τον επίδοξο μαθητή της μουσικής. Αυτό όμως λέει περισσότερο για την τάση του σιναφιού να περιχαρακώνεται, και λιγότερα για τη μουσική.
 
Είναι δυνατόν να εξαιρέσει κανείς την πολιτική διάσταση; Σε όλη την Ευρώπη, η «γραμματικοποίηση» των γλωσσών, η κωδικοποίηση και διδασκαλία τους με βάση τη γραμματική και το λεξικό, σχετίζεται με ένα πρόγραμμα εθνικής διαπαιδαγώγησης, σε άμεση συνάφεια με την εμφάνιση εθνικών κρατών από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα. (Βλ. το κεφάλαιο Οι τύχες της αρχαίας ελληνικής, στο βιβλίο της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας του ΙΝΚ). Συνδέεται η διδασκαλία των αρχαίων με τον «εθνικό φρονηματισμό» που αναφέρει ο Κονδύλης; Βεβαίως. Συνδέεται αναγκαστικά; Νομίζω πως όχι. Να εξηγηθώ:
 
Αν κανείς διαφωνεί ως προς το διαπιστωτικό κομμάτι για τη σχέση γλώσσας και έθνους, αν πει ότι αυτό δεν έγινε ποτέ, θα έχει άδικο. Αν νομίζει ότι είναι εύκολο να παρακάμψει αυτό το περιβάλλον με την άδολη αγάπη του για τα αρχαία, απατάται. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον συζητούμε, είναι φανερό. Είναι φανερό από το ίδιο το γεγονός ότι είναι αδύνατο να πεις ότι είναι τρέλα ο Έλληνας μαθητής να σνομπάρει το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει κατά την εκμάθηση αρχαίων και να μην το αξιοποιήσει, χωρίς να σε ταυτίσουν με τον Πάνο Καμμένο που οργανώνει αποκριάτικη φιέστα αρχαιοελληνικής περηφάνιας στη Σαλαμίνα. Ας μου επιτραπεί όμως να επιμείνω. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατο να διατυπωθεί ένα επιχείρημα υπεράσπισης της διδασκαλίας από το πρωτότυπο σε άλλη βάση; Αυτό το θεωρώ λογικό άλμα.
 
Το συνδετικό νήμα που συνέχει την αρθρογραφία μου εσχάτως είναι η γκρίνια εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, και δεν θα ήθελα να βγω από τη σειρά μου. Επειδή η θέση των αρχαίων στην εκπαίδευση είναι ένα εξόχως πολιτικό θέμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ξέρει πως μπορεί να προσφέρει τροφή στο αριστερό κοινό στα ζητήματα που δεν άπτονται της οικονομικής του πολιτικής, που είναι πια κάπως δύσκολο να τη σερβίρει. Ή έμφαση αυτή είναι λοιπόν αναμενόμενη και εύλογη. Όμως η ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος δείχνει ότι διάφορες απόψεις είχαν πολύ συχνά την ιδιότητα να αλλάζουν στρατόπεδα. Αναφέρονται ως χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το ότι το ΚΚΕ μίλησε αρχικά στην καθαρεύουσα και ο Μεταξάς υπήρξε υπερασπιστής της δημοτικής. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, φαντάζομαι ότι η κοινοτοπία πως τα πάντα είναι πολιτική δεν θα πρέπει να μας εμποδίσει από το να σκεφτούμε και εκτός των ήδη διαμορφωμένων στρατοπέδων.