του Βάιου Λιαπή

Την πιο πυκνή περιγραφή της μουσικής του Θεοδωράκη που γνωρίζω, και την πιο εύστοχη επισήμανση των πηγών της, την οφείλουμε στην οξυδέρκεια του Μάνου Χατζιδάκι. Το παρακάτω σχόλιό του μεταδόθηκε από τη συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος το 1978:

«Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας ποταμός σπανίων μελωδιών που έχει βαθιές τις ρίζες του στον ελλαδικό χώρο κι όχι μόνο στην Κρήτη. Από την Κρήτη πήρε την επική μεγαλοστομία και λεβεντιά που σφραγίζει τους ρυθμούς του. Απ’ τα νησιά του Αιγαίου τη χάρη τους και τη λεπτεπίλεπτη δεξιοτεχνία του. Κι από τη βόρεια Ελλάδα τους βαθείς αναστεναγμούς της μουσικής του.»

Οι στιβαροί ρυθμοί της κρητικής μουσικής είναι παρόντες στο έργο του Θεοδωράκη, όχι μόνο με τον οφθαλμοφανή τρόπο που βλέπουμε, λόγου χάρη, στον πασίγνωστο «Κρητικό χορό» και στον «Συρτό χανιώτικο» από τον Ζορμπά του 1964, αλλά και με νύξεις υποδόριες πλην αναγνωρίσιμες — για παράδειγμα, στο φινάλε της Ελληνικής Αποκριάς (1953):

Από τη μουσική παράδοση του Αιγαίου, ο Θεοδωράκης άντλησε τα περισσότερα από τα τραγούδια του Αρχιπελάγους (1960) —τη «Μυρτιά», το «Φεύγω μακριά πατρίδα μου», το «Θ’ αφήσω τη μανούλα μου», καθώς και το «Ανάμεσα Σύρο και Τζια»:

και την «Απαγωγή»:

Όσο για τη μουσική της βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Ηπείρου και της Θράκης, οι απηχήσεις της στο έργο του Θεοδωράκη είναι ίσως περισσότερο δυσδιάκριτες, αλλά αναμφισβήτητα παρούσες (όπως αναγνώριζε και ο ίδιος). Αρκεί ν’ ακούσει κανείς την «Πράσινη μέρα» από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1971-1973)

καθώς και το διαφορετικού ύφους αλλά ομοειδούς καταγωγής «Ραντάρ» από τον ομότιτλο δίσκο (1981):

 

Η χαρτογράφηση των μουσικών παραδόσεων που έχουν αφομοιωθεί στο έργο του Θεοδωράκη θα μπορούσε να επεκταθεί. Για παράδειγμα, η μουσική παράδοση των Επτανήσων μεταγγίζεται (και επενδύεται με πικρήν ειρωνεία) σε δύο πολύ γνωστά κομμάτια από Τα τραγούδια του αγώνα (1974): την «Επιστολή»

και το «Κλείσ’ το παράθυρο»:

Απηχήσεις της επτανησιακής μουσικής αναγνωρίζει κανείς και στο «Καράβι στον ουρανό» από τους μεταγενέστερους Χαιρετισμούς (1982):

Μπορεί κανείς να προχωρήσει ακόμη περισσότερο. Το έργο του Θεοδωράκη συνδιαλέγεται (πράγμα που επίσης αναγνώριζε ο ίδιος) με τη μουσική παράδοση του εκκλησιαστικού μέλους. Ήδη το πρώτο έργο που παρουσίασε δημόσια ο Θεοδωράκης, σε ηλικία 17 ετών, έχει προφανή εκκλησιαστική καταγωγή: πρόκειται για τη χορωδιακή Κασσιανή του 1942.

Την ίδια εποχή ξεκίνησε η σύνθεση της Τρίτης Συμφωνίας (η τελική της μορφή ολοκληρώθηκε το 1994), όπου βρίσκουμε ενσωματωμένα, στο τρίτο μέρος, ψήγματα από τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής — το «Ω γλυκύ μου έαρ» και το «Η ζωή εν τάφω»:

Σε απηχήσεις της εκκλησιαστικής μουσικής επανέρχεται συχνά ο Θεοδωράκης σε όλο το εύρος του έργου του, ενοφθαλμίζοντάς τες είτε στα τραγούδια του είτε στις πιο μακρόπνοες συνθέσεις του. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι το «Κράτησα τη ζωή μου», σε στίχους από το ποίημα του Σεφέρη «Επιφάνια 1937». Πρωτακούστηκε στον δίσκο «Επιφάνια» (1960), με τη φωνή του Μπιθικώτση, και αναπτύχθηκε αργότερα σε ένα είδος λαϊκής καντάτας στα «Επιφάνια Αβέρωφ» (1968/1975), με σολίστα τον Αντώνη Καλογιάννη:

Στην ίδια περίοδο με τα «Επιφάνια Αβέρωφ» ανήκει και «Ο Ήλιος και ο Χρόνος», όπου η ακόμψευτη σεμνοπρέπεια του βυζαντινού μέλους συνυπάρχει με σκληρούς ροκ ήχους. Η συνύπαρξη είναι βέβαια εκ πρώτης όψεως απροσδόκητη, αλλά το συνολικό μουσικό αποτέλεσμα συνιστά μιαν παλίντονον ἁρμονίην (ας μου επιτραπεί η ενθύμηση του Ηρακλείτου), μια σύζευξη των εναντίων, που συναρμόζει αντίρροπους μουσικούς τρόπους σε ένα όλο παραδόξως ομοιογενές. Από το «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» αρκεί να ακούσει κανείς πρώτα το «Επουράνιοι ποταμοί»

ή «Τα κελιά»

και στη συνέχεια να τα αντιπαραβάλει με το «Όταν σταματήσει ο χρόνος»

ή με το «Ο χρόνος διαλύεται» (εδώ σε δίγλωσση εκδοχή, αγγλική και ελληνική, με τον Rainer Kirchmann και τον συνθέτη):

*          *          *

Η ίδια παλίντονος ἁρμονίη γίνεται φανερή και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό του μουσικού έργου του Θεοδωράκη: την επαναχρησιμοποίηση μοτίβων από το ένα έργο στο άλλο, πολλές φορές σε συνθέσεις διαφορετικού μουσικού κλίματος. Για παράδειγμα, στο πρώτο μέρος της 7ης Συμφωνίας

συναντούμε μοτίβα από τη μουσική για την ταινία Ιφιγένεια του Μιχάλη Κακογιάννη:

Παρομοίως, στη μουσική για την ταινία του Σίντνεϊ Λουμέτ Σέρπικο (1973),

ο Θεοδωράκης μετασκευάζει τη μελωδία του «Δρόμοι παλιοί», που την ίδια περίπου εποχή (1975) συμπεριλήφθηκε στις «Μπαλάντες», κύκλο τραγουδιών σε ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Το «Δρόμοι παλιοί» το ακούμε εδώ σε μεταγενέστερη εκτέλεση με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη (1986):

Με ανάλογο τρόπο, η μουσική για την ταινία του Στίπε Ντέλιτς Η μάχη του Σούτιεσκα (1973)

ενσωματώνει το «Συλλείτουργο» από τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας:

Αυτή η ανακύκληση μουσικών θεμάτων, που αποτολμά χρονικά και ειδολογικά άλματα ανάμεσα σε έργα διαφορετικού γένους και ύφους, μπορεί να δώσει το έναυσμα για μιαν απόπειρα αποτίμησης της βαθύτερης ενότητας που συνέχει το έργο του Θεοδωράκη — μιας ενότητας που δεν είναι πάντοτε ορατή.

*          *          *

Όπως ίσως φάνηκε από την αποσπασματική (ούτε καν δειγματοληπτική) περιήγηση που προηγήθηκε, το εύρος του μουσικού έργου του Θεοδωράκη είναι μάλλον χωρίς προηγούμενο, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα. Είναι λοιπόν περιοριστικός, παροδηγητικός και εντέλει σόλοικος ο τίτλος του εθνικού συνθέτη που πολλοί εννοούν να κολλούν στον Θεοδωράκη. Ασφαλώς και το μουσικό έργο του Θεοδωράκη αφομοιώνει στο βάθος και στο πλάτος του το σύνολο σχεδόν της ελληνικής μουσικής παράδοσης — αλλά όχι μόνο της ελληνικής. Γιατί όποιος επιχειρήσει να πλησιάσει το συμφωνικό έργο του Θεοδωράκη, ή τις λιγότερο δυσπρόσιτες κινηματογραφικές σουίτες του, θα αναγνωρίσει εκεί ίχνη ενός διαλόγου με κορυφαίους μουσουργούς του 20ού αιώνα, από τον Σοστακόβιτς ώς τον Μπρίτεν και τον Άρβο Περτ. Θα διαπιστώσει, για παράδειγμα, ότι η μουσική για την ταινία του Στίπε Ντέλιτς Η μάχη του Σούτιεσκα (1973), που ακούσαμε προηγουμένως, συναντιέται με τμήματα από το πρώτο μέρος της 10ης συμφωνίας του Σοστακόβιτς

Τέτοιες υπόγειες συνομιλίες με τους μεγάλους συνθέτες του 20ού αιώνα συναντά κανείς και αλλού. Στην Τέταρτη Συμφωνία («των Χορικών»), ο βίαιος ανταγωνισμός ανάμεσα στους σολίστες, στον Χορό και στην ορχήστρα

φαίνεται να έχει συγγένειες με το “War Requiem” του Μπρίτεν:

Και στο πρώτο μέρος της Τρίτης Συμφωνίας, που ο πυρήνας της ανάγεται στο 1942 αλλά αναπτύχθηκε και ολοκληρώθηκε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90

έχει κανείς την εντύπωση ενός λανθάνοντος διαλόγου με το έργο του Άρβο Περτ Cantus in memoriam Benjamin Britten (1977):

*          *          *

Αλλά καλό είναι να μην ξεστρατίσω άλλο σε χωράφια που δεν γνωρίζω όσο θα έπρεπε. Αν οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες θέλουν να κρατήσουν κάτι από αυτό το σημείωμα, ας είναι το εξής. Η μουσική του Θεοδωράκη είναι πρωτοφανής όχι μόνο στον όγκο της, αλλά και (κυριότατα) στο εύρος των μουσικών γενών που αφομοιώνει και ενσωματώνει. Αυτή η άνευ προηγουμένου πολυείδεια, αντί να οδηγήσει σε κατακερματισμό, συναπαρτίζει ένα ψηφιδωτό με ουσιαστική ενότητα. Τα χίλια πρόσωπα με τα οποία μας παρουσιάζεται ο Θεοδωράκης είναι στην πραγματικότητα ένα: το αδιάσπαστο όλο που αναδύεται μέσα από τις επιμέρους αντινομίες του.